Το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα συζητάμε αν έχει το Κράτος το μονοπώλιο της βίας σημαίνει ότι δεν συζητάμε το θέμα αρκετά και δεν το συζητάμε και σωστά. Όχι, η άποψη που θέλει τους Έλληνες στην πλειοψηφία τους να ενστερνίζονται τη βία δεν βασίζεται σε κανένα ερευνητικό ή άλλο δεδομένο και το ότι η πολιτική βία ταυτίζεται με άλλες μορφές εκδήλωσης έντασης οικογενειακής ή κοινωνικής, δείχνει άγνοια για το φαινόμενο, όταν δεν γίνεται εκ του πονηρού.
Μέχρι σήμερα συζητάμε για τη βία μόνο με αφορμή τα σόου του Κουφοντίνα ή άλλων καταδικασμένων για τρομοκρατία ή με αφορμή κάποια νομοθετική πρωτοβουλία των κυβερνήσεων. Και όταν ο δημόσιος διάλογος ξεκινάει με τέτοιες αφορμές τα όρια του είναι εκ των προτέρων γνωστά καθώς πνίγεται στην πολιτική αντιπαράθεση, τις προκαταλήψεις και την ιδεοληψία όλων των πλευρών.
Η συζήτηση για την πολιτική βία πρέπει να ξεκινήσει και να γίνει οργανωμένα και στα σοβαρά και να συμμετέχουν σε αυτή όλα τα κόμματα. Μια καλή ιδέα είναι την όλη διαδικασία να την αναλάβει η Βουλή με κάποια αφορμή.
Μιας και η φετινή Εθνική Ημέρα Μνήμης για τα Θύματα της Τρομοκρατίας είναι παρελθόν, η αφορμή μπορεί να είναι η 5η Μαΐου, επέτειος των γεγονότων της Μαρφίν. Την ημέρα αυτή πρέπει να συγκληθεί η Βουλή με θέμα συζήτησης την πολιτική βία και όλα τα κόμματα να λάβουν επισήμως θέση που θα καταγραφεί στα πρακτικά. Της συζήτησης μπορούν να προηγηθούν συνεδριάσεις Επιτροπών. Δεν γνωρίζουμε αν ο κανονισμός δίνει αυτή τη δυνατότητα, όμως είμαστε σίγουροι ότι ο Πρόεδρος της Βουλής θα βρει ένα τρόπο να «τρέξει» παραγωγικά αυτή τη διαδικασία.
Η συζήτηση στη Βουλή πρέπει να γίνει ακόμα κι αν είναι τα κόμματα να αντιπαρατεθούν και μάλιστα με ένταση. Οι εντάσεις μέσα στη Βουλή έχουν κι ένα τελετουργικό χαρακτήρα, περνούν ένα μήνυμα από μόνες τους ότι δηλαδή αυτές είναι οι μόνες ανεκτές σ’ ένα δημοκρατικό πολίτευμα. Δεν πρέπει να μας φοβίζει το ενδεχόμενο τα κόμματα να συγκρουστούν σε μια συζήτηση για την τρομοκρατία και την πολιτική βία μέσα στη Βουλή. Άλλωστε το θέμα δεν εξαντλείται σε μία συνεδρίαση απλώς, πρέπει να γίνει, επιτέλους, η αρχή.
Η πολιτική βία και κάθε είδους βία πρέπει να πατάσσεται, η καταστολή της, με τους κανόνες που θέτει η αστική δημοκρατία, είναι επιβεβλημένη γιατί στις δημοκρατίες ή πείθεις ή υπακούς. Δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιθυμία απέναντι σε αυτό, άλλωστε όλα αυτά, σε θεωρητικό επίπεδο, είναι προ πολλού λυμένα με τρόπο που δεν αφήνει και κανένα περιθώριο σε κυβερνήσεις να εργαλειοποιούν το αίτημα για την εξάλειψη της βίας θέτοντας στο στόχαστρο άλλοτε το δικαίωμα στη διαδήλωση και άλλοτε τους δημοσιογράφους.
Δεν εργαλειοποιεί μόνο η αριστερά τη βία για να κλείνει το μάτι στο δικό της κοινό και να το συσπειρώνει κραδαίνοντας ως φόβητρο το «Κράτος της Δεξιάς που από το 1974 κανείς και ποτέ δεν το έχει ματαδεί όταν η ίδια η Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή έκανε όλα όσα έπρεπε για να το αφήσει στο παρελθόν. Μια χαρά και η κεντροδεξιά κλείνει το μάτι στον πολίτη που τον αντιμετωπίζει απαξιωτικά ως «νοικοκυραίο» για να του πουλήσει «κομμουνιστικό κίνδυνο» άλλων εποχών.
Σήμερα, υπάρχουν πλήθος λόγων για να κατέβει ο πολίτης στους δρόμους και ειδικά οι νεότεροι : Η κλιματική αλλαγή, η ανεργία, το μεταναστευτικό, ό,τι αφορά την εργασία. Μόνο που για να κατέβουν οι νέοι στο δρόμο για να δηλώσουν την ανησυχία τους για τα ουσιώδη, πρέπει οι δρόμοι αυτοί να αδειάσουν από συνδικαλιστές, επαγγελματίες της διαμαρτυρίας και κυρίως από αποϊδεολογικοποιημένους μπάχαλους που παίζουν πρωτίστως το παιχνίδι της αστυνομίας.
Η ελληνική κοινωνία είναι πιο ώριμη από ποτέ να αντιμετωπίσει τους δαίμονές της αλλά για να τα καταφέρει πρέπει πρώτα να συζητήσει. Επίσημα, οργανωμένα. Η Βουλή μπορεί να γίνει το κέντρο αυτής της συζήτησης. Ο πρωθυπουργός που ως άνθρωπος απεχθάνεται τις αναίτιες αντιπαραθέσεις ως απολιτικές και αντιπαραγωγικές, πρέπει να αναλάβει τις σχετικές πρωτοβουλίες μέσω του Προέδρου της Βουλής. Θα είναι κι αυτό σημαντικό κομμάτι της πολιτικής του παρακαταθήκης.