Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Δύο τινά έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια που όλοι μπήκαμε για τα καλά στις πλείστες όσες υπηρεσίες του διαδικτύου: (α΄) ψήλωσε ο νους μας και (β΄) ξεβρακώθηκε η ανεπάρκειά μας. Αυτά τα δύο είναι διαμετρικά αντίθετα, είναι το Γιν και το Γιανγκ. Ξεκάθαρα. Κατ' αυτά, αλληλοσυμπληρώνονται κιόλας. Και τα δύο όμως είναι τραγικά. Μπορούν να σε τσακίσουν. Αν και —παραδόξως, ίσως— δεν σε τσακίζουν ποτέ. Και αυτό το τελευταίο είναι το πιο τραγικό από όλα.
Οπωσδήποτε δεν είμαστε αυτοί που νομίζουμε ότι είμαστε όταν κοιτάμε την αυτοεικόνα μας στο Facebook. Δεν είμαστε τόσο όμορφοι, τόσο έξυπνοι, τόσο ετοιμόλογοι, τόσο άριστα ενημερωμένοι ή τόσο μορφωμένοι. Ή τόσο, και τέτοιοι, εραστές των τεχνών, των Γραμμάτων, του αθλητισμού και των καλτ ρευμάτων. Για την ακρίβεια, τείνουμε να είμαστε το αντίστροφο από αυτά. Είμαστε, δε, διαρκώς κατάκαρδα φοβισμένοι ότι ισχύουν τα αντίθετά τους. Ότι υπολειπόμαστε του προτύπου που παρουσιάζουμε στους άλλους — ή και στον εαυτό μας. Το τρέμουμε αυτό. Όπως τρέμουμε και την αποκάλυψη της αλήθειας. Αλλά, με μία κομψή κίνηση αυτοσυντήρησης, προσθέτουμε ένα βέλο στο πρόσωπό μας: όχι για να μη μας βλέπουν τόσο, όσο για να μη βλέπουμε εμείς.
Κανείς πράγματι φτάνει στο σημείο να πιστέψει ότι είναι αυτό που φαίνεται, και αυτό που κατέληξε να παρουσιάζει. Ξέρω πολλούς που το κάνουν. Και ξέρω —κυρίως— και τον εαυτό μου. Όλο αυτό συμβαίνει ανέκαθεν, δεν το ανακαλύψαμε εμείς (τίποτε, ποτέ, δεν θα ανακαλύψουμε εμείς), αλλά παλαιότερα αφορούσε μόνο «υψηλά ισταμένους». Ένας παπάς ή ένας άρχοντας έδειχναν και πίστευαν ότι ήταν κάτι παραπάνω από αυτό που πράγματι ήταν, ως εκ της θέσεώς τους και μόνον. Όχι όμως ένας απλός άνθρωπος. Πριν από έναν-ενάμιση αιώνα πάλι, ο Κριστιάν ντε Νεβιλέτ, με τη φωνή του κρυμμένου Σιρανό, έκανε τη Ρωξάνη να τρέμει από έρωτα και προσμονή. Σήμερα, μπορώ εύκολα να είμαι εγώ ο ίδιος ο Κριστιάν ντε Νεβιλέτ, ή και ο ίδιος ο Σιρανό. Ή και η Ρωξάνη ακόμη-ακόμη. Μπορώ να είμαι τα πάντα. Και καταλήγω, φευ, να πιστέψω ότι πιθανότατα όντως είμαι — ότι είμαι κάτι άλλο από αυτό που μπορώ στ' αλήθεια.
Αυτή η κρυφά υπογεγραμμένη συνθήκη είναι ανασχετική τής όποιας καλής μας προαίρεσης να αναπτυχθούμε. (Εάν βέβαια αυτό, η ανάπτυξη —και όχι η συντήρηση— του εαυτού μας είναι η προϋπόθεση της ζωής). Μέσα στον υπέρογκο πλούτο των πληροφοριών που σαλεύουν κάτω από το ποντίκι μας, ξεχνάμε και αμελούμε να κρατήσουμε στα χέρια μας, να κάνουμε καλά δικές μας, έστω και μια χούφτα από δαύτες. Μένουμε με τη λαχανιασμένη υπόσχεση των πάντων —και με τον Βιτγκενστάιν και με τον Χάιζενμπεργκ, και με τον Πίντσον και με τον Ντέιβιντ Λιντς, και με τον Μποντλέρ και με τον Μπαμπέ— και τελικώς συχνά μένουμε μόνοι.
Το θέμα των ψευδών ταυτοτήτων και της σύγχυσης εαυτού έχει φυσικά υπεραναλυθεί, και δεν είμαι εγώ αυτός που μπορεί να βάλει άλλη μία ψηφίδα στο οικείο βιβλιογραφικό οπλοστάσιο. Για όνομα του καλού Θεού. Τα αναφέρω απλώς όλα αυτά για πολύ προσωπικούς λόγους. Αλλά και για να δώσω —ας μου επιτραπεί— μία συμβουλή: χρειάζεται μεγαλύτερη επένδυση από όλους μας στην εις βάθος ενημέρωση, γιατί η εις βάθος ενημέρωση ενδυναμώνει τον πραγματικό μας εαυτό και μας αποκαλύπτει πετώντας τη φενάκη μας στο έδαφος, κατά τον τρόπο που τον κάνει η συστηματική ανάγνωση της λογοτεχνίας και η σπουδή μίας επιστήμης.
Οι «New York Times», με τα άρθρα, τα editorial και τα δεκάδες εξειδικευμένα newsletters τους, δεν είναι εκεί μόνο για τον Ομπάμα, είναι και για εμάς. Το ίδιο και το «Atlantic», και η «New York Review of Books», και ο «Νew Yorker» και ο «Εconomist» και ο «Guardian», και η «Washington Post», και οι «Sunday Times», το ίδιο και το καθημερινό δελτίο του FACT — για να αναφέρουμε μόνο τα προφανή, την κορυφή του καυτού παγόβουνου των λαμπρών μίντια και των μεγάλων κειμένων. Και μεγαλύτερη επένδυση σημαίνει χρόνος: ένα δίωρο την ημέρα, όχι λιγότερο. Δηλαδή, συρρίκνωση του χρόνου που ξοδεύουμε σε μηδαμινής αξίας πράγματα.
Ξέρω, είναι δύσκολο.
Όμως είπα προηγουμένως πως τα λέω αυτά και «για πολύ προσωπικούς λόγους». Θα αναφέρω δύο. Ο πρώτος είναι ότι έρχονται με ολοένα συχνότητα μέρες κατά τις οποίες αισθάνομαι ανεπαρκής — ολότελα ανεπαρκής. Και πολύ πίσω από μία πυκνή μάζα συναδέλφων μου, που διαθέτουν πολλαπλάσια εμού προσόντα. Σήμερα, όπως θα καταλάβατε, είναι μία από αυτές τις ημέρες. Ο άλλος λόγος έχει να κάνει με την «Τρελή του Σαγιό».
Μικρός, δούλευα σαν κομπάρσος στο θέατρο. Έλαβα λοιπόν μέρος και σε αυτή την παράσταση του ΚΘΒΕ, και μάλιστα για δύο άκρως επιτυχημένες σεζόν. Τον ρόλο της Ορελί κρατούσε η Δέσπω Διαμαντίδου. Εγώ κι ένα τσούρμο άλλοι κάναμε τους φτωχοδιάβολους φίλους της και εμφανιζόμασταν σε κάποιες σκηνές, για μπούγιο. Φορούσα ένα τριμμένο κοστούμι και ένα καπέλο εποχής. Κάποια στιγμή, συνειδητοποίησα ότι έπαιζα κάτι λιγότερο από διακοσμητικό ρόλο — δεν ήμουν παρά ένα έμψυχο κομμάτι του σκηνικού. Και αποφάσισα να το αλλάξω αυτό. Έτσι, στις σκηνές όπου συγκεντρωνόμασταν σε πηγαδάκια και τάχα συζητούσαμε, επέλεξα να κάνω μεγάλες κινήσεις με τα χέρια και μούτες με το πρόσωπο, εκφράζοντας απορία, οργή, σιγουριά κλπ. κλπ., σίγουρος ότι πλούταινα έτσι τη σκηνή, ότι της προσέδιδα βάθος και ότι αξιοποιούσα τις δυνατότητές μου. Και τέλος πάντων, επειδή έτσι θα φαινόμουν καλύτερα.
Το όλον παρατήρησε ένας από τους ηθοποιούς του θιάσου, που κρατούσε έναν μικρό ρόλο. Μία μέρα λοιπόν, πάνω που εγώ σκιαμαχούσα επί σκηνής, σκύβει και μου λέει ψιθυριστά στο αυτί: «Μην κάνεις έτσι. Κάθε μικρή κίνηση εδώ πάνω φαίνεται τεράστια από την πλατεία του θεάτρου».
Προφανώς το βούλωσα και σταμάτησα να κάνω το νευρόσπαστο. Τουλάχιστον για όσο κράτησαν εκείνες οι παραστάσεις.
Αυτό θυμήθηκα σήμερα, και αυτό τελικά ήθελα να πω για τις ψευδείς ταυτότητες και τη σύγχυση εαυτού στα social media.
ΥΓ. Όντας κάθε μέρα στην παράσταση, και «παίζοντας» κι εγώ, δεν είδα ποτέ μου την «Τρελή του Σαγιό». Δεν ξέρω το έργο. Συμπέρασμα: μην είσαι φιγκιράν. Μην προσποιείσαι. Παίξε τον ρόλο σου καλά. Ενημερώσου.