Η προεκλογική Αθήνα δεν μπορεί και δεν πρέπει να δεσμεύσει μια μελλοντική κυβέρνηση με «λύσεις» που θα αντανακλούν τις αδυναμίες της σημερινής περιόδου, τόσο τις δομικές όσο και του ίδιου του πολιτικού προσωπικού, τονίζει στο Liberal.gr, ο Κώστας Λάβδας, προσθέτοντας ότι σε κάθε περίπτωση δεν θα διαθέτει εσωτερική νομιμοποίηση.
Σχολιάζοντας τη χθεσινή συνάντηση Τσίπρα - Ερντογάν και τα όσα ειπώθηκαν δημόσια, ο καθηγητής του Παντείου, επισημαίνει με νόημα ότι «δεν είναι καθόλου σαφές τι ακριβώς έκτισαν, ώστε να γίνουν μελλοντικά ιστορικά βήματα», όπως είπε στη συνέντευξη Τύπου ο Πρωθυπουργός.
Τέτοιου τύπου συναντήσεις απαιτούν διεξοδική προετοιμασία και συνεννόηση σε κορυφαίο επίπεδο, σημειώνει ο κ. Λάβδας, αλλά επειδή κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, όπως λέει, είναι προτιμότερες οι εκκρεμότητες.
Η εντύπωση που ο ίδιος σχημάτισε από τα όσα ειπώθηκαν δημοσίως, «ήταν ενός Έλληνα πρωθυπουργού που ελπίζει να αποφύγει οδυνηρές εντάσεις το επόμενο διάστημα και ενός Τούρκου προέδρου που βήμα-βήμα αλλά πολύ σταθερά επανατοποθετεί, παγιώνει και επεκτείνει τις θέσεις του».
Και εξηγεί ότι η Τουρκία εξακολουθεί να επιθυμεί μια εφ'όλης διαπραγμάτευση, μέσω της οποίας θα οδηγηθούμε σε συμφωνίες-πακέτα που θα συμπεριλαμβάνουν θέματα που υφίστανται καθώς επίσης και θέματα που για εμάς δεν υφίστανται. «Ο οδικός χάρτης επίλυσης προβλημάτων που προτείνει ο κ. Ερντογάν αποτελεί παραλλαγή σε αυτό το θέμα», όπως λέει χαρακτηριστικά.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
- Στη διάρκεια της χθεσινής συνέντευξης Τύπου, ο Πρωθυπουργός είπε ότι βάλαμε τα θεμέλια ώστε να κτίσουμε. Εκτιμάτε ότι μπορεί να μπήκαν στο τραπέζι της 2ωρης συνάντησης τα πάντα; Το ρωτώ γιατί ο Ερντογάν μίλησε για ένα οδικό χάρτη επίλυσης προβλημάτων...
Η Τουρκία εξακολουθεί να επιθυμεί μια εφ'όλης διαπραγμάτευση, μέσω της οποίας θα οδηγηθούμε σε συμφωνίες-πακέτα που θα συμπεριλαμβάνουν θέματα που υφίστανται καθώς επίσης και θέματα που για εμάς δεν υφίστανται. Ο οδικός χάρτης επίλυσης προβλημάτων που προτείνει ο κ. Ερντογάν αποτελεί παραλλαγή σε αυτό το θέμα.
Στη δημοσιότητα, ο κ. Τσίπρας, πέρα από θέματα όπως το μεταναστευτικό και το ενεργειακό, ανέφερε συγκεκριμένα ως προς τα ελληνοτουρκικά την υφαλοκρηπίδα και το Κυπριακό. Στη δημοσιότητα, ο κ. Ερντογάν ανέπτυξε μια βεντάλια θεμάτων, από τη Θράκη μέχρι τους 8 στρατιωτικούς, μαζί με ένα απροκάλυπτο «παζάρι» Σχολής της Χάλκης με μουφτήδες της Θράκης. Δεν είναι καθόλου σαφές τι ακριβώς «έκτισαν», ώστε να γίνουν «μελλοντικά ιστορικά βήματα» όπως είπε ο κ. Τσίπρας.
Πάρτε π.χ. το Κυπριακό. Για την Κύπρο, τα θέματα της ασφάλειας, των στρατευμάτων και των εγγυήσεων είναι κρίσιμα για την λύση του Κυπριακού. Είναι σαφής η θέση της ελληνοκυπριακής πλευράς ότι η συνέχιση καθεστώτος εγγυήσεων και επεμβατικών δικαιωμάτων τρίτων είναι απαράδεκτη και ισοδυναμεί με θεώρηση της Κύπρου ως κράτους υπό κηδεμονία. Ενώ η Ελλάδα και η Βρετανία το αντιλαμβάνονται αυτό, η Τουρκία υποστηρίζει ότι η τουρκοκυπριακή κοινότητα θα εξακολουθεί να χρειάζεται εγγυήσεις εκτός της νήσου σε περίπτωση επίλυσης.
Εφόσον, λοιπόν, για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και λοιπών υποστηρικτών είναι πλέον σαφές, έστω με μεγάλη καθυστέρηση, ότι το ευρωατλαντικό γεωπολιτικό πλαίσιο δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση, ας κατάφερναν αντί να ανοίξουν την πόρτα του ΝΑΤΟ μόνο στα Σκόπια, με την μεγάλη τουρκική επιρροή, να την ανοίξουν και στην Κύπρο.
Το έχουμε ξαναπεί: αντί να τίθεται από ορισμένους το νεφελώδες θέμα πιθανών εγγυήσεων του ΝΑΤΟ, για τις οποίες άλλωστε η Συμμαχία δεν είναι αρμόδια, ας κτίσουμε πιο φιλόδοξα επάνω στο αίτημα ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Νατοϊκό Πρόγραμμα για το Συνεταιρισμό για την Ειρήνη (ΣγΕ), το οποίο είχε συζητήσει ο πρόεδρος Αναστασιάδης και το οποίο υποτίθεται ότι αποτελεί προτεραιότητα της κυπριακής αμυντικής πολιτικής.
Αυτό για παράδειγμα θα άλλαζε κάποια δεδομένα και υπέρ ημών, εφόσον – κακώς – εισήλθαμε σε φάση βιαστικών «λύσεων». Αλλά βεβαίως η Άγκυρα, που έχει δικαίωμα αρνησικυρίας, δεν θα το επέτρεπε χωρίς «λύση» του Κυπριακού. Αντίθετα, η προβληματική για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα Συμφωνία των Πρεσπών, αλλάζει μόνο τα δεδομένα προς όφελος της ΠΓΔΜ αλλά και της Τουρκίας και της Αλβανίας ως δρώντων στην περιοχή.
- Τι να περιμένουμε επομένως από την επίσκεψη του Πρωθυπουργού στη Τουρκία; Υπάρχουν αυτή τη στιγμή οι προϋποθέσεις, και έχει γίνει προεργασία για ένα πλαίσιο επίλυσης των δύσκολων ζητημάτων στα ελληνοτουρκικά;
Καταρχήν να ξεκαθαρίσουμε ότι οι κοινοτοπίες που λέγονται και γράφονται για τη χρησιμότητα των συχνών επαφών δεν μπορούν να αφορούν το επίπεδο αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων. Επαφές βεβαίως χρειάζονται, αλλά σε χαμηλότερα επίπεδα.
Οι επαφές τόσο υψηλού επιπέδου κάνουν κακό στην περίπτωση μας για δυο λόγους, ένα γενικό και έναν περισσότερο εξειδικευμένο. Ο γενικός λόγος αναφέρεται στην ανάγκη διεξοδικής προετοιμασίας πριν τις συναντήσεις υψηλού επιπέδου και την ωρίμανση μιας αντίληψης ότι έχουμε κατακτήσει μια πιθανή κορυφή συνεννόησης, ένα σημείο για πιθανή μετάβαση των σχέσεων σε ένα ανώτερο επίπεδο. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, οπότε οι εκκρεμότητες είναι προτιμότερες.
Ο ειδικότερος λόγος αναφέρεται στο ζήτημα της στρατηγικής. Για την Ελλάδα κρίσιμο είναι να αναπτύξουμε μια στρατηγική αποτροπής σε πολλά επίπεδα και να αποφύγουμε τις σπασμωδικές αντιδράσεις. Δεν πρέπει να αντιδρούμε αλλά να δρούμε όταν συμφέρει εμάς και εξυπηρετεί τη στρατηγική μας. Επισκέψεις όπως αυτή στην πραγματικότητα αποτελούν επεισόδια δυνητικής επιτάχυνσης εξελίξεων, δυνητικής πρόκλησης νέων εξελίξεων και διαμόρφωσης νέων δεδομένων.
- Σας φοβίζει το ενδεχόμενο η πλευρά Ερντογάν να έθεσε, κατά τις κατ'' ιδίαν συνομιλίες, θέματα που θα φέρουν την Ελλάδα σε δύσκολη θέση;
Αυτό είναι όντως ανησυχητικό, εκτός εάν έχει πλέον κανείς υιοθετήσει μια εντελώς εξωπραγματική προσέγγιση.
Η επίσκεψη του προέδρου Ερντογάν στην Αθήνα τον Δεκέμβριο 2017 αποτελεί κακό προηγούμενο από άποψη τόσο σχεδιασμού όσο και αποτελεσμάτων. Ο Ερντογάν έθεσε θέμα «επικαιροποίησης» της Συνθήκης της Λωζάνης μπροστά τον πρόεδρο της ελληνικής δημοκρατίας. Και μάλιστα το έπραξε στο πλαίσιο μιας επίσκεψης που, θυμίζω, του προσέφερε ένα βήμα εντός του ΝΑΤΟ και της ΕΕ σε μια στιγμή κατά την οποία η Τουρκία βίωνε απομόνωση από τη Δύση. Για εμένα, λοιπόν, το ερώτημα είναι: η Ελλάδα τι κέρδισε; Απολύτως τίποτε.
Βλέπουμε συνεχώς την επιβεβαίωση των συνεπειών του μονομερούς ιδεολογικού, συμβολικού, στρατηγικού και τελικά εθνικού αφοπλισμού για τον οποίο έχω μιλήσει πολύ συχνά στο παρελθόν. Πρέπει να εγκαταλείψουμε οριστικά και συνειδητά το εκκρεμές που κινείται από την υποχωρητική παθητικότητα ( που δεν μας αφήνει ούτε να ενδιαφερθούμε για τα δικαιώματα της εθνικής μειονότητας στην Αλβανία) προς τις προτάσεις περί επιθετικής πολιτικής (που περιλαμβάνουν και πομφόλυγες περί πρώτου πλήγματος) και πάλι πίσω.
Χρειαζόμαστε ψύχραιμη στρατηγική με μακροπρόθεσμο ορίζοντα αποτροπής, όχι σπασμωδικές αντιδράσεις διανθισμένες από πρωτοβουλίες επικοινωνιακού τύπου.
- Από την άλλη πλευρά, η κίνηση της Άγκυρας να επικηρύξει τους 8 στρατιωτικούς που έχουν λάβει άσυλο στην Ελλάδα, την ημέρα της επίσκεψης Τσίπρα στη Τουρκία, δεν υπονόμευσε την επίσκεψη;
Η κίνηση της Άγκυρας δεν υπονόμευσε την επίσκεψη, την τοποθέτησε με ωμό αλλά σαφή τρόπο στο πλαίσιο που επιθυμεί η Τουρκία. Το πλαίσιο αυτό είναι γνωστό και δεν θα πρέπει να εκπλήσσει κανένα. Το ζήτημα είναι η Αθήνα τι θεωρεί ότι πέτυχε, εκτός ίσως από μια εντελώς περιστασιακή εκτόνωση της σίγουρα συνεχιζόμενης έντασης.
- Τελικά πιστεύετε ότι η επίσκεψη Τσίπρα εξυπηρετεί περισσότερο επικοινωνιακές ανάγκες όπως το να πέσουν κάπως οι τόνοι στις διμερείς σχέσεις;
Είναι λογικό η κυβέρνηση Τσίπρα να επιθυμεί ηρεμία στην προεκλογική περίοδο. Το ζήτημα όμως είναι ότι αφενός η κυβέρνηση Ερντογάν δεν έχει λόγο να επιθυμεί το ίδιο και αφετέρου ότι εάν παραχωρήσει στην Αθήνα μια ήρεμη προεκλογική περίοδο, θα ζητήσει ανταλλάγματα.
Νομίζω όμως ότι η νέα συνάντηση Τσίπρα – Ερντογάν ούτε επικοινωνιακά δεν απέφερε οφέλη. Η εντύπωση που έμεινε ήταν ενός Έλληνα πρωθυπουργού που ελπίζει να αποφύγει οδυνηρές εντάσεις τους επόμενους μήνες και ενός Τούρκου προέδρου που βήμα-βήμα αλλά πολύ σταθερά επανατοποθετεί, παγιώνει και επεκτείνει τις θέσεις του.
- Είναι σε θέση ένας Πρωθυπουργός που στηρίζεται σε έξι βουλευτές από άλλα κόμματα, και ενώ η χώρα οδεύει προς τις εκλογές, να διαπραγματευθεί τα ελληνοτουρκικά;
Η προεκλογική Αθήνα δεν μπορεί και δεν πρέπει να δεσμεύσει μια μελλοντική κυβέρνηση με «λύσεις» που θα αντανακλούν τις αδυναμίες της σημερινής περιόδου. Αδυναμίες δομικές, οικονομικές, συγκυριακές αλλά και του βεληνεκούς του πολιτικού προσωπικού.
Σε κάθε περίπτωση, δεν θα διαθέτει εσωτερική νομιμοποίηση. Η δε εξωτερική νομιμοποίηση, για την οποίοι κάποιοι προσπαθούν με έωλα επιχειρήματα να πείσουν ότι επαρκεί, στην πραγματικότητα εκφράζει κάτι πολύ διαφορετικό. Εκφράζει την ανάγκη δικαιολόγησης της ευθυγράμμισης μιας κυβέρνησης με την μηχανική προσαρμογή στα εξωτερικά ερεθίσματα ή απλώς με τα κελεύσματα των κατά περίπτωση ισχυρών. Γι' αυτό εκτός από παραπλανητική είναι συνήθως και βραχύβια. Αυτό την καθιστά ιδιαίτερα επικίνδυνη και ως δικαιολόγηση και, ακόμη περισσότερο, ως κίνητρο.
* Ο κ. Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στο London School of Economics και Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.