Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Διάβασα προχθές το εξής από τη φίλη Βίβιαν Ευθυμιοπούλου, στη Σελίδα της στο Facebook:
Τα ράφια των σούπερ μάρκετ έχουν γεμίσει με προϊόντα ρυζιού σε φακελάκια που τα πετάς στον φούρνο μικροκυμάτων και σε 2 λεπτά έχεις ένα αξιοπρεπέστατο πιλάφι. Όσοι μαγειρεύουν γνωρίζουν εκ πείρας ότι το μαγείρεμα του ρυζιού είναι πάρα πολύ σοβαρή και δύσκολη υπόθεση και καλό πιλάφι φτιάχνουν μόνον οι καλοί μάγειρες. Άλλο ένα skill που καθίσταται irrelevant αν το έχεις ή όχι. Βέβαια, το πιλάφι από το φακελάκι, αν και βγαίνει τέλειο, είναι ανάλατο και αυτό δεν διορθώνεται, δεδομένου ότι το ρύζι μπορείς να το αλατίσεις μόνο κατά το μαγείρεμα — αλλά, αν χρειάζεσαι λευκό ρύζι για συνοδευτικό, είναι μια χαρά. Σ' έναν κόσμο που τα skills χάνουν τη σημασία τους, όσοι τα έχουν απαρτίζουν τα νέα ιερατεία. Η ικανότητα να συγκεντρώνεσαι σ' ένα κείμενο μεγαλύτερο από 500 λέξεις, η ικανότητα να μαγειρεύεις ωραία το ρύζι και πάει λέγοντας.
Λέγαμε κάτι παρόμοιο και εμείς τις προάλλες σε αυτή τη στήλη: πόσο πολύ περισσότερες πιθανότητες να πετύχουν στη ζωή τους έχουν τα παιδιά που μαθαίνουν να διαβάζουν λογοτεχνία χάρη στην οικογένειά τους (η φτηνή μέθοδος) ή στο σχολείο (η ακριβή λύση), από εκείνα που δεν μαθαίνουν. Σαν τα όπλα των αρχαίων μονομάχων (η αντιπαλότητα στον επαγγελματικό στίβο —στον πραγματικό επαγγελματικό στίβο εννοούμε, όχι στους διορισμούς των «μετακλητών» ή στο άνοιγμα ενός τυροπιτάδικου— είναι κατά τι πιο άγριο πεδίο από ό,τι οι μονομαχίες στο Κολοσσαίο), σαν τα όπλα των μονομάχων λοιπόν, σαν το ξίφος, τη λόγχη, την τρίαινα ή το δίχτυ, οι δεξιότητες των νέων μετρούν όλες, μία προς μία, και η δυνατότητα, ακριβώς, να καταβυθιστείς επί ώρα σε ένα ευχάριστο πλην απαιτητικό κείμενο όπου συνωθούνται ιδέες, πλοκή, ήρωες και συναισθήματα, η ικανότητα να συγκεντρώνεσαι σ' ένα κείμενο μεγαλύτερο από 500 λέξεις, μπορεί να κάνει τη διαφορά σε οποιονδήποτε τομέα — και συνήθως την κάνει. Κανείς σοβαρός εργοδότης δεν θα προσλάβει έναν νέο επειδή αγαπά τον «Δον Κιχώτη» ή τον Σαλμάν Ρούσντι. Αλλά όλοι τους θέλουν να έχουν κοντά τους κάποιον που μπορεί να τους διαβάσει και να τους καταλάβει, καθώς αυτό, σε συνδυασμό με τα τυπικά προσόντα που όλοι έχουν, είναι για ένα βιογραφικό ό,τι η γοητεία για το φλερτ. Για να μην πούμε ότι ακόμη και το ποδόσφαιρο μπορείς να απολαύσεις «καλύτερα» αν συνεπαίρνεσαι στη ζωή σου και από τη λογοτεχνία.
Αλλά ας είναι. Θέλω να πω για το ρύζι σήμερα.
Το ρύζι είναι ένα μαγικό πράγμα: όλοι το ξέρουν. Μια χούφτα μικροσκοπικοί κόκκοι μεταμορφώνονται μέσα σε ελάχιστα λεπτά σε κάτι που θα σε θρέψει καλά, ενώ μπορεί, αυτό το ταπεινό μονοκοτυλήδονο, να πάρει τόσες όψεις και να αποκτήσει εύκολα τόσες γεύσεις, όσες καμία άλλη τροφή. Συμμετέχει στα πάντα, ορίζει τη ζωή των ανθρώπων και τους κουβαλά από πάντα στις πλάτες του: το εν πέμπτον των συνολικά καταναλισκόμενων θερμίδων παγκοσμίως προέρχονται αποκλειστικά και μόνο από το ρύζι — φαντάσου. Εξ ου και μπορεί και αυτό —το ρύζι— να γεννά ιστορίες. Ή να τις ανασύρει από τη μνήμη.
Έτυχε να ζήσω για μερικούς μήνες, το 1982, στο Δυτικό Βερολίνο όπου είχα πάει για σπουδές, και κάποιο βράδυ βρέθηκα, δεν θυμάμαι πώς, σε ένα σπίτι όπου δινόταν η δεξίωση για ένα γάμο. Δεν ήταν παραδοσιακή δεξίωση όπως αυτές που συνηθίζουμε στην Ελλάδα (άλλωστε ο μόνος Έλληνας εκεί ήμουν εγώ), όσο μάλλον ένα πάρτι με πολύ ρεφενέ μαγείρεμα και φαγητό, πολλά ποτά, πολλή κουβέντα, και φυσικά μουσική. Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμουν σε ένα αμιγώς, και έντονα, «πολυπολιτισμικό» περιβάλλον —ήμουν 19 χρονών και ερχόμουν από τη Χαριλάου, έναν τόπο όπου οι μόνοι «ξένοι» θεωρούνταν οι οπαδοί τού ΠΑΟΚ—, καθώς σε εκείνο το διαμέρισμα, κάτι που μου έκανε πελώρια εντύπωση, με συντάραξε, υπήρχαν εκείνη την ημέρα σχεδόν όλες οι φυλές του Ισραήλ. Για την ακρίβεια: συνυπήρχαν. Γινόταν γιορτή βέβαια, γάμο είχαμε, όλοι ήταν χαρούμενοι και γελαστοί, μπορεί ο Φασμπίντερ και ο Λοΐζος να είχαν πεθάνει αλλά ο Πόλεμος των Φόκλαντ είχε τελειώσει και η Πολωνία δεν είχε θέσει ακόμη εκτός νόμου την Αλληλεγγύη, μόλις την προηγουμένη είχαμε ακούσει τον Σεγκόβια στο Μέγαρο εκεί, και το σπίτι ήταν πλημμυρισμένο μυρωδιές από δέκα και είκοσι εθνικές κουζίνες. Παράδεισος. Ευωχία.
Εκεί, στην κουζίνα του διαμερίσματος, που είχε επεκταθεί για να χωρέσει όλους τους υποψήφιους μάγειρες, κι ενώ εγώ συνεισέφερα στο κοινό τραπέζι ένα ταπεινό τζατζίκι (ίσως το μόνο πράγμα που μπορούσα να φτιάχνω αξιοπρεπώς — ή περίπου), έμαθα μαθητεύοντας για μισή ώρα δίπλα σε έναν Πέρση επαγγελματία μάγειρα πώς γίνεται το πιλάφι. Δεν είχε πάει στο Goethe αυτός, οπότε μού μιλούσε περισσότερο σε κάποιου τύπου αγγλικά, αλλά η εκτέλεση της συνταγής λάμβανε χώρα μπροστά στα μάτια μου, οπότε, για όνομα του Θεού, δεν ήταν δα και δύσκολο να την καταλάβω. Κυρίως όμως: μου έδειχνε πώς φτιάχνουν το σωστό πιλάφι με τα μάτια — τα μάτια του έλαμπαν. Μου έμαθε, έτσι, να επιλέγω και να μετρώ το βούτυρο, πώς να το σιγολιώνω στη φωτιά, πώς να καβουρδίζω το ρύζι, να προσθέτω τη σωστή αναλογία νερού, να χαμηλώνω το μάτι τη στιγμή που σχηματίζονταν κάποιες συγκεκριμένες φουσκάλες κ.ο.κ., και φυσικά πότε να προσθέτω πιπέρι και να αλατίζω όσο έπρεπε το νερό που κόχλαζε. Το αποτέλεσμα ήταν παραπάνω από συναρπαστικό, οι κόκκοι έλαμπαν και ξεχώριζαν ο ένας από τον άλλο, ο αχνός πάνω από το πιλάφι αναπεμπόταν δοξαστικά, σαν αυτόν που χορεύει πάνω από το λυχνάρι με το τζίνι, και η γεύση του ήταν φυσικά άψογη.
Δεν θυμάμαι πολλά ακόμη από εκείνη τη δεξίωση. Ούτε ξαναείδα ποτέ όλους εκείνους τους ανθρώπους. Κοντά στους μισούς ήταν ξένοι: Ιταλοί, Ισπανοί, Βόρειοι, Ανατολίτες. Ελπίζω να στέριωσαν στο Βερολίνο. Εγώ δεν τα κατάφερα.
Τα επόμενα χρόνια έφτιαξα αυτή την απλή συνταγή για πιλάφι αμέτρητες φορές, και την έδειξα σε ένα σωρό φίλους (γιατί έτσι πρέπει). Επίσης, αγόρασα πολλούς τύπους ρυζιού, όλες τις ποικιλίες που μπόρεσα να βρω, άσπρα, μαύρα, κίτρινα, αποφλοιωμένα και αναποφλοίωτα ρύζια, πειραματίστηκα με τις γεύσεις και τα αρώματά τους (προσωπικά, να πω την αλήθεια, δεν αγαπώ τον εξωτικό παράγοντα στο τραπέζι), έβαλα λιγότερο ή περισσότερο αλάτι και πιπέρι, έφτιαξα παέλιες και γεμιστά, και δύο ή τρεις φορές επιχείρησα να κάνω «κινέζικο» — με καταστροφικά αποτελέσματα. Σήμερα αγοράζω ρύζι για πιλάφι σε φακελάκι, όχι για τον φούρνο μικροκυμάτων ακόμη (ανθίσταμαι) αλλά για την κατσαρόλα, επιθεωρώντας όμως πρώτα καλά-καλά τα ράφια για να δω ποιο είναι το φτηνότερο. Αυτό είναι το βασικό τεκμήριο της επιλογής μου, όπως και των περισσοτέρων, νομίζω.
Όμως, κάθε φορά που βάζω τα γυαλιά μου και ψάχνω, σκύβοντας προς τα μπροστά, τις τιμές των ρυζιών, κάνοντας παράλληλα μηχανικά τους απαραίτητους υπολογισμούς, πάντα μα πάντα σκέφτομαι εκείνον τον Πέρση μάγειρα, και τα μάτια του που έλαμπαν όταν ανακάτωνε το ρύζι στην κατσαρόλα και μου μιλούσε γι' αυτό, και όλες τις διαφορετικές, πολύχρωμες κουζίνες και πολύχρωμες γλώσσες και πολύχρωμες φάτσες. Και το Βερολίνο.
Και ανάθεμα αν ξέρω πώς έγινε έτσι η Ευρώπη — έτσι όπως είναι σήμερα. Ανάθεμα αν έχω καταλάβει. Ανάθεμα αν μπορώ με σαφήνεια και σιγουριά να πω γιατί και πώς ξεπετάχτηκαν μέσα στη γιορτή μας, στον γάμο μας, όλοι αυτοί οι απίθανοι ηγετίσκοι της συμφοράς από δω κι από κει, που απευθύνονται σε ανθρώπους ανίκανους να συγκεντρώνονται σε ένα κείμενο μεγαλύτερο από πεντακόσιες λέξεις.
Και τρεις φορές ανάθεμα αν πρέπει να ξεχάσουμε πως το παν είναι ο κοσμοπολιτισμός μας. Και η ευωχία. Ο ωραίος, δοξαστικός αχνός από τις κατσαρόλες μας. Η μουσική, και οι κουβέντες, και τα βιβλία μας. Η ευρωπαϊκή δεξίωση.