Υπάρχουν φωνές που ζητούν η διαχείριση των χρημάτων της ευρωπαϊκής οικονομικής ενίσχυσης να γίνει μέσω των γραφειοκρατικών μηχανισμών του Δημοσίου. Τίποτε ασφαλέστερο, εάν επιθυμούμε βεβαίως την κατασπατάληση μεγάλου μέρους των ποσών που θα μας δοθούν εν ριπή οφθαλμού σε αλλότριους σκοπούς και την ίδια στιγμή την απώλεια επίσης μεγάλου μέρους αυτών εξαιτίας της αδυναμίας απορρόφησής τους.
Ο δημοσιολόγος σοσιαλιστής Ζεζ έγραφε κάποτε ότι «όλα τα ελαττώματα της ανθρώπινης φύσης αναπτύσσονται σαν σε ένα θερμοκήπιο κάτω από γραφειοκρατικό καθεστώς: αμέλεια, οκνηρία, απέχθεια προς τις ευθύνες, (...) αδιαφορία προς το κοινό συμφέρον (...) η γραφειοκρατική ενέργεια εκδηλώνεται με υπερβολικές δαπάνες και μικρές αποδόσεις».
Προσοχή, η γραφειοκρατία όταν μυριστεί χρήματα μηχανεύεται τα πάντα για να αυξήσει τις πιστώσεις που τάχα έχει ανάγκη και πριν προλάβεις να πεις «κύμινο» τις έχει καταβροχθίσει και ζητάει καινούργιες.
Ποιοι είναι οι λόγοι της αχαλίνωτης τάσης για σπατάλη της γραφειοκρατίας και παρεμπόδισης της οικονομικής δραστηριότητας; Συνοπτικά θα μπορούσαν να αναφερθούν οι βασικότεροι:
Στην οικονομία της αγοράς μία είναι η κινητήριος δύναμη της ανθρώπινης δραστηριότητας· η επιδίωξη του κέρδους. Ο εξαντλητικός υπολογισμός, με άλλα λόγια, κερδών και ζημιών. Ο σκοπός είναι να προκύπτει κέρδος. Η επίτευξη ή μη του σκοπού αυτού διαπιστώνεται από τη λογιστική μέθοδο, αυτή που ο μεγάλος Γκαίτε ονόμασε «μια από τις λαμπρότερες εφευρέσεις του ανθρώπινου νου». Οι σκοποί, αντιθέτως, της δημόσιας διαχείρισης δεν ελέγχονται με λογιστικές μεθόδους στη βάση του υπολογισμού κερδών και ζημιών. Δεν υπάρχει η παραμικρή συσχέτιση μεταξύ του κόστους λειτουργίας και των εσόδων μιας υπηρεσίας. Αυτή γνωρίζει καλά πώς θα ξοδεύει χρήματα, όχι δυστυχώς πώς θα τα εξοικονομεί.
Απαξ και η γραφειοκρατία ασχοληθεί με οποιοδήποτε θέμα, όπως απέδειξε επί σειρά ετών η σχολή της Δημόσιας Επιλογής, αγκιστρώνεται σε αυτό και αρχίζει αργά αλλά σταθερά να επεκτείνει τις λειτουργίες της εκεί που δεν την έσπειραν, στην πραγματική οικονομία, και να αυξάνει τον αριθμό των υπαλλήλων της. Το ιδιοτελές συμφέρον του δημοσίου υπαλλήλου επιβάλλει τη διαιώνιση των προβλημάτων που καλείται να επιλύσει και όχι βεβαίως την επίλυσή τους. Ο Λουδοβίκος Εϊνάουντι, πρώην πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας, ο μεγαλύτερος ίσως Ιταλός πολιτικός του 20ού αιώνα και διαπρεπές μέλος -μεταξύ άλλων- της Mont Pelerin Society, περιέγραψε την παραπάνω διαπίστωση με επιγραμματικό τρόπο, λέγοντας ότι η γραφειοκρατία «έχει τη μανία να αυξήσει τη σημασία της».
Εάν ανατεθεί στην αμαρτωλή ελληνική γραφειοκρατία η διαχείριση της ενωσιακής οικονομικής υποστήριξης, θα συμβούν με μαθηματική βεβαιότητα τα εξής:
1) Μεγάλο μέρος των χρημάτων για την Ελλάδα δεν θα απορροφηθεί εξαιτίας της τραγικής πολυνομίας, σε συνδυασμό με τη διαχειριστική ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού.
2) Υπό το πρόσχημα της πενιχρής απορροφητικότητας θα οδηγηθούμε σε μεγάλη αύξηση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων.
3) Μεγάλο μέρος των χρημάτων που θα απορροφηθούν θα κατασπαταληθεί σε μισθούς, επιδόματα, ειδικές αποζημιώσεις γραφειοκρατών κ.λπ., στη γνωστή δηλαδή αδηφάγο «μαύρη τρύπα» που εδώ και δεκαετίες καταπίνει τον μόχθο των φορολογουμένων και
4) Στην οικονομία ο μεγάλος κερδισμένος θα είναι το γνωστό κύκλωμα των κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών, που έχει αναπτύξει δεκαετίες τώρα στενές σχέσεις με τη γραφειοκρατία και το πολιτικό σύστημα. Στο τέλος, το πραγματικό όφελος της πραγματικής οικονομίας από την ενίσχυση θα είναι ασήμαντο.
Τι πρέπει λοιπόν να γίνει;
Η λύση είναι απλή, η ελληνική κυβέρνηση να αναθέσει με δημόσιους διεθνείς διαγωνισμούς και με πλήρη διαφάνεια σε ελεγκτικές ή και χρηματοπιστωτικές εταιρείες που διαθέτουν την κατάλληλη τεχνογνωσία σε επίπεδο Ε.Ε. τα δικαιώματα ελέγχου, πιστοποίησης και πληρωμών και του τελευταίου ευρώ της ευρωπαϊκής οικονομικής ενίσχυσης.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο που κυκλοφόρησε 6-7 Ιουνίου