Οι εκπαιδευτικοί, όπως και το ΥΠΑΙΘ, έδειξαν στην κρίση της πανδημίας θαυμαστά αντανακλαστικά. Αξιοποίησαν πλήρως το ψηφιακό εκπαιδευτικό υλικό και τις πλατφόρμες εκπαίδευσης και συγκέντρωσης υλικού που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο του ψηφιακού σχολείου κυρίως στις αρχές της δεκαετίας. Με το άνοιγμα των σχολείων όμως κινδυνεύει ό,τι κτίστηκε και κερδήθηκε αυτές τις μέρες να χαθεί σαν «φούσκα». Διότι η πραγματικότητα αποτελεί παράδειγμα για το τι σημαίνει πραγματικά «χαμένη δεκαετία».
Σύμφωνα με την πρόσφατη «Έκθεση παρακολούθησης της εκπαίδευσης και κατάρτισης 2019» της ΕΕ για τη χώρα μας «το ψηφιακό σχολείο δεν έχει γίνει ακόμη πραγματικότητα και οι ψηφιακές δεξιότητες δεν έχουν αναπτυχθεί επαρκώς». Η έκθεση αναφέρεται σε μια από τις εμβληματικές πρωτοβουλίες που αναλήφθηκαν επί υπουργίας της κ. Διαμαντοπούλου στο πλαίσιο του Νέου Σχολείου το 2010. Η προσπάθεια είχε ανακοπεί μετά το 2012, αλλά το 2014 είχε βρει πάλι τον δρόμο της. Όμως μετά το 2015 εγκαταλείφθηκε και χάθηκαν για τη χώρα πιστώσεις περίπου 250 εκατ. ευρώ.
Παρόμοια πορεία γεμάτη παλινωδίες και χάσματα ακολούθησαν και τα προγράμματα πιστοποίησης ψηφιακών δεξιοτήτων μαθητών και εκπαιδευτικών (Β΄ επίπεδο) που ξεκίνησαν το 2011 και ακόμα αποτελούν ζητούμενα.
Σύμφωνα με την έρευνα της ΕΕ (2019) «2nd Survey of Schools: ICT in education ― Greece Country Report», ως προς τον εξοπλισμό και τις υποδομές το ποσοστό των σχολείων που διαθέτουν «υψηλό επίπεδο εξοπλισμού και σύνδεσης», δηλαδή laptops, computers, κάμερες, διαδραστικούς πίνακες για συγκεκριμένο αριθμό μαθητών και υψηλής ταχύτητας ευρυζωνική σύνδεση είναι 2% (δημοτικά), 9% (γυμνάσια) και 21% (λύκεια) έναντι μέσου όρου ΕΕ στο 35%, 52% και 72% αντίστοιχα.
Το ποσοστό των σχολείων που εφαρμόζουν «ισχυρή πολιτική και λαμβάνουν ισχυρή στήριξη» για την χρήση των ΤΠΕ στην διδασκαλία και τη μάθηση είναι 12% (δημοτικό), 7% (γυμνάσιο) και 5% (λύκειο) έναντι μέσου όρου ΕΕ στο 20%, 33% και 51% αντίστοιχα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην έρευνα αυτή που διεξήχθη το σχολικό έτος 2017-18 είχαμε απογοητευτικό ποσοστό συμμετοχής με αποτέλεσμα για τη χώρα μας να μην υπάρχουν στοιχεία για σημαντικούς δείκτες.
Η έλλειψη οράματος, σχεδιασμού και πολιτικών, αλλά και η ανικανότητα της πολιτικής ηγεσίας από το 2015 έως το 2019 για την προώθηση της ψηφιακής διάστασης στην εκπαίδευση έγινε έκδηλη μέσα από τις φοβικές απόψεις του υπουργού κ. Μπαλτά που εκθείαζε την κιμωλία. Και επί κ. Γαβρόγλου με την αδιαφορία του ΥΠΑΙΘ για προώθηση της συμμετοχής στις σχετικές έρευνες και για την αξιοποίηση εργαλείων που έθεσε στη διάθεση όλων των κρατών μελών η ΕΕ. Δεν έδειξε ενδιαφέρον για το εργαλείο SELFIE για τη διάγνωση της ψηφιακής πραγματικότητας των σχολείων και τη χάραξη σχεδίου δράσης. Και δεν αξιοποίησε το Digital Competence Framework for Educators «DigCompEdu» που αναπτύχθηκε για εκπαιδευτικούς με στόχο να συμβάλει στη διαμόρφωση επίγνωσης των διαθέσιμων ψηφιακών ικανοτήτων και στον προσδιορισμό των αναγκών κατάρτισης.
Η παρούσα πολιτική ηγεσία έχει δηλώσει ότι η ψηφιακή προσαρμογή δεν είναι μόνο μια υποχρέωση για να μείνουμε ανταγωνιστικοί, αλλά αποτελεί κρίσιμο παράγοντα επιβίωσης. Δεν φρόντισε όμως να ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση με την εκπαιδευτική κοινότητα και την ελληνική κοινωνία. Δεν ανάδειξε τα πορίσματα των ερευνών, δεν φώτισε τα προβλήματα που υπάρχουν, δεν φρόντισε στο εξάμηνο που προηγήθηκε να καταδείξει ότι το θέμα αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα για το εκπαιδευτικό μας σύστημα και δεν έχει χαράξει μια συνεκτική εθνική στρατηγική για την ψηφιακή προσαρμογή. Παράλληλα, οι φορείς όπως το ΙΕΠ αναλώνονται σε εξαγγελίες δράσεων επιμόρφωσης που δεν εντάσσονται σε ένα συνολικότερο σχέδιο. Κι αυτά τη στιγμή που στόχος μας πρέπει να είναι να βάλουμε τη χώρα σε τροχιά για την ένταξή της στην πρωτοπορία για την 4η βιομηχανική επανάσταση.
Ενόψει επαναλειτουργίας των σχολείων να έχουμε υπόψη ότι τα σπίτια των μαθητών είχαν σύνδεση, αλλά τα σχολεία δεν έχουν. Στο σπίτι οι μαθητές είχαν συσκευές και οθόνες, αλλά η πλειονότητα των τάξεων δεν έχουν και δεν έχει συζητηθεί η πρακτική που ακολουθείται κατά μέσο όρο από το 30% των μαθητών γυμνασίου στην ΕΕ οι οποίοι χρησιμοποιούν τα δικά τους smartphone για μάθηση στο σχολείο. Και το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο είναι απαγορευτικό για τη χρήση συσκευών στο σχολείο. Τα σχολεία και οι εκπαιδευτικοί χρειάζονται τεχνική και παιδαγωγική υποστήριξη. Και δεν μπορεί να υπάρξει πλαίσιο αποτελεσματικής στήριξης ούτε μπορούν να λειτουργήσουν τα συστήματα προώθησης δεξιοτήτων χωρίς κατάλληλες δομές και στελέχη που θα ηγηθούν, θα προωθήσουν με τη δράση τους (υποστηρικτική, επιμορφωτική, εποπτική) την εκπαιδευτική πολιτική και θα συμβάλουν στην αξιοποίηση όλων των δυνάμεων και των εργαλείων.
Είναι λοιπόν η στιγμή που ο καθένας μας πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του, αλλά το ΥΠΑΙΘ έχει την κύρια ευθύνη και πρέπει να δώσει τον τόνο. Έχει ήδη καθυστερήσει και πρέπει άμεσα να ανακοινώσει και να αποσαφηνίσει όραμα, στρατηγική και πολιτικές για το ψηφιακό σχολείο, το σχέδιό του με λεπτομέρειες για τα βήματα που θα ακολουθηθούν, για την οργάνωση και εξακτίνωση του έργου σε όλους τους φορείς της παιδείας και στα στελέχη, για το πώς θα καλυφθούν οι ανάγκες σε κατάλληλο εξοπλισμό, υποδομές, τεχνική και παιδαγωγική υποστήριξη, για το σύστημα επιμόρφωσης και τα συστήματα προώθησης δεξιοτήτων. Αυτό θα δημιουργήσει την απαιτούμενη δυναμική για να πάμε με επιτυχία στην επόμενη μέρα. Σε λίγο θα είναι πολύ αργά!
Γιάννης Κατσαρός, Σύμβουλος της πρώην υπουργού Α. Διαμαντοπούλου, δρ. Διοίκησης στην εκπαίδευση