Του Ηλία Πεντάζου*
Η νέα διακυβέρνηση έρχεται με μια σειρά νομοθετημάτων να ασχοληθεί κατά προτεραιότητα με τα προβλήματα που της κληροδότησε η ασυνάρτητη παρέα της τελευταίας τετραετίας (συν όσα φρόντισε να της “φορτώσει” στα τελευταία της...) και σε δεύτερο στάδιο να πάρουν σειρά οι προγραμματικές μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες που έχουν δρομολογηθεί και έχουν καθυστερήσει για χρόνια.
Δυστυχώς, από την κυβέρνηση ΓΑΠ το 2010 και συνεχίζοντας στις επόμενες, με αποκορύφωμα την τελευταία, καμία δεν ανέλαβε καθαρά την “ιδιοκτησία” του μνημονίου της. Αντίθετα άφησαν χώρο στο αντιμνημονιακό μέτωπο μερίδας της ελληνικής κοινωνίας να δαιμονοποιήσει την σημασία των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων που αυτά προέβλεπαν, με αποτέλεσμα να επικρατούν πλέον έντονα συναισθήματα προσκόλλησης “σε ότι ξέρουμε”, και τα οποία τροφοδοτούν άμεσα θιγόμενους συντεχνιακούς μηχανισμούς στο να αντιδρούν και να απορρίπτουν άνευ διαλόγου τις όποιες αλλαγές.
Για αυτό τον λόγο εκφράζουμε την αμφιβολία οτι παρά την ψήφο της κοινωνίας για απαλλαγή από τον Σύριζα, η αποδοχή των μεταρρυθμίσεων δεν θα είναι αυτονόητη, διότι μεταξύ άλλων οι μεταρρυθμιστικές αλλαγές, σε αντίθεση με τις λαϊκίστικες παροχές που δημιουργούν άμεσα πολιτικά οφέλη στους καιροσκόπους ηγέτες, δεν αποδίδουν οφέλη σε άμεσο χρόνο διότι κατά κανόνα ξεπερνούν τα όρια της διακυβέρνησης μιας εκλογικής περιόδου και τα θετικά αποτελέσματα εμφανίζονται καιρό μετά την εφαρμογή τους. Το μειονέκτημα αυτό μεγεθύνεται από το γεγονός ότι οι πολίτες που δεν βλέπουν άμεσο όφελος δεν εκδηλώνουν πρόθεση να τις στηρίξουν ενεργά, ενώ τα συμφέροντα που θίγονται άμεσα - γιατί στερούνται αθέμιτων προνομίων - θα τις υπονομεύσουν ανοιχτά.
Το δυσκολότερο σημείο όμως παραμένει να συγκεραστούν οι ειλικρινείς μεταρρυθμιστικές προσπάθειες της πολιτικής ηγεσίας με την παλιομοδίτικη νοοτροπία των κομματικών μηχανισμών, την οπισθοδρομική κρατική γραφειοκρατία και τους εκπροσώπους του πελατειακού κράτους (π.χ. κλειστά επαγγέλματα, ευγενή ταμεία κλπ.) που από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα νέμονται, νομότυπα η μη υπο την μορφή προνομίων και προσόδων, μεγάλο μέρος του παραγόμενου κοινωνικού προϊόντος. Ένα παράδειγμα, οτι παρά τις απέλπιδες προσπάθειες της τρόικα από την εποχή του πρώτου μνημονίου, ο Κρατικός Προϋπολογισμός συνεχίζει να “επιδοτεί” ακόμη ευγενή ταμεία (ΤΑΠΔΕΗ με 580 εκατ. ως δήθεν απόδοση περιουσίας(!), ΤΑΠΟΤΕ με 40 εκατ. ως δήθεν επιχορήγηση συντάξεων). Και δεν είναι η μόνη αμφιλεγόμενη δαπάνη..
Για να μπει λοιπόν σε εφαρμογή μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα το οποίο θα αποδώσει ίσως και μετά την αποχώρηση από την εξουσία, απαιτείται ισχυρή πολιτική βούληση. Να θυμίσουμε οτι στη Γερμανία από τις μεταρρυθμίσεις της περιβόητης Ατζέντα 2010 που εισήγαγε η κυβέρνηση Σρέντερ, τα οφέλη πιστώθηκαν στην επόμενη κυβέρνηση των Χριστιανοδημοκρατών της Μέρκελ. Στη δε Πορτογαλία, από τις μεταρρυθμίσεις της προηγούμενης κεντροδεξιάς κυβέρνησης κερδίζει πολιτικά η παρούσα κεντροαριστερή κυβέρνηση.
Όσο για τις μεταρρυθμίσεις στη φορολογική πολιτική, αναγκαίες και καλοδεχούμενες μεν για την ελάφρυνση των μεσαίων εισοδηματικών τάξεων, αλλά στο εταιρικό τους σκέλος δεν αρκούν για να προσδώσουν την απαιτούμενη αναπτυξιακή δυναμική σε μία οικονομία χαμηλής ταχύτητας σαν τη δική μας. Ακόμη και στην Ιρλανδία για την προσέλκυση επενδύσεων, λειτούργησαν πολλοί ισοδύναμοι παράγοντες για να βγει από την κρίση, διότι η υψηλή φορολογική επιβάρυνση δεν είναι πια το κυριότερο αντικίνητρο για την πραγματοποίηση επενδύσεων, επειδή σε μια επενδυτική απόφαση περιέχονται πολύ πιο σύνθετα κριτήρια. Παρόλα αυτά μια οικονομία σαν τη δική μας με αδύναμη επιχειρηματικότητα, χαμηλή προστιθέμενη αξία στη μεταποίηση και χαμηλό τεχνολογικό επίπεδο και η οποία περιβάλλεται από χώρες με πολύ ανταγωνιστικούς φορολογικούς συντελεστές, δεν μπορεί να πάει μακριά για πολύ καιρό υπερφορολογούμενη. Και επειδή όλα συνδέονται, η μείωση των φορολογικών συντελεστών (και η συναφής απώλεια εσόδων) θα πρέπει να υποστηριχθεί και από σχετική μείωση των δημοσίων δαπανών (αναφέρθηκε πιο πάνω) ειδικά όταν ισχύει η δέσμευση για υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα.
Τα παραπάνω γράφονται με σκοπό να βοηθήσουν τη δυναμική που φέρνει η νεα διακυβέρνηση. Η αισιοδοξία για την έκβαση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας πρέπει να στηρίζεται και στη πλήρη αντίληψη της πραγματικής κατάστασης. Ενα σοβαρό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα είναι προϊόν ενός καλά δομημένου στρατηγικού σχεδιασμού που θα θέτει συγκριτικά τους δείκτες μέτρησης και απόδοσης των εφαρμοζόμενων σήμερα πολιτικών δίπλα στους δείκτες που έχουν τεθεί ως επιδιωκόμενοι στόχοι.
Είχαμε γράψει και πριν τις εκλογές ότι αυτή η προσπάθεια πρέπει να συνοδεύεται με ένα αφήγημα που θα αφομοιώνεται εύκολα για τη μέση ελληνική οικογένεια π.χ. η μετανάστευση των νέων. Η μεταρρύθμιση του κράτους, η προσέλκυση επενδύσεων, η αξιοκρατία, πρέπει να επικοινωνηθούν πειστικά από την κυβέρνηση ότι είναι πολιτικές ζωτικής σημασίας για να γυρίσουν και να προκόψουν στον τόπο τους οι νέοι που έφυγαν.
* Ο Ηλίας Πεντάζος είναι οικονομολόγος, τ. ΓΓ Υπουργείου Οικονομικών