Προϋπολογισμός 2017: Σκανδιναβικοί φόροι με βαλκανικές υπηρεσίες

Προϋπολογισμός 2017: Σκανδιναβικοί φόροι με βαλκανικές υπηρεσίες

Του Γιώργου Μαυρωτά*

Αυτές τις μέρες συζητείται στη Βουλή ο Προϋπολογισμός του 2017. Το πρώτο λάθος με τον Προϋπολογισμό είναι ο τρόπος που συζητείται. Για 5 μέρες περίπου 200 βουλευτές λένε πόσο καλός είναι (αν είναι της συμπολίτευσης) ή πόσο κακός είναι (αν είναι της αντιπολίτευσης). Και το Σάββατο βράδυ υπερψηφίζεται στο σύνολο. Χωρίς ουσιαστικές δυνατότητες παρέμβασης, τροποποίησης, διόρθωσης και γενικά χωρίς δυνατότητες εποικοδομητικού διαλόγου. Και αυτό που θα ψηφιστεί στο τέλος δεν έχει και πολύ σχέση με αυτό που θα εφαρμοστεί, καθότι οι Υπουργοί μπορούν να κάνουν ό,τι ανακατανομές θέλουν στις πιστώσεις.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ παρουσίασε έναν υπεραισιόδοξο προϋπολογισμό με ρυθμό ανάπτυξης 2.7% και πρωτογενές πλεόνασμα 1.8% του ΑΕΠ. Στηρίζεται σε σημαντική αύξηση των φόρων όπου τη μερίδα του λέοντος  έχουν οι έμμεσοι φόροι, οι πιο άδικοι δηλαδή. Υφεσιακός βραχυπρόθεσμα λοιπόν ο προϋπολογισμός, όπως λέει και το γραφείο προϋπολογισμού της Βουλής. Οι πολίτες πληρώνουν (όσοι πληρώνουν) «σκανδιναβικούς» φόρους και απολαμβάνουν «βαλκανικές» υπηρεσίες (μπορεί και αφρικανικές…).

Παρ' όλα αυτά, η εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού (στη σελ. 20) εγκωμιάζει την κυβέρνηση γιατί (α) εξασφαλίσθηκε η ομαλή χρηματοδότηση της οικονομίας, (β) δημιουργήθηκαν θετικές προσδοκίες στην πραγματική οικονομία λόγω πολιτικής σταθερότητας (γ) δημιουργήθηκαν οι αναγκαίες συνθήκες για την επαναφορά από την ΕΚΤ της επιλεξιμότητας των ελληνικών ομολόγων ως ενέχυρο στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (δ) συμφωνήθηκε η παροχή ρευστότητας προς την πραγματική οικονομία μέσω της πληρωμής ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου. Με λίγα λόγια, η κυβέρνηση εμφανίζει ως κατόρθωμα το ότι προσπαθεί να ανατρέψει κάποιες από τις επιπτώσεις της ΔΙΚΗΣ της καταστροφικής διακυβέρνησης το πρώτο εξάμηνο του 2015! Η αξιοπιστία όμως είναι πολύ δύσκολο να ανακτηθεί. Όσο εύκολα φεύγει τόσο δύσκολα επιστρέφει…

Ακόμα και οι κοινωνικές δαπάνες που αποτελούν την αιχμή του δόρατος μιας αριστερής κυβέρνησης με το ζόρι διασώθηκαν ως Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης (760 εκ.€) που δεν είναι άλλο από το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα που μετά βδελυγμίας αποκήρυσσε ο ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση και στους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης ως τάχα νεοφιλελεύθερο μέτρο.

Η κυβέρνηση προσπαθεί απεγνωσμένα να ακυρώσει τις καταστροφές που η ίδια προκάλεσε στην πρώτη θητεία της. Αν όμως μετά τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, κλείσει εγκαίρως και η 2η αξιολόγηση και μπούμε στην ποσοτική χαλάρωση μπορεί να αρχίσει να αλλάζει το κλίμα. Χρειάζεται όμως να μπει η οικονομία πάνω από την μικροπολιτική και η κυβέρνηση να αλλάξει νοοτροπία ως προς την επιχειρηματικότητα και την ιδιωτική πρωτοβουλία. Να μειώσει τη φορολογία, να κάνει μεταρρυθμίσεις ώστε το κράτος να γίνει ένας αποτελεσματικός τοποτηρητής (εκσυγχρονισμός, αξιοκρατία, διαφάνεια κλπ) και τέλος να μην είναι τόσο εχθρική σε ξένες επενδύσεις. Αυτές όμως είναι κοσμοϊστορικές αλλαγές για μια κυβέρνηση που στηρίχτηκε στον λαϊκισμό και αναπαράγει (αντί να καταργεί όπως υποσχέθηκε) τις πελατειακές πρακτικές  του παρελθόντος.

Ο προϋπολογισμός του 2017 είναι πάντως ένα ωραίο ευχολόγιο που οι πιθανότητες να υλοποιηθεί είναι μικρές. Κι αν ακόμα υλοποιηθεί όμως είναι σε λάθος δρόμο. Δεν έχει την αναπτυξιακή πνοή που απαιτείται, δεν έχει την τόλμη που χρειάζεται να τα βάλει με χρόνιες αδράνειες, με τις οποίες όμως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν συγκρούστηκαν. Όσο θα δίνουμε για πέντε πολιτικά γραφεία υπουργών κονδύλια που ισοδυναμούν με τη χρηματοδότηση δύο μεγάλων ερευνητικών τόσο θα βυθιζόμαστε στις λάθος προτεραιότητες. Κι επειδή πολιτική είναι οι προτεραιότητες που βάζεις, το πώς δηλαδή θα κατανείμεις συγκεκριμένους πόρους σε δραστηριότητες ώστε να μεγιστοποιήσεις το όφελος για τη χώρα φοβάμαι ότι και ο Προϋπολογισμός του 2017 λύνει τη λάθος άσκηση: πώς δηλαδή θα μοιράσουμε τη φτώχεια μας αντί για το πώς θα βάλουμε τα θεμέλια για να παράξουμε πλούτο...

*Ο κ. Γιώργος Μαυρωτάς είναι Βουλευτής Αττικής – Το Ποτάμι