Η τρέχουσα πανδημία επηρέασε δυσανάλογα τους ηλικιωμένους σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Στις περισσότερες χώρες πάνω από το 40% των θανάτων από covid-19 κατεγράφησαν σε ηλικιωμένους διαμένοντες σε μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων. Στην Ελλάδα δεν έχουμε ξεκάθαρη εικόνα διότι δεν υπάρχει σαφής καταγραφή ή τουλάχιστον ακόμα και αν καταγράφονται οι θάνατοι των ηλικιωμένων που διαμένουν σε μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων, τα στοιχεία αυτά δεν είναι διαθέσιμα (όπως θα έπρεπε) στους πολίτες. Είναι δηλαδή σημαντικό να γνωρίζουμε πόσοι από τους ηλικιωμένους που έχουν μεταφερθεί από τις μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων στα νοσοκομεία από την έναρξη της πανδημίας έχουν καταλήξει.
Ευρύτερα, ο χώρος της μακροχρόνιας φροντίδας ηλικιωμένων είναι μια ανοιχτή πληγή για την Ελλάδα. Παραμένει δε άναρχα δομημένος με υποτυπώδης υπηρεσίες (αποτέλεσμα αποσπασματικών και αναιτιολόγητων πολιτικών) μα κυρίως χωρίς διασφάλιση των δικαιωμάτων των ηλικιωμένων. Οι δε ανισότητες στην πρόσβαση στις διαθέσιμες υπηρεσίες είναι από τις μεγαλύτερες στις χώρες του ΟΟΣΑ καθώς στην Ελλάδα έχουν αξιοπρεπή και ασφαλή διαβίωση σχεδόν αποκλειστικά οι ηλικιωμένοι με υψηλό εισόδημα. Μάλιστα, η Παγκόσμια Τράπεζα σε πρόσφατη έκθεσή της προειδοποιεί την Ελλάδα πως εάν δεν προχωρήσει άμεσα σε μεταρρυθμίσεις στη μακροχρόνια φροντίδα, οι περισσότεροι ηλικιωμένοι Έλληνες θα μείνουν χωρίς φροντίδα και πολλά νοικοκυριά θα αγγίξουν τα όρια της φτώχειας για να ανταποκριθούν στις ανάγκες μακροχρόνιας φροντίδας που θα προκύψουν σε 15 χρόνια.
Την τελευταία δεκαετία οι περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης υλοποίησαν σημαντικές μεταρρυθμίσεις στη δομή, τη χρηματοδότηση και στις πολιτικές της μακροχρόνιας φροντίδας. Με αφορμή και αιτία τον covid-19 η πλειοψηφία των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχεδιάζουν ήδη περαιτέρω μεταρρυθμίσεις για να προστατέψουν τους ηλικιωμένους και να θωρακίσουν τις εθνικές οικονομίες.
Στην Ελλάδα, δυστυχώς, δεν συνέβη καμία μεταρρύθμιση τα τελευταία 35 χρόνια ενώ οι ανάγκες έχουν πολλαπλασιαστεί καθώς έχει αλλάξει το μίγμα του πληθυσμού (περισσότεροι Έλληνες άνω των 70 ετών). Μάλιστα, σε πρόσφατη έκθεση του Ο.Ο.Σ.Α σημειώνεται πως η ανάγκη υπηρεσιών μακροχρόνιας φροντίδας ηλικιωμένων στη χώρα μας αναμένεται να εκτοξευθεί περίπου 300% τα επόμενα 20 χρόνια!
Το πρώτο βήμα όμως για μια γενναία μεταρρύθμιση στη φροντίδα ηλικιωμένων στην Ελλάδα πρέπει να γίνει από όλους εμάς τους Έλληνες ακαδημαϊκούς (εντός και εκτός Ελλάδας) αλλά και ευρύτερα από τους ειδικούς στο χώρο. Πρέπει να βρούμε όλοι, ως οφείλουμε, το θάρρος της γνώμης και να μιλήσουμε ανοιχτά και δημόσια για την Ελληνική παθογένεια στη φροντίδα ηλικιωμένων, για την έλλειψη ουσιαστικά δομημένων πολιτικών μακροχρόνιας φροντίδας, για την αποτυχία της Ελλάδας να προστατέψει τους ηλικιωμένους πολίτες της, για την κάκιστη εικόνα της πατρίδας μας σε κάθε ευρωπαϊκή και διεθνή έκθεση που αφορά στις υπηρεσίες των ηλικιωμένων. Έχουμε επίσης υποχρέωση να μιλήσουμε ανοιχτά και συνεπώς να πιέσουμε την κυβέρνηση να εφαρμόσει τις σύγχρονες και πετυχημένες πολιτικές που χρησιμοποιούνται στην Ευρώπη και που μπορούν να αλλάξουν τη ζωή των συμπολιτών μας και των οικογενειών τους.
Με αφορμή την πανδημία, η Ελλάδα έχει σήμερα μια μοναδική ευκαιρία να επανασχεδιάσει την πολιτική της χώρας στη φροντίδα των ηλικιωμένων. Απαιτείται όμως ένας ολικός επανασχεδιασμός με βάση την ευρωπαϊκή εμπειρία. Μια εν δυνάμει μεταρρύθμιση θα μπορούσε να περιλαμβάνει μερικές από τις παρακάτω πολιτικές:
-Σήμερα εμπλέκονται τουλάχιστον τρία υπουργεία στις πολιτικές και στον έλεγχο των πολιτικών για τη γήρανση (Εσωτερικών, Υγείας, Εργασίας). Προτείνεται η συγκέντρωση αυτών σε ένα μέρος/φορέα.
-Δημιουργία Εθνικού Συστήματος Μακροχρόνιας Φροντίδας Ηλικιωμένων με έμφαση στις υπηρεσίες στην κοινότητα (να κρατήσουμε δηλαδή τους ηλικιωμένους στο σπίτι με σύγχρονες όμως υπηρεσίες στην κοινότητα).
-Το πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι» να γίνει και πάλι αποκλειστικά για τη φροντίδα των ηλικιωμένων και να συγχωνευθεί με τα Κέντρα Ανοιχτής Αποκατάστασης Ηλικιωμένων (ΚΑΠΗ). Να δημιουργηθεί δηλαδή ένας νέος ισχυρός φορέας παροχής υπηρεσιών για τους ηλικιωμένους στην κοινότητα με στόχο να τους κρατήσει με ασφάλεια στο σπίτι. Η λειτουργία αυτού του φορέα θα πρέπει να καθορίζεται από συγκεκριμένα πρωτόκολλα.
-Απαιτείται η καταγραφή, η εκπαίδευση και η δημιουργία μητρώου όλων των ανεπίσημων φροντιστών (κυρίως γυναικών που εργάζονται μη νόμιμα σήμερα και χωρίς τις απαιτούμενες γνώσεις σε πολλά σπίτια φροντίζοντας τους ηλικιωμένους).
-Εκ των ων ουκ άνευ είναι επίσης η νομική διασφάλιση των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας των ηλικιωμένων κατά τη χρήση των υγειονομικών και κοινωνικών υπηρεσιών.
-Ο σχεδιασμός πολιτικών για τη στήριξη των φροντιστών (εργασία από το σπίτι, μερική απασχόληση, ψυχολογική στήριξη) είναι νευραλγικής σημασίας.
-Τέλος, είναι αναγκαία η θεσμοθέτηση πλαισίου για τη χρήση νέων τεχνολογιών και την εξ αποστάσεως φροντίδα των ηλικιωμένων καθώς σήμερα δεν υπάρχει ποιοτικός έλεγχος των δράσεων σε αυτόν τον τομέα ούτε υπάρχει εθνική πολιτική.
Στην «Ιστορία δύο πόλεων» ο Ντίκενς ξεκινά με την εξής φράση που εν μέρει αποτυπώνει το σήμερα: «Ήταν οι καλύτερες μέρες, ήταν οι χειρότερες μέρες, ήταν τα χρόνια της σοφίας, ήταν τα χρόνια της άνοιας, ήταν η εποχή της πίστης, ήταν η εποχή της ολιγοπιστίας, η εποχή του Φωτός και η εποχή του Σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας και ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε μπρος μας τα πάντα, είχαμε μπρος μας το τίποτε». Οι μέρες είναι δύσκολες όμως μάθαμε πολλά και έχουμε την πίστη και τα «εργαλεία» να κάνουμε τις μέρες καλύτερες και τη ζωή των ηλικιωμένων συμπολιτών μας πιο φωτεινή και πιο ασφαλή.
*Η Μαρία Καραγιαννίδου είναι Ερευνήτρια Care Policy and Evaluation Centre στο LSE.