Την εβδομάδα που μας πέρασε, αποκαλύφθηκε ότι πίσω από τις πάσης φύσεως αντιδράσεις απέναντι στο νέο εργασιακό νομοσχέδιο και από τις κραυγές περί «υποχρεωτικής 13ωρης εργασίας» και «εργασιακών συνθηκών γαλέρας», κρυβόταν η αγωνία και ο φόβος των κομμάτων της αριστεράς και των εργατοπατέρων. Η αγωνία και ο φόβος απέναντι στον ψηφιακό εκδημοκρατισμό και την απελευθέρωση των εργαζομένων από τον συνδικαλιστικό βρόχο.
Όπως είχε αναλυθεί στο άρθρο «Ευέλικτο 8ωρο: Το θέσπισαν, το διατήρησαν και τώρα αντιδρούν. Γιατί;», το λεγόμενο «ευέλικτο ωράριο» έχει ήδη θεσμοθετηθεί από το 2010, επί υπουργίας Μαρία - Ελίζα Ξενογιαννακοπούλου και Ιωάννη Ραγκούση, που σήμερα διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους κατά του νόμου της ΝΔ. Ο ίδιος δε νόμος, διατηρήθηκε αμετάβλητος επί κυβερνήσεως Τσίπρα – Καμμένου.
Ωστόσο σήμερα, που ο νόμος αυτός παίρνει μια ψηφιακή χροιά, επιτρέποντας την καλύτερη και πιστότερη εφαρμογή του, σύσσωμη η αριστερά έχει γυρίσει τον κόσμο ανάποδα.
Και ο λόγος είναι προφανής. Και δεν είναι άλλος από τις αλλαγές που φέρνει ο νόμος στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων των συνδικαλιστικών φορέων, στις απεργίες και στις στάσεις εργασίας, καθώς και στο προσωπικό ασφαλείας και στην ελάχιστη εγγυημένη υπηρεσία, κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων των εργαζομένων, ώστε να αποφεύγεται η παράλυση της οικονομίας.
Οι αλλαγές αυτές βρίσκουν αντίθετους τους εργατοπατέρες, που αντιλαμβάνονται ότι τόσο η επερχόμενη διαφάνεια στη λήψη των αποφάσεων, όσο και η προστασία της οικονομίας απέναντι στις αυθαίρετες συνδικαλιστικές πρακτικές, μειώνει τη δύναμη των μεταπολιτευτικών τοτέμ του συνδικαλισμού.
Ποια είναι τα απλά και ορθολογικά θέματα, που λύνει το εργασιακό νομοσχέδιο;
- Τη διαφάνεια και τη μυστικότητα στη λήψη των αποφάσεων για κινητοποιήσεις.
- Τον σεβασμό στο δικαίωμα στην εργασία κατά τη διάρκεια των απεργιών και την μη παρεμπόδιση των εργαζομένων που επιθυμούν να εργαστούν.
- Την κατά το ένα τρίτο (1/3) λειτουργία και παροχή υπηρεσιών των οργανισμών και επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, ώστε να αποφεύγεται ο βασανισμός των πολιτών, η έκθεση τους σε κίνδυνο και η ανατροπή της κανονικότητας στην οικονομία και στην κοινωνία.
Με δυο λόγια, οι συνδικαλιστικοί εκβιασμοί μαζί με τις γραφικές αγωνιστικές γυμναστικές, εις βάρος των πολιτών θα περιοριστούν.
Τι αντιπαραθέτουν οι συνδικαλιστικές παρατάξεις, που έχουν μετατρέψει τα συνέδρια και τα κέντρα λήψης αποφάσεων σε πυγμαχικά ρινγκ και σε αρένες «street fight»;
Υποστηρίζουν ότι η ηλεκτρονική ψηφοφορία, «θέτει ζήτημα πραγματικής διασφάλισης της μυστικότητας της ψηφοφορίας, όπου αυτή είναι υποχρεωτική από το νόμο, όπως στις αποφάσεις για απεργία, δεδομένου ότι η αποστάσεως συμμετοχή στη Γενική Συνέλευση δεν μπορεί να εγγυηθεί την μυστικότητα της ψήφου».
Και ότι «η δυνατότητα εξ αποστάσεως παρουσίας και διενέργειας ηλεκτρονικής ψηφοφορίας υπονομεύει τη ζωντανή διαδικασία και λειτουργία των Γενικών Συνελεύσεων ως συλλογικών οργάνων, όπου συν-διαμορφώνονται ή μπορεί και να μεταβάλλονται γνώμες, μέσα από το ζωντανό διάλογο.
Παραβιάζει την δημοκρατική και ελεύθερη λειτουργία της συνδικαλιστικής οργάνωσης και πλήττει τη συλλογική της αυτονομία που εγγυάται και προστατεύει το Σύνταγμα». Η επιχειρηματολογία περί τεχνοφασισμού, σε όλο της το μεγαλείο. Ο ψηφιακός αναλφαβητισμός στο αποκορύφωμα του.
Το νομοσχέδιο θέτει μια νέα διαδικαστική προϋπόθεση για τη νομιμότητα της απεργίας, σχετικά με την προειδοποίηση προς τον εργοδότη. Στην οποία θα περιλαμβάνονται η ημέρα και η ώρα έναρξης και λήξης της απεργίας, η μορφή αυτής, τα αιτήματα της απεργίας και οι λόγοι που τα θεμελιώνουν.
Οι εργατοπατέρες θεωρούν ότι αυτές οι ρυθμίσεις θέτουν περαιτέρω περιορισμούς, που οδηγούν σε παρεμπόδιση άσκησης του απεργιακού δικαιώματος.
Όσο για την κατά το ένα τρίτο (1/3) λειτουργία και παροχή υπηρεσιών των οργανισμών και επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, με σκοπό να αποφευχθεί η παράλυση της οικονομίας, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες υποστηρίζουν ότι «πρόκειται για ένα μεγάλο ποσοστό κάλυψης αναγκών, που αν προσμετρηθεί και με τις υπηρεσίες των τυχόν μη απεργών, εξουδετερώνει την αποτελεσματικότητα του δικαιώματος απεργίας».
Οι εργατοπατέρες, που πλέον βρίσκονται εντελώς αποκομμένοι από την κοινωνία, τους νέους εργαζόμενους, τους άνεργους και όλους τους συντελεστές της πραγματικής οικονομίας, δεν αντιλαμβάνονται ότι αποτελούν μέρος του «χθες». Ένα «χθες», που το ξεπερνά όχι μόνο η ψηφιακή εποχή, αλλά και οι νέες συνθήκες που διαμορφώνονται στις επιχειρήσεις και στις σχέσεις τους με τους εργαζόμενους.
Δυστυχώς για τα συνδικαλιστικά τοτέμ, τα κουρελιασμένα πανό, οι «τουτούκες» και τα μονότονα παράφωνα συνθήματα, δεν μπορούν να σταθούν, στην Ελλάδα του 2021.