Του Τριαντάφυλλου Καρατράντου
Τα τελευταία χρόνια οι αστυνομίες των περισσότερων χωρών της Ευρώπης ασχολούνται συστηματικά με το ζήτημα της ριζοσπαστικοποίησης, που οδηγεί στον βίαιο εξτρεμισμό και την τρομοκρατία.
Ο λόγος αυτής της συστηματικής ενασχόλησης είναι η συνειδητοποίηση πως η καθυστερημένη παρέμβαση -αποτροπή μιας τρομοκρατικής επίθεσης- δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική στην εποχή των μεμονωμένων δραστών και των επιθέσεων, που συχνά δεν έχουν προετοιμαστεί από μία τρομοκρατική οργάνωση και δεν ακολουθούν κάποιο συγκεκριμένο modus operandi. Αυτή η νέα πραγματικότητα έχει οδηγήσει χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία, η Ολλανδία και η Δανία να σχεδιάσουν και να υλοποιούν πολιτικές πρόληψης σε πρώιμο στάδιο, πριν ακόμη κάποιος περάσει στη χρήση βίας - δηλαδή στον εξτρεμισμό. Η συμμετοχή της αστυνομίας σε αυτές τις πολιτικές πρόληψης είναι σημαντική, αλλά όχι η μόνη, καθώς μιλάμε για μοντέλα δι-υπηρεσιακής συνεργασίας με στόχο την έγκαιρη παρέμβαση, όχι απαραίτητα στη λογική της επιβολής του νόμου.
Στην Ελλάδα η κατάσταση είναι διαφορετική. Η εγχώρια τρομοκρατία και ο εξτρεμισμός έχουν πολιτική υποκίνηση (αναρχισμός, ακρο-αριστερά, ακρο-δεξιά), γι'' αυτό και ο σχεδιασμός και η εφαρμογή πολιτικών πρόληψης σε στάδιο πριν από τη βία είναι δύσκολη υπόθεση, είναι όμως πλέον και απαραίτητη συνθήκη. Από το 2008 και τα βίαια επεισόδια που διέλυσαν το κέντρο της Αθήνας κι έπειτα έχει δημιουργηθεί μία αρκετά σημαντική δεξαμενή ριζοσπαστικοποιημένων ανθρώπων, που δραστηριοποιούνται με διάφορους τρόπους στον ευρύτερο αναρχικό και ακροαριστερό χώρο. Παράλληλα, από το 2009 υπάρχει μία αντίστοιχη κινητοποίηση και στον ακροδεξιό χώρο, με γεγονός καταλύτη σε αυτή την περίπτωση το μεταναστευτικό ζήτημα.
Μία ιδιαιτέρως ανησυχητική παράμετρος τα τελευταία χρόνια είναι η αξιοποίηση του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από τις ακραίες ομάδες, με σκοπό τη διεύρυνση της βάσης τους και της επιρροής της προπαγάνδας και του μηνύματός τους. Η τελευταία πρωτοβουλία της ομάδας Ρουβίκωνας να ανοίξει γραφεία μέσα στα πανεπιστημιακά ιδρύματα αναδεικνύει πόσο κρίσιμη είναι η κατάσταση. Η πολιτεία δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από το ζήτημα του ασύλου, από πορίσματα επιτροπών και από τις απόψεις βουλευτών που χαρακτηρίζουν τους αποκλεισμούς και τις επιθέσεις κατά καθηγητών ως ενδοπανεπιστημιακές υποθέσεις. Δεν δικαιολογείται η αμφίσημη στάση έναντι του Ρουβίκωνα.
Το αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων, ακόμη και το ζήτημα του ασύλου, δεν σημαίνουν σε καμία περίπτωση πως το κράτος δεν μπορεί και δεν πρέπει να παρέμβει, σε συνεργασία πάντα με τις πρυτανικές Αρχές. Δεν επιτρέπεται μία ευνομούμενη και δημοκρατική χώρα να αφήσει τα πανεπιστήμιά της να μετατραπούν σε καταλήψεις αναρχικών. Η δράση αυτών των οργανώσεων αποτελεί πρόβλημα για τη λειτουργία της δημοκρατίας και πρέπει να αντιμετωπιστεί αντίστοιχα. Η Ελλάδα έχει σοβαρό ζήτημα ριζοσπαστικοποίησης και δεν μπορούμε να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Χρειαζόμαστε άμεσα ένα σχέδιο αντιμετώπισης της κατάστασης και πρόληψης της κλιμάκωσης σε βία.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 23 Οκτωβρίου.