Η τρέχουσα υγειονομική κρίση και η πανδημία του COVID-19 δημιούργησε στη χώρα κατά το προηγούμενο διάστημα πρωτόγνωρες συνθήκες σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Η άμεση παύση/περιορισμοί εργασιών σε ορισμένους κλάδους, οι νέοι κανόνες υγιεινής και ασφαλείας, η ευρύτερη προσπάθεια προσαρμογής σε ένα νέο περιβάλλον λειτουργίας και εργασίας, αλλά και οι αβεβαιότητες που ακόμα υπάρχουν σε σχέση με τη διαχείριση της κρίσης, εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν το σημερινό περιβάλλον. Η μετά COVID-19 εποχή -στην οποία όπως δείχνουν οι πολύ πρόσφατες υγειονομικές εξελίξεις δεν έχουμε ακόμα εισέλθει- αναμένεται να διατηρήσει αρκετά από αυτά τα χαρακτηριστικά.
Από την άλλη πλευρά λόγω ακριβώς αυτών των συνθηκών και των συνεπειών της κρίσης, καταγράφηκε στην κοινωνία ένας ξαφνικός και βίαιος -κατά μία έννοια- ψηφιακός μετασχηματισμός, κατά τη διάρκεια του οποίου συγκεκριμένες λειτουργίες και διαδικασίες της οικονομίας έπρεπε να αναμορφωθούν και να προσαρμοστούν σε ψηφιακό περιβάλλον. Υπηρεσίες τηλεκπαίδευσης, τηλεργασίας, αυξημένων ηλεκτρονικών συναλλαγών με το Δημόσιο (e-government), με τις επιχειρήσεις (e-commerce) αλλά και τον χρηματοπιστωτικό τομέα (e-banking), δημιουργήθηκαν σχεδόν εκ του μηδενός, ή προσαρμόστηκαν και αναπτύχθηκαν περαιτέρω ώστε να συνεχιστεί με κάποιο τρόπο η κοινωνικοοικονομική ζωή της χώρας.
Και είναι γεγονός ότι τόσο ο ιδιωτικός όσο και ο δημόσιος τομέας έδειξε αξιοθαύμαστη προσαρμοστικότητα. Πολύ γρήγορα, «βαριές» ή πολύπλοκες διαδικασίες μετασχηματίστηκαν και αναμορφώθηκαν προσφέροντας λύσεις και διεξόδους που υπό άλλες συνθήκες θα έπαιρναν πολύ χρόνο για να υλοποιηθούν. Και μπορεί να καταγράφηκαν και αστοχίες στην πορεία, ωστόσο αυτό το «μεταρρυθμιστικό» πνεύμα που επικράτησε είναι ένα κέρδος αυτής της περιόδου που οφείλουμε να το διαφυλάξουμε και να το επεκτείνουμε.
Θεωρώ ότι πυρήνες αυτού του μετασχηματισμού -πέρα από την κεντρική κυβέρνηση- οφείλουν να είναι και οι αποκεντρωμένες διοικήσεις, οι ΟΤΑ και οι περιφέρειες της χώρας. Υπάρχει πλήθος διαδικασιών τις οποίες πολίτες και επιχειρήσεις πρέπει να διεκπεραιώσουν σε επίπεδο Δήμου, με τον οποίο μπορεί να έρχονται σε επαφή πολύ πιο συχνά από ότι με την κεντρική διοίκηση. Όπως όμως έχει δείξει πρόσφατη έρευνα του Εργαστηρίου Βιομηχανικής και Ενεργειακής Οικονομίας του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΒΕΟ/ΕΜΠ), η πλειονότητα των δήμων της χώρας είτε δεν έχει ξεκάθαρη στρατηγική προς τον ψηφιακό μετασχηματισμό, είτε διαθέτει μάλλον μια θολή κατανόηση της κατάλληλης ψηφιακής στρατηγικής στο πλαίσιο της έξυπνης ανάπτυξης.
Η έρευνα αφορούσε τη ψηφιακή ταυτότητα των Δήμων της χώρας και του τρόπου που αναπτύσσουν μια αντίστοιχη στρατηγική «Ευφυούς Πόλης». Πραγματοποιήθηκε σε 255 από τους 325 Δήμους και κοινότητες της χώρας, καλύπτοντας σχεδόν το 80% του ελληνικού πληθυσμού. Από τα αποτελέσματα προέκυψαν βεβαίως αδυναμίες, καθυστερήσεις και εμπόδια στους περισσότερους Δήμους. Τόσο σε όρους στρατηγικής ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, όσο και σε όρους διαμόρφωσης στρατηγικής έξυπνης πόλης, το συντριπτικό ποσοστό των Δήμων δεν διαθέτουν ακόμη ολοκληρωμένη στρατηγική, παρά την προγραμματική τους σχετική ευφράδεια.
Ταυτόχρονα όμως καταγράφηκαν και νησίδες αριστείας, όπου οι αιρετές διοικήσεις έχουν αντιληφθεί τα πολλαπλά οφέλη από την επένδυση σε ψηφιακή στρατηγική και έχουν επενδύσει πόρους (ανθρώπινους και οικονομικούς) στην κατεύθυνση αυτή. Το ενδιαφέρον είναι ότι δεν είναι πάντα ζήτημα μεγέθους του Δήμου, καθώς υπάρχουν περιπτώσεις ακόμα και μικρότερων πληθυσμιακά Δήμων που έχουν αναπτύξει πλήθος διαθέσιμων υπηρεσιών για τις εσωτερικές και εξωτερικές λειτουργίες τους.
Επίσης δεν είναι πάντα εμπόδιο πιθανοί οικονομικοί περιορισμοί. Αντίθετα, ολιγομελείς, αλλά καταρτισμένες ομάδες ανθρώπων, σε συνεργασία με μία οραματική διοίκηση έχουν κατορθώσει να φέρουν απτές βελτιώσεις και μετρήσιμα οφέλη στην καθημερινότητα των πολιτών και των επιχειρήσεων.
Συνεπώς, χωρίς να παραγνωρίζεται η σημασία των χρηματοδοτικών πόρων, η επένδυση στη γνώση και σε ανθρώπινο δυναμικό υψηλής εξειδίκευσης, οι συνεργασίες με εξωτερικούς φορείς και κυρίως το μεταρρυθμιστικό πνεύμα αποτελούν κινητήριους μοχλούς για να υπάρξει πρόοδος και ουσιαστική τόνωση του ψηφιακού μετασχηματισμού της χώρας.
* Ο Άγγελος Τσακανίκας είναι αναπληρωτής καθηγητής ΕΜΠ, Διευθυντής Εργαστηρίου Βιομηχανικής και Ενεργειακής Οικονομίας (ΕΒΕΟ).