Πριν λίγο καιρό, η κυρίαρχη εκτίμηση σε πολλές χώρες του κόσμου, ειδικά τις πιο αναπτυγμένες, ήταν ότι το τέλος της πανδημίας πλησιάζει, ότι σύντομα θα αποτελεί μια θλιβερή ανάμνηση και η ανθρωπότητα θα εισέλθει αισιόδοξα σε μια νέα περίοδο αναδημιουργίας, οπλισμένη με σημαντικές εμπειρίες για το μέλλον.
Όμως το τελευταίο διάστημα, αυτή η αισιοδοξία τείνει να δώσει τη θέση της σε μια σοβαρή ανησυχία, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι πολλοί άνθρωποι σε χώρες χαμηλών, αλλά και μεσαίων εισοδημάτων, δεν εμβολιάζονται. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε επικίνδυνες μεταλλάξεις του ιού, με τελευταία και πιο επικίνδυνη από αυτές, την ονομαζόμενη «Δέλτα».
Η παγκοσμιοποίηση, που οδήγησε κυριολεκτικά στη δημιουργία του πλανητικού μας χωριού, σπέρνει αυτές τις μεταλλάξεις με καταπληκτική ταχύτητα σε όλο τον κόσμο, μια εξέλιξη που κινδυνεύει να ανατρέψει όλα όσα η ανθρωπότητα πέτυχε μέχρι σήμερα, στην αντιμετώπιση αυτού του εφιάλτη.
Η Ελλάδα, δεν μπορεί και δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη από αυτή την εξέλιξη. Το ερώτημα είναι «και τώρα τι κάνουμε;». Και, μάλιστα, όσο ακόμα έχουμε καιρό, πριν το τέταρτο και ίσως πιο φονικό κύμα ξεσπάσει.
Η πρώτη εντύπωση είναι ότι η κυβέρνηση, μετά τον πρώτο αιφνιδιασμό από αυτή την εξέλιξη, αναζητά ένα σχέδιο αντιμετώπισης του φαινομένου. Μέχρι αυτή τη στιγμή, οι ενέργειές της δείχνουν ότι δεν διαθέτει συνολικό σχέδιο. Προχωράει αποσπασματικά, ενώ η αντιπολίτευση συνεχίζει να επενδύει σε μια καταστροφική αποτυχία της αντιμετώπισης της πανδημίας, παραγνωρίζοντας ότι η στάση της αυτή αποδοκιμάζεται έντονα από τους πολίτες.
Το εθνικό σχέδιο μπροστά στη νέα κατάσταση, οφείλει να είναι πολυδιάστατο. Με δεδομένο ότι το μοναδικό όπλο απέναντι στην πανδημία είναι ο εμβολιασμός, χρειαζόμαστε σαφή ανάλυση και εκτίμηση για τις επιμέρους κοινωνικές ομάδες που αρνούνται να εμβολιαστούν.
Στη συνέχεια, πρέπει να εκτιμηθεί ποιοι είναι οι παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν προς την κατεύθυνση του εμβολιασμού κάθε ομάδα ξεχωριστά, ώστε αυτοί οι παράγοντες να ενεργοποιηθούν επιθετικά και όχι γραφειοκρατικά στο ζήτημα αυτό.
Είναι, επίσης, ανάγκη, να υπάρξει ξεχωριστή ανάλυση τοπικά, τι είναι αυτό που σε κάποιες περιοχές της χώρας κρατάει το ποσοστό των εμβολιασμένων πολύ χαμηλά, πράγμα που επιβάλει, με τη συνέργεια των τοπικών υγειονομικών και κοινωνικών παραγόντων, όπως η αυτοδιοίκηση, την εκπόνηση ενός τοπικού σχεδίου.
Ο ρόλος της Εκκλησίας στο ζήτημα αυτό, αναδεικνύεται εκ των πραγμάτων σημαντικός. Η Εκκλησία οφείλει να αναλάβει τον ηγετικό ρόλο που τής αρμόζει στην προσπάθεια της χώρας να αντιμετωπίσει τη νέα καταιγίδα, γιατί αρκετοί από αυτούς που αρνούνται να εμβολιασθούν, μπορούν να επηρεασθούν θετικά από τους Μητροπολίτες και τους Ιερείς. Χρειάζονται όμως, πιο δυναμική την παρουσία τους. Όπως επιβάλλεται και άμεση περιθωριοποίηση όλων εκείνων των Ιερέων που κηρύττουν από άμβωνος κάθε Κυριακή, την άρνηση του εμβολιασμού.
Η Ιεραρχία, ίσως έχει πολλά δίκια όταν δηλώνει έτοιμη να αγωνιστεί εναντίον των δασικών χαρτών που, κατά τη δήλωσή της, τής αφαιρούν σημαντικό μέρος της περιουσίας της, αλλά αυτή τη στιγμή οι Έλληνες περιμένουν να την δουν να αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαφύλαξη της υγείας και της ζωής τους. Άλλωστε, στο θέμα των δασικών χαρτών, στην ίδια κατάσταση με την Εκκλησία, βρίσκονται και εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες.
Στη μάχη της πειθούς πρέπει να βρεθούν και τα στελέχη της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, οι Φαρμακοποιοί, οι εργαζόμενοι στο πρόγραμμα «Βοήθεια στο σπίτι». Χρειαζόμαστε άμεσα χιλιάδες σημεία διαρκούς ενημέρωσης και προπαγάνδας υπέρ του εμβολιασμού, που όμως θα υπηρετούν ένα εθνικό σχέδιο που τα περιλαμβάνει.
Στο ζήτημα της ανάγκης των εμβολιασμών, διαμορφώνεται ένα σαφές πλειοψηφικό ρεύμα στην κοινωνία. Ρεύμα, που έχει πιο προωθημένες απόψεις από τις κυβερνητικές, γι’ αυτά που πρέπει να γίνουν. Το Συμβούλιο της Επικρατείας άνοιξε το δρόμο για τη λήψη του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού για όλους εκείνους που εργάζονται σε θέσεις σημαντικές για τη λειτουργία της χώρας και της κοινωνίας.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης και κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ, συνεχίζουν να συμπεριφέρονται υποκριτικά. Όποια μέτρα και να εξαγγείλει η κυβέρνηση, βρίσκονται απέναντι, αλλά έτσι για ξεκάρφωμα, βγάζουν και κάποια ανακοίνωση υπέρ του εμβολιασμού. Προτιμούν να χαϊδεύουν με τον τρόπο τους το αντιεμβολιαστικό κίνημα, ξεχνώντας ότι δεν βρισκόμαστε στην εποχή των «αγανακτισμένων», αλλά σε στιγμές που η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας, τις αντιλαμβάνεται ως κρίσιμες.
Στην πραγματικότητα, συνεχίζουν να αρνούνται την επαφή με το πλειοψηφικό κοινωνικό ρεύμα, ενώ είχαν και ακόμα έχουν μια ευκαιρία, αναλαμβάνοντας σημαντικό ρόλο στην εκστρατεία για τους εμβολιασμούς, να αποκαταστήσουν την τραυματισμένη σχέση τους με τον κόσμο. Δεν το κάνουν και μετά τούς φταίνε οι δημοσκοπήσεις.
Θα είναι καταστροφικό, εάν Κυβέρνηση, Κόμματα, Εκκλησία και Κοινωνία, θεωρήσουν ότι το καλοκαίρι με τη ραστώνη και την ανεμελιά του, είναι περίοδος εφησυχασμού. Το καλοκαίρι είναι ο χρόνος που μας επιτρέπει να οχυρωθούμε απέναντι στη νέα επέλαση του ιού. Είναι ο χρόνος που ή θα προστατεύσουμε όσα πετύχαμε ή μας περιμένουν για άλλη μια φορά σοβαρές περιπέτειες.