Του Γιώργου Γεραπετρίτη*
Βρίσκεται σε εξέλιξη η συζήτηση σχετικά με την εισαγωγή ρυθμίσεων για τη διευκόλυνση των εκτός επικρατείας εκλογέων να ψηφίσουν στις εθνικές εκλογές. Πρόκειται για πολίτες οι οποίοι έχουν την ελληνική ιθαγένεια και θα μπορούσαν να έλθουν και να ψηφίσουν στις εκλογικές τους περιφέρειες και οι οποίοι σήμερα δεν έχουν εναλλακτικά τη δυνατότητα εξ αποστάσεως ψήφου. Στον σχετικό διάλογο, ο οποίος στερείται αδικαιολόγητα διαβουλευτικού χαρακτήρα και ορθού πολιτικού λόγου, υφίστανται τέσσερις διαστάσεις: εθνικού δικαίου, διεθνούς δικαίου, διεθνούς πρακτικής και ορθής πολιτικής πράξης.
Σε σχέση με το εθνικό δίκαιο
Το άρθρο 51 παρ. 4 του Συντάγματος προβλέπει: «…Νόμος που ψηφίζεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών μπορεί να ορίζει τα σχετικά με την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από τους εκλογείς που βρίσκονται έξω από την Επικράτεια. Ως προς τους εκλογείς αυτούς η αρχή της ταυτόχρονης διενέργειας των εκλογών δεν κωλύει την άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος με επιστολική ψήφο ή άλλο πρόσφορο μέσο…». Η διάταξη διαμορφώθηκε με το συγκεκριμένο περιεχόμενο στην αναθεώρηση του 2001, ενόσω η αρχική εκδοχή του Συντάγματος του 1975 προέβλεπε ότι: «… Νόμος μπορεί να ορίζει τα σχετικά με την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από τους εκλογείς που βρίσκονται έξω από την Επικράτεια». Είναι προφανές ότι η βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη κατέτεινε στην εισαγωγή μέτρων διευκόλυνσης των εκτός επικρατείας εκλογέων, μολονότι η πιο επιτακτική διατύπωση της αναθεώρησης του 2001 συνοδεύτηκε και από την απαίτηση αυξημένης πλειοψηφίας, η οποία κατέστησε το εγχείρημα δυσχερέστερο και υποκείμενο σε πολιτικές σκοπιμότητες. Παραμένει το γεγονός ότι για 43 χρόνια μια κρίσιμη συνταγματική πρόβλεψη είναι ανεφάρμοστη. Και τούτο ενόσω κινούμεθα με γοργούς ρυθμούς προς τον πλήρη ψηφιακό μετασχηματισμό, που επιδρά και στη λειτουργικότητα της δημοκρατίας, παρέχοντάς της πολλαπλές δυνατότητες και ενόσω έχουν κατατεθεί ένα νομοσχέδιο την 19η Φεβρουαρίου 2009 (το οποίο δεν συγκέντρωσε την απαιτούμενη εκ του Συντάγματος πλειοψηφία) και δύο προτάσεις από την αντιπολίτευση στην παρούσα Βουλή, την 13η Ιουλίου 2016 και την 23η Οκτωβρίου 2017· η τελευταία αυτή πρόταση νόμου, παρά την παρέλευση εξαιρετικά μεγάλου κοινοβουλευτικού χρόνου και την εξ ορισμού σπουδαιότητά της, δεν έχει καν ακόμη εισαχθεί προς συζήτηση.
Σε σχέση με το διεθνές δίκαιο
Οι διεθνείς οργανισμοί οι οποίοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχουν ως σκοπό την προώθηση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, έχουν εκδώσει οδηγίες προς τα κράτη- μέλη τους να εισαγάγουν σχετικούς κανόνες. Πιο κοντινοί γεωγραφικά το Συμβούλιο της Ευρώπης (Απόφαση της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης 1459/2005 και Σύστασή της 1714/2005) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη Δημοκρατία μέσω του Δικαίου, η «Επιτροπή της Βενετίας» (Γνώμη 190/2002, Μελέτη 352/2005, Μελέτη 580/2010). Για το θέμα έκρινε επίσης το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου μετά από προσφυγή, το 2007, τριών Ελλήνων υπαλλήλων στο Συμβούλιο της Ευρώπης, κατοίκων Στρασβούργου. Πρωτοδίκως το Δικαστήριο έκρινε ότι η μακρά αδράνεια της Ελλάδας στο κεφάλαιο αυτό συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, σύμφωνα με το οποίο τα κράτη- μέλη έχουν την υποχρέωση να διενεργούν σε λογικά διαστήματα ελεύθερες εκλογές σε συνθήκες που επιτρέπουν την ελεύθερη έκφραση της λαϊκής θέλησης. Η απόφαση αναιρέθηκε σε δεύτερο βαθμό με το σκεπτικό ότι, αν και σκόπιμο, δεν υφίσταται επιτακτική υποχρέωση θέσπισης σχετικών κανόνων, εντούτοις ο διαδραμών χρόνος και η αλλαγή των πραγματικών δεδομένων θα μπορούσε να ανατρέψει στο μέλλον τη νομολογία αυτή.
Σε σχέση με τη διεθνή πρακτική
Τριάντα οκτώ από τα 45 κράτη - μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης επιτρέπουν κατά γενικό κανόνα στους πολίτες τους την ψήφο από το εξωτερικό στις εθνικές εκλογές. Οι χώρες αυτές προβλέπουν είτε την ψήφο σε εκλογικά κέντρα του εξωτερικού (συνήθως πρεσβείες ή προξενεία), είτε την επιστολική ψήφο, ή αμφότερα. Σε 3 μάλιστα χώρες (Ολλανδία, Ελβετία και Εσθονία) υπάρχει πρόβλεψη για ηλεκτρονική ψήφο. Στις περιπτώσεις αυτές, ο κανόνας είναι ότι οι απόδημοι ψηφίζουν για εκπροσώπους από τις εσωτερικές εκλογικές περιφέρειες. Παρά ταύτα, σε 4 χώρες (Γαλλία, Ιταλία, Πορτογαλία και Κροατία) οι εκλογείς μπορούν να επιλέγουν τους αντιπροσώπους τους στο εθνικό κοινοβούλιο σε ειδικές περιφέρειες συσταθείσες στο εξωτερικό. Οι 7 χώρες που δεν έχουν διάταξη διευκόλυνσης των ομογενών τους είναι η Αλβανία, η Ανδόρα, η Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, η Μάλτα, το Μαυροβούνιο και ο Αγιος Μαρίνος.
Σε σχέση με την ορθή πολιτική πράξη
Την τελευταία δεκαετία της οικονομικής κρίσης η Ελλάδα κατέστη και πάλι χώρα εξαγωγής οικονομικών μεταναστών. Η ιδιαιτερότητα αυτή τη φορά είναι ότι πρόκειται για Ελληνες πολύ υψηλών προσόντων και εξειδικευμένης τεχνογνωσίας. Οι άνθρωποι αυτοί, όχι απλά διατηρούν νωπές τις μνήμες της πατρίδας αλλά, καταρχήν, επιθυμούν την επιστροφή τους στη χώρα, υπό όρους που θα εγγυώνται την αξιοπρεπή τους διαβίωση και την απορρόφησή τους με κριτήρια αξιοκρατικά και δημιουργικά. Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα, έχοντας υποστεί αιματηρή διαρροή ανθρώπινου δυναμικού που παρήχθη από το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και με δαπάνες της χώρας, έχει την υποχρέωση όχι μόνο να άρει κάθε εμπόδιο επιστροφής τους αλλά και με θετικά μέτρα να καλλιεργεί τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της εκ νέου ενσωμάτωσής τους στην κοινωνία. Οχι μόνο διότι αυτό επιβάλλει το Σύνταγμα («το κράτος μεριμνά για τη ζωή του απόδημου ελληνισμού και τη διατήρηση των δεσμών του με τη μητέρα πατρίδα», άρθρο 108 παρ. 1) αλλά, κυρίως, διότι προσβλέπει στην κεφαλαιοποίηση των προσόντων και των δεξιοτήτων τους για την οικονομική ανάκαμψη και τον θεσμικό εκσυγχρονισμό. Το έωλο επιχείρημα ότι οι Ελληνες του εξωτερικού δεν μπορεί να έχουν λόγο για τα τεκταινόμενα στη χώρα είναι αυτοκαταστροφικό: περισσότερο από τον καθένα αυτούς αφορά το πολιτικό μέλλον της πατρίδας ως όρο του επαναπατρισμού τους, τον οποίο όλοι εμείς που ζούμε στην Ελλάδα έχουμε ανάγκη.
Η υιοθέτηση μέτρων διευκόλυνσης για τους εκτός επικρατείας εκλογείς είναι θεσμικά απλή και εθνικά αναγκαία. Συνιστά πολιτικό δικαίωμα όσων εξαναγκάστηκαν να αφήσουν τη χώρα και υποχρέωση του κρατούντος πολιτικού συστήματος που προάγει μια a la carte καιροσκοπική πολιτική δικαιωμάτων, συμμετοχικής δημοκρατίας και αναλογικής αντιπροσώπευσης. Πριν από μια δεκαετία η συζήτηση για τους δεσμούς των ομογενών με την πατρίδα γινόταν με όρους πολυτελείς· σήμερα η συζήτηση ενέχει το στοιχείο της αδήριτης ανάγκης για την πατρίδα.
* Ο Γιώργος Γεραπετρίτης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών
**Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 15 Μαΐου.