Του Κωνσταντίνου Θ. Λαμπρόπουλου*
Επ' αφορμή της συνάντησης του Έλληνα πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα με τον Αμερικανό Πρόεδρο Donald Trump και της ακόλουθης συμφωνίας για την αναβάθμιση των πολεμικών αεροσκαφών F-16, ύψους 2,4 δισ., η ανάγκη της βελτίωσης της ελληνικής στρατηγικής επιρροής στα κέντρα αποφάσεων της αμερικανικής υπερδύναμης, παραμένει επιτακτική.
Η συγκυρία της επιδείνωσης των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας, καλλιέργησε υψηλές προσδοκίες εκ μέρους της ελληνικής πλευράς, η οποία όμως αρκέστηκε σε τακτικές κινήσεις εντυπωσιασμού, επικοινωνιακού χαρακτήρα, προσμένοντας προφανώς έμπρακτη στήριξη από την Ουάσιγκτον σε μια σειρά ζητημάτων, μολαταύτα έλαβε κατά τα ειωθότα, μία γενικόλογη και ανέξοδη δήλωση περί συμμαχικής και εταιρικής σχέσης των δύο χωρών στο πλαίσιο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.
Το παρόν άρθρο δεν θα αναφερθεί στην αποτίμηση της συμφωνίας για τον ελληνικό αεροπορικό στόλο (βλέπε επ' αυτού, το εξαιρετικό άρθρο του Κων/νου Λουκόπουλου στο liberal), παρά φιλοδοξεί να καταδείξει τις ανεπάρκειες του θεσμικού συστήματος εθνικής ασφάλειας και την λανθασμένη προσέγγιση που ακολουθείται, στο πλαίσιο της άσκησης στρατηγικής επιρροής στην Ουάσιγκτον.
Καταρχάς εξέλειπε για μια ακόμη φορά, η στρατηγική στόχευση και η προώθηση ιεραρχημένων εθνικών προτεραιοτήτων, προϊόν μιας συνεκτικής στρατηγικής προσέγγισης και απόρροια ενός στρατηγικού σχεδιασμού, προσαρμοσμένη στα νέα δεδομένα που αναδύονται στα περιφερειακά συστήματα της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων.
Το θεσμικό σύστημα στρατηγικού σχεδιασμού και διαχείρισης κρίσεων της χώρας, βρίθει από σειρά ατελειών, σημαντικών ελλείψεων και δυσλειτουργιών τόσο σε επίπεδο συντονισμού των κυβερνητικών φορέων όσο και σε επίπεδο παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας, απόρροια της έλλειψης πολιτικής βούλησης, μεταρρυθμιστικής διάθεσης και των παθογενειών της ελληνικής δημόσιας διοίκησης.
Ως εκ τούτου, παρατηρείται διαχρονικά απουσία υιοθέτησης ξεκάθαρης ελληνικής στρατηγικής αναφορικά με τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Πολλές φορές έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο αδυναμίας κατανόησης εκ μέρους των Ελλήνων αξιωματούχων της πολυπλοκότητας, του βάθους και του εύρους που χαρακτηρίζουν τη λήψη αποφάσεων στην Ουάσιγκτον. Οι ασκούντες επιρροή στην Ουάσιγκτον δεν λαμβάνουν συστηματική γνώση των γεωπολιτικών ανησυχιών και θέσεων της ελληνικής πλευράς, συνεπώς η στρατηγική επιρροή της Ελλάδας στην αμερικανική πρωτεύουσα χαρακτηρίζεται ως ιδιαίτερα αναιμική.
Η Ελλάδα χρειάζεται να λαμβάνει ενημέρωση σε πραγματικό χρόνο για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ημερήσια διάταξη που βρίσκεται υπό συζήτηση στην αμερικανική πρωτεύουσα. Οι δυνατότητες της ελληνικής πρεσβείας είναι εξόχως περιορισμένες λόγω εργασιακού φόρτου του διπλωματικού της δικτύου.
Παραδοσιακά η ελληνική κυβέρνηση βασίζεται στην υποστήριξη της ελληνικής ομογένειας και του ελληνοαμερικανικού λόμπι. Παραταύτα, αν και ομολογουμένως εξέχοντα στελέχη του ελληνοαμερικανικού λόμπι έχουν βοηθήσει στην βελτίωση της ελληνική στρατηγικής επιρροής στην Ουάσιγκτον, απαιτείται μια συνολική στρατηγική κατεύθυνση από το κέντρο (την ελληνική κυβέρνηση και το θεσμικό σύστημα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας) που θα ενώνει κατά συνεκτικό τρόπο τους διάφορους φορείς που θα πραγματοποιούσαν μια εξειδικευμένη συνεπή και διαρκή εκστρατεία οικοδόμησης σχέσεων και αναγνωρισιμότητας στα κέντρα αποφάσεων των ΗΠΑ.
Στο πλαίσιο αυτό, η λεγόμενη «βιομηχανία των Ιδεών» δύναται να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο, ενώ καταλυτική συμβολή στην δημιουργία θετικών και εύστοχων μηνυμάτων που θα προωθούν τις ελληνικές θέσεις στο πολιτικό και αμυντικό κατεστημένο των ΗΠΑ (US Political &Security Establishment), θα προσφέρει ένα επαγγελματικό πρόγραμμα πολιτικής επικοινωνίας που θα στοχεύει αφενός στην ενημέρωση της Γερουσίας και του Λευκού Οίκου, καθώς και των επιτροπών για θέματα εξωτερικής πολιτικής και Ενόπλων Δυνάμεων, αφετέρου θα ενεργοποιεί λομπίστες με ξεκάθαρη εικόνα της αμερικανικής βιομηχανίας επιρροής και πρόσβαση στα κέντρα λήψης και έγκρισης αποφάσεων προς επίσημη εφαρμογή.
Ήδη η Ελλάδα έχει καθυστερήσει υπερβολικά να αναδιατάξει το θεσμικό πλαίσιο στρατηγικού σχεδιασμού και διαχείρισης κρίσεων, χάνοντας διαρκώς ευκαιρίες. Επιβάλλεται πλέον να το πράξει, καθώς κινδυνεύει να καταστεί περιθωριοποιημένη πλήρως σ ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο εγγύς και διεθνές περιβάλλον.
* Ο κ. Κωνσταντίνος. Θ. Λαμπρόπουλος είναι Ειδικός Επιστήμονας Άμυνας και Ασφάλειας, Κέντρο Μελετών Ασφάλειας της Γενεύης,Geneva Centre for Security Policy.