Του Μπενουά Ποτιέ*
«Τα πάντα ρει και ουδέν μένει», είπε κάποτε ο αρχαίος φιλόσοφος Ηράκλειτος. Αυτό ισχύει, πέραν πάσης αμφιβολίας, και για την Ευρωπαϊκή Ένωση και για τον ρόλο της Ελλάδας σε αυτήν. Η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να εξελιχθεί προκειμένου να επιβιώσει και να εξακολουθήσει να παρέχει στους πολίτες της τα οφέλη που βρίσκονταν εξαρχής στον πυρήνα της ίδρυσής της. Πριν από έναν χρόνο και κάτι, η ατμόσφαιρα στην Ευρώπη ήταν μάλλον αρνητική και ορισμένοι προέβλεπαν μάλιστα ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα καταρρεύσει. Η ΕΕ βρισκόταν υπό πίεση εκείνη την περίοδο λόγω του απογοητευτικού αποτελέσματος που είχε προκύψει από το δημοψήφισμα για το Brexit, αλλά και της ιδιαίτερα προβεβλημένης ανόδου λαϊκιστικών αντιευρωπαϊκών κινημάτων σε αρκετά κράτη-μέλη της. Το ρεύμα όμως έχει πλέον αντιστραφεί. Οι ολλανδικές εκλογές δεν έφεραν καμία σαρωτική νίκη των λαϊκιστών και τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα διαπραγματεύονται τώρα τον σχηματισμό κυβερνητικού συνασπισμού. Η Γαλλία εξέλεξε τον πρόεδρο Μακρόν, ο οποίος όχι μόνο αποδέχτηκε τη νίκη του στο Παλάτι του Λούβρου υπό τους ήχους του ευρωπαϊκού ύμνου, της «Ωδής στη Χαρά» του Μπετόβεν, αλλά έσπευσε και να υπογραμμίσει την επιθυμία του να συνεργαστεί στενά με τους ηγέτες της ΕΕ, και ειδικά με την καγκελάριο της Γερμανίας, την Άνγκελα Μέρκελ, ώστε να δώσει νέα ώθηση στη διαδικασία ολοκλήρωσης της ΕΕ.
Οι αντιευρωπαϊστές υποψήφιοι πέτυχαν μια καλή επίδοση στις γερμανικές εκλογές, ωστόσο η επιρροή τους παραμένει χαμηλή. Μετά την κοινοποίηση της πρόθεσης του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την ΕΕ, σύμφωνα με το άρθρο 50 της Συνθήκης της ΕΕ, εξάλλου, τα άλλα 27 κράτη-μέλη γρήγορα κατέληξαν σε ομόφωνη απόφαση σχετικά με τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων για το Brexit.
Η κοινή γνώμη στους κόλπους της ΕΕ γίνεται σταδιακά όλο και πιο θετική απέναντι στους θεσμούς της. Τον Απρίλιο του 2017, η έρευνα του Ευρωβαρόμετρου σε όλα τα κράτη της ΕΕ2 αποκάλυψε ότι σχεδόν οι μισοί από τους ερωτηθέντες έχουν την τάση να εμπιστεύονται την Ευρωπαϊκή Ένωση (47%), σημειώνοντας άνοδο 11 ποσοστιαίων μονάδων σε σχέση με το φθινόπωρο του 2016. Σχεδόν έξι στους δέκα ερωτηθέντες (59%) δηλώνουν υπέρ μιας ευρωπαϊκής οικονομικής και νομισματικής ένωσης με ένα και μοναδικό νόμισμα, το ευρώ. Στο εσωτερικό της Ευρωζώνης το επίπεδο υποστήριξης αγγίζει το 72% – το υψηλότερο ποσοστό που έχει σημειωθεί από το 2004.
Ορισμένες πολιτικές της ΕΕ δέχονται, φυσικά, ακόμα κριτική, όπως είναι φυσικό σε μια δημοκρατία. Οι περισσότεροι όμως δείχνουν να κατανοούν τα τεράστια πλεονεκτήματα της εσωτερικής αγοράς και του κοινού συστήματος κανόνων. Οι θεμελιώδεις ελευθερίες διακίνησης αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίου και εργατικού δυναμικού, που έχουν κατοχυρωθεί με τις ευρωπαϊκές Συνθήκες που υπογράφτηκαν από το 1957 και μετά, εξακολουθούν να γνωρίζουν ευρεία αποδοχή στους κόλπους της ΕΕ.
Ταυτόχρονα, η ΕΕ και τα κράτη-μέλη της οφείλουν να βρουν και να εφαρμόσουν από κοινού λύσεις για τις σημαντικές κρίσεις που πλήττουν ολόκληρη την ήπειρο και που καμία χώρα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μόνη. Η ΕΕ θα πρέπει να φροντίσει για τον έλεγχο της μαζικής εισροής μεταναστών, για τη μείωση της ανεργίας των νέων, για την αδιάκοπη μάχη εναντίον της τρομοκρατίας και για την επίτευξη των στόχων της σε σχέση με τον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής. Η βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη με οικονομική και νομισματική σταθερότητα, κατά κύριο λόγο, απαιτεί μια από κοινού προσέγγιση σε ολόκληρη την ΕΕ. Δέκα χρόνια μετά την επέλαση της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων στους κόλπους της ΕΕ πρέπει να συνεχίσει να αποτελεί μόνιμη έγνοια μας.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η ΕΕ θεωρείται φάρος της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ανοιχτής, αγορακεντρικής οικονομίας, που έχει ως αποτέλεσμα την υψηλότερη δυνατή ποιότητα ζωής για τους πολίτες της, αλλά και την ισχυρή προστασία των καταναλωτών, της ιδιωτικότητάς τους και του περιβάλλοντος. Η οικονομία της ΕΕ αναπτύσσεται αυτή τη στιγμή ταχύτερα από εκείνη των ΗΠΑ: το 2016 η Ευρωζώνη παρουσίασε ανάπτυξη της τάξης του 1,7%, ενώ οι ΗΠΑ 1,6%. Η κυβέρνηση Τραμπ εστιάζει στην εσωτερική της ατζέντα και υποστηρίζει δημοσίως μια πολιτική προστατευτισμού. Η ΕΕ έχει αυτή τη στιγμή μια πραγματική ευκαιρία να αναλάβει κεντρικό ρόλο στην παγκόσμια οικονομία, θέτοντας τα στάνταρντ και προσφέροντας υποδειγματική ρύθμιση πολλών ευαίσθητων θεμάτων, την οποία θέλουν και άλλες χώρες να εφαρμόσουν. Πολλές χώρες θα ήθελαν να κλείσουν εμπορικές συμφωνίες με την ΕΕ, οι οποίες να περιλαμβάνουν και την ευθυγράμμιση του ρυθμιστικού πλαισίου. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η –καταρχήν– ολοκλήρωση της μεγαλύτερης συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου που υπογράφηκε ποτέ με την Ιαπωνία. Επίσης, ξεκινάει τώρα η εφαρμογή της Περιεκτικής Οικονομικής και Εμπορικής Συμφωνίας3 με τον Καναδά. Η εσωτερική αγορά της ΕΕ, με τα 500 εκατομμύρια καταναλωτές, παραμένει περιζήτητος εμπορικός εταίρος για όλες τις σημαντικές οικονομίες της υφηλίου.
Αυτή η σχετικά αισιόδοξη εικόνα της κατάστασης στην ΕΕ δεν θα πρέπει ωστόσο να μας αφήνει να εφησυχάσουμε. Πρέπει να προσαρμόσουμε τη λειτουργία της ΕΕ για να είμαστε κατάλληλα εξοπλισμένοι να απαντήσουμε σε οποιαδήποτε νέα πρόκληση από αυτές που, αναπόφευκτα, θα βρούμε μπροστά μας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνωρίζει αυτή την ανάγκη αναστοχασμού στις προοπτικές εξέλιξης της ΕΕ τα επόμενα χρόνια. Σε μια «Λευκή Βίβλο», την άνοιξη του 2017, η Επιτροπή παρέθεσε όλα τα πιθανά σενάρια για το μέλλον της Ευρώπης, προκειμένου να δώσει το έναυσμα για μια ευρεία αλλά και εις βάθος συζήτηση στους κόλπους των κρατών-μελών και μεταξύ των πολιτών τους. Η Κομισιόν πιστεύει ότι η ΕΕ θα μπορούσε να συνεχίσει να πορεύεται με τον τρόπο που το κάνει μέχρι σήμερα, ή να περιοριστεί στην ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς και των οικονομικών της θεμάτων, ή να επιτρέψει σε μικρότερες ομάδες κρατών-μελών να κάνουν περισσότερα πράγματα, ή να επικεντρωθεί στο να ετοιμάσει πιο γρήγορα περισσότερα παραδοτέα σε έναν περιορισμένο αριθμό θεμάτων πολιτικής και να επιστρέψει άλλες περιοχές πολιτικού σχεδιασμού στα κράτη-μέλη της. Το τελευταίο σενάριο μιλάει για μια πιο εκτεταμένη συνεργασία, με τις 27 χώρες να αυξάνουν τις κοινές τους πολιτικές σε νέες θεματικές κατηγορίες.
Η Κομισιόν έχει εκδώσει επίσης μία σειρά από έγγραφα προβληματισμού πάνω σε συγκεκριμένα πεδία πολιτικού σχεδιασμού. Τα έγγραφα αυτά μιλάνε για την κοινωνική διάσταση της Ευρώπης, για την ανάγκη να αξιοποιήσουμε την παγκοσμιοποίηση, για την ενίσχυση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, για το μέλλον της ευρωπαϊκής άμυνας και για το μέλλον των οικονομικών της ΕΕ. Τα έγγραφα αυτά έχουν ως στόχο τους να δώσουν έναυσμα σε καινοτόμους, προοδευτικούς τρόπους σκέψης και περιέχουν ιδέες που θα έπρεπε όλοι να λάβουμε σοβαρά υπόψιν. Πιστεύω ότι θα είναι πολύ σημαντικό τόσο για τους υπεύθυνους πολιτικούς ηγέτες όσο και για την κοινωνία των πολιτών να καταδυθούν σε αυτούς τους προβληματισμούς και να κοινοποιήσουν στην Κομισιόν τα δικά τους προτιμώμενα σχέδια δράσης. Ούτε οι οικονομικοί φορείς ούτε οι ηγέτες μπορούν να αποφύγουν τη συζήτηση αυτή. Θα χρειαστεί να διατυπώσουμε με σαφήνεια τι θέλουμε να επιτύχουμε όλοι μαζί και πώς πρέπει να οργανώσουμε την ΕΕ προκειμένου να κατακτήσουμε τους στόχους μας. Και στη συνέχεια θα χρειαστεί να επικοινωνήσουμε με τους πολίτες με τρόπο διαφανή και σαφή, έτσι ώστε να τους κινητοποιήσουμε και να υποστηρίξουν κι εκείνοι με τη σειρά τους αυτό το σχέδιο δράσης.
Για να ενθαρρυνθεί και να ενισχυθεί η αναδυόμενη βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας της ΕΕ, οι ηγέτες της ΕΕ και οι θεσμοί πρέπει να επικεντρωθούν στην τήρηση και την υλοποίηση των προτεραιοτήτων πολιτικού σχεδιασμού που τέθηκαν στο ξεκίνημα της θητείας αυτής της Κομισιόν. Η Κομισιόν, υπό τη διεύθυνση του Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, κάνει καλά που επικεντρώνει τις προσπάθειές της σε έναν περιορισμένο αριθμό προτεραιοτήτων που θα ωφελήσουν ουσιαστικά και τις επιχειρήσεις και τους πολίτες. Οι επιχειρήσεις είναι εκείνες που δημιουργούν πολύτιμες νέες θέσεις εργασίας, γι' αυτό κι εμείς θα πρέπει να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας προκειμένου να τις ενθαρρύνουμε και να τους δώσουμε έναυσμα να ανθίσουν, να επενδύσουν και να καινοτομήσουν. Στις πολύ βοηθητικές προτεραιότητες της Κομισιόν περιλαμβάνεται και ένα βελτιωμένο πρόγραμμα ρύθμισης και ελέγχου, που θα περιορίσει τόσο τη γραφειοκρατία όσο και τους περιττούς ή παρωχημένους κανονισμούς. Πρέπει να έχουμε το θάρρος να εξετάζουμε κάθε πρόταση ώστε να αξιολογήσουμε τον αντίκτυπο που θα έχει σε επιχειρήσεις και πολίτες, προτού αποφασίσουμε να προχωρήσουμε με αυτήν. Η διεύρυνση καθώς και η εκβάθυνση της εσωτερικής αγοράς, για να επεκταθεί σε νέα πεδία, θα δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για ανάπτυξη και για δημιουργία θέσεων εργασίας στους τομείς δραστηριότητας του μέλλοντος.
Η ενεργειακή ένωση, η ένωση των κεφαλαιαγορών, η Τραπεζική Ένωση και η ενιαία ψηφιακή αγορά πρέπει να οριστικοποιηθούν και να απαιτήσουν την εποικοδομητική συνεργασία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και όλων των κρατών-μελών, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Χρειαζόμαστε ένα σταθερό και αξιόπιστο ρυθμιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι επιχειρήσεις, μεγάλες και μικρές, θα μπορούν να αναπτυχθούν και να απολαύσουν όλα τα πλεονεκτήματα της ευρωπαϊκής αγοράς των 500 εκατομμυρίων δυνητικών πελατών. Η ανάπτυξη, οι θέσεις εργασίας, οι επενδύσεις και η καινοτομία πρέπει να αποτελούν τη μόνιμη έγνοια πίσω από κάθε πολιτική απόφαση κάθε υπεύθυνου ηγέτη.
Η ΕΕ θα πρέπει επίσης να συνεχίσει να υποστηρίζει και να χτίζει την περαιτέρω ανάπτυξη ενός διεθνούς εμπορίου βασισμένου σε κανόνες, έτσι ώστε να εξασφαλίσει ότι η πραγματικότητα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας δεν εκλαμβάνεται ως απειλή και να κάνει σαφή στους πολίτες της ΕΕ τα οφέλη που αυτή τους επιφυλάσσει.
Οι πρόσφατες συμφωνίες με τον Καναδά και τη Σιγκαπούρη, η αρχική συμφωνία με την Ιαπωνία και οι πολλές ακόμα που προετοιμάζονται, με την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, την Κοινή Αγορά του Νότου και άλλες χώρες, εδραιώνουν ξεκάθαρα την ΕΕ ως παγκόσμιο ηγέτη και προτιμώμενο εταίρο σε ό,τι αφορά το δίκαιο, βασιζόμενο σε κανόνες, ελεύθερο εμπόριο. Σχετικό παράδειγμα έχουμε ήδη δει με το κλείσιμο της Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου μεταξύ ΕΕ και Ιαπωνίας4 – της μεγαλύτερης συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου που έχει γίνει ποτέ. Πριν από τις εκλογές των ΗΠΑ, η συμφωνία θεωρούνταν σχεδόν άκυρη πλέον. Με την απόσυρση όμως των ΗΠΑ από την Εταιρική Σχέση του Ειρηνικού και τις γενικότερες εσωστρεφείς διαθέσεις που εκδήλωσε ο πρόεδρος Τραμπ, η Ιαπωνία επεδίωξε να δημιουργήσει οικονομικούς δεσμούς με κάποιον οικονομικό εταίρο παρόμοιας νοοτροπίας με τη δική της. Η Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου ΕΕ-Ιαπωνίας θα καλύψει πάνω από το 1/4 της παγκόσμιας οικονομικής παραγωγής και η Κομισιόν προβλέπει ότι οι εξαγωγές επεξεργασμένων τροφίμων από την ΕΕ μπορούν να παρουσιάσουν αύξηση έως και 180%, ενώ οι εξαγωγές χημικών μπορούν να αυξηθούν κατά περισσότερο από 20%.
Οι Ευρωπαίοι δεν θέλουν άγριες, ανεξέλεγκτες μάχες σε θέματα παγκόσμιου εμπορίου. Θέλουμε ένα αξιόπιστο σύστημα που να δημιουργεί ισότιμες συνθήκες για τους εμπορικούς εταίρους, έτσι ώστε να απολαμβάνουν όλοι τα οφέλη που προκύπτουν. Η προσέγγιση της ΕΕ στην κοινή πολιτική εμπορίου μάς δίνει τη μόχλευση ακριβώς που χρειαζόμαστε για να κλείνουμε τέτοιες επωφελείς συμφωνίες. Ξέρω ότι τα γεγονότα της καθημερινότητας μπορούν να αποσπάσουν την προσοχή μας από τους θεμελιώδεις μακροπρόθεσμους στόχους μας. Ας μην πέσουμε όμως στην παγίδα αυτή. Ας κρατήσουμε την πυξίδα μας σταθερά προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης και της δημιουργίας θέσεων εργασίας. Η ΕΕ έχει ήδη απολαύσει 21 μήνες υψηλότερης οικονομικής ανάπτυξης από τις ΗΠΑ. Οφείλουμε να διατηρήσουμε αυτή τη δυναμική και να μην την αφήσουμε ξανά να μας ξεφύγει.
Τα προβλήματα και οι δυσκολίες της Ελλάδας είναι προβλήματα και δυσκολίες και της ΕΕ ταυτόχρονα. Οι απαραίτητες πολιτικές αποφάσεις σε θέματα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μπορεί να είναι δύσκολες και επώδυνες πολλές φορές, όμως η πρόοδος είναι ενθαρρυντική: η Ελλάδα έχει βγει από τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος και έχει πλέον ξανά την (περιορισμένη) δυνατότητα να παίρνει δάνεια στις χρηματαγορές. Η Ελλάδα δεν βγήκε ποτέ ούτε από την ΕΕ ούτε από το ευρώ, καθώς οι πολίτες της, με θάρρος και υπερηφάνεια, αισθάνονται ότι ανήκουν στο κοινό πεπρωμένο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι φωνές που κάποτε άφηναν να εννοηθεί ότι η Ελλάδα δεν ανήκει στην ΕΕ έχουν πλέον σωπάσει.
Ως μέλος της Ευρωζώνης, η Ελλάδα θα βρίσκεται πάντα στην καρδιά της ευρωπαϊκής ανάπτυξης και της λήψης αποφάσεων. Κι αυτός είναι ένας ρόλος που δεν πρέπει να υποτιμήσει κανείς, όπως δεν πρέπει να υποτιμήσει και τις ευθύνες που τον συνοδεύουν: οι χώρες που συνδέονται από την οικειοθελή επιθυμία τους να μοιραστούν το ίδιο νόμισμα αναλαμβάνουν να διαχειριστούν τη μοίρα τους από κοινού. Η φωνή της Ελλάδας θα ακουστεί ακόμα πιο καθαρά στο ευρωπαϊκό τραπέζι, αν η Ελλάδα εξακολουθήσει να βελτιώνει την οικονομική της κατάσταση και εξασφαλίσει ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχει δεσμευτεί να κάνει θα υλοποιηθούν πλήρως. Αυτό θα ενισχύσει την πίστη των πολιτικών και οικονομικών εταίρων στο μέλλον της χώρας και θα ενδυναμώσει την εμπιστοσύνη που απαιτείται για την προσέλκυση επενδύσεων. Για να ολοκληρωθεί, όμως, με επιτυχία μια μεταρρύθμιση, απαιτείται καθημερινή εστιασμένη φροντίδα για την εφαρμογή των αποφάσεων που έχουν ληφθεί.
Η πίστη του ελληνικού λαού στην ιδέα της ενοποιημένης Ευρώπης δεν έχει ελαττωθεί. Οι Έλληνες ηγέτες (πολιτικοί και οικονομικοί) θα πρέπει να συνεχίσουν να ενισχύουν αυτή την αξιοπιστία, υιοθετώντας με τη μέγιστη αποφασιστικότητα πολιτικές που θα επιτρέψουν στις επιχειρήσεις να δημιουργήσουν ανάπτυξη και νέες θέσεις εργασίας προς όφελος του ελληνικού λαού.
Εν μέσω όλων αυτών, θα πρέπει και να προσπαθήσουμε να φέρουμε τις αλλαγές πολιτικής που θα δημιουργήσουν οικονομική ανάπτυξη, νέες θέσεις εργασίας και τις βελτιώσεις που εύλογα προσδοκούν οι πολίτες στην ποιότητα της ζωής τους.
Πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι οι απειλές για την ενότητα της ΕΕ παραμένουν. Αντιευρωπαϊκά συναισθήματα ακόμα εκφράζονται με ένταση από σημαντικές ομάδες σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης, και αυτό πιθανότατα δεν θα αλλάξει μέσα στα επόμενα χρόνια. Οι ηγετικές προσωπικότητες των χωρών μας θα πρέπει να έχουν το θάρρος να επαινούν με πάθος τα τεράστια επιτεύγματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και δεν θα πρέπει ποτέ να αποφεύγουν τις μεταρρυθμίσεις, αν θέλουν να είναι προετοιμασμένοι για το μέλλον.
Όλα μπορούν να βελτιωθούν, πάντα. Ο αναστοχασμός επάνω στα διάφορα σενάρια για το μέλλον της ΕΕ και τις απαιτούμενες αλλαγές σε επίπεδο πολιτικού σχεδιασμού είναι ήδη μια πραγματικότητα, στην οποία θα πρέπει όλοι να συμβάλουμε ενεργά. Από τη στιγμή που θα έχουμε στα χέρια μας μία σαφή εικόνα της πορείας που θέλουμε να ακολουθήσουμε, θα πρέπει να τη θέσουμε και σε εφαρμογή. Το κλειδί για να αποκτήσουμε την απαραίτητη εμπιστοσύνη εκ μέρους της κοινής γνώμης και των εταίρων μας είναι η ειλικρινής, ανοιχτή, διαφανής και με πάθος επικοινωνία. Το να πειστούν οι πολίτες για τα όσα πρέπει να γίνουν προκειμένου να έρθει η ανάπτυξη και να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας δεν είναι δουλειά μόνο των πολιτικών. Είναι δουλειά όλων μας, είτε είμαστε ηγέτες στον χώρο των επιχειρήσεων, είτε στον χώρο της πολιτικής, είτε στην κοινωνία των πολιτών, γιατί, πράγματι, τα πάντα ρει και ουδέν μένει.
*Ο Μπενουά Ποτιέ είναι πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Στρογγυλής Τράπεζας Βιομηχάνων (ERT)
** Το άρθρο αποτελεί αποκλειστική αναδημοσίευση του κειμένου του Μπενουά Ποτιέ που δημοσιεύεται στη νέα έκδοση της διαΝΕΟσις «Η επόμενη Ευρώπη», διαθέσιμη στα βιβλιοπωλεία