Του Ανδρέα Ζαμπούκα
Ο Πήτερ Οικονομίδης είναι Έλληνας από τη Νότιο Αφρική. Αγαπάει πολύ τη δουλειά του, τη διαφήμιση, και ειδικότερα το brand strategy (συμβουλευτική επιχειρήσεων) και το branding.
Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο είναι Έλληνας από την Νιγηρία. Αγαπάει πολύ τη δουλειά του, τον αθλητισμό, και ειδικότερα τον πρωταθλητισμό στην πιο επιτυχημένη διοργάνωση του κόσμου, το NBA.
O Οικονομίδης σε πρόσφατη συνέντευξή του δήλωσε το εξής: «Δε θα γίνουμε ποτέ καλοί Γερμανοί αλλά μπορούμε να γίνουμε εξαιρετικοί Έλληνες». Και ο σταρ, πλέον, Αντετοκούνμπο δήλωσε κάτι ακόμα πιο ωραίο: «Με ρωτάς τι σημαίνει η χώρα που έδωσε την ευκαιρία στους γονείς μου να γεννήσουν τέσσερα παιδιά, να πάνε στο σχολείο, να βρουν μια γειτονιά και μια εκκλησία που τους αγκάλιασε. Επίσης, ανθρώπους που πίστεψαν σε μένα και τον αδελφό μου, πριν καν εμείς πιστέψουμε στον εαυτό μας, αλλά και φίλους που ήταν πάντα εκεί. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να πω κάτι παραπάνω».
Είναι φανερό ότι αυτοί οι δύο Έλληνες είναι σοφοί άνθρωποι. Και είναι σοφοί γιατί η σοφία τους προκύπτει από την ζωή τους και όχι από τα λόγια και τα συνθήματά τους...
Τι κοινό έχουν μεταξύ τους; Και οι δύο είναι «περιφερειακοί» Έλληνες. Η ταυτότητά τους δηλαδή δεν αποτυπώνεται στα γηγενή χαρακτηριστικά τους και δεν καθορίζεται από την κανονικότητα της ιθαγένειας. Σε ένα σύντομο άρθρο είναι δύσκολο να το τεκμηριώσεις αλλά, αν ψάξεις όλους τους επιτυχημένους Έλληνες, θα βρεις ότι η καταγωγή τους βρίσκεται εκτός «ελληνικού κέντρου».
Ο μεν Οικονομίδης μας δίνει την πρόκληση και ο Αντετοκούνμπο την εφαρμογή. Το λάθος μας όμως, είναι ότι προσπαθούμε να πετύχουμε ως λαός, μιμούμενοι άλλους. Κυρίως γιατί η παιδεία μας φροντίζει να κρύβει τα χαρακτηριστικά της πραγματικής μας ταυτότητας. Ο Οικονομίδης αποκαλύπτει ένα από αυτά, την αριστεία. Και ο Γιάννης άλλο ένα, την έλλογη φιλοπατρία.
Κι εδώ είναι που συμπλέκονται δύο αξίες σε μία πρόδηλη πράξη. Ο άριστος δεν είναι μόνο άριστος – όπως ο Γκάλης ας πούμε- αλλά και υπέροχος συνειδητοποιημένος φιλόπατρις. Προφανώς όχι με την έννοια, του ηλίθιου «γραικύλου» που βυσσοδομεί πάνω στα αρχαία και βυζαντινά του ερείπια. Η φιλοπατρία του Αντετοκούνμπο δικαιολογείται με τον πιο εμφατικό τρόπο στην απόλυτη εκλογίκευση των συναισθημάτων του και των αξιών του.
Δεν θα το έκανε ποτέ αλλά είναι σαν να λέει: «Ό τι κι αν ακούσω από τα κάθε λογής «ελληνοειδή σαπρόφυτα», «όσο περίεργα κι αν με κοιτάξουν οι απόγονοι γύφτων και βαλκανικών υβριδίων, εγώ θα στέκομαι όρθιος Έλληνας γιατί οφείλω τα πάντα στον χώρο και στον χρόνο που με γέννησε και με ανέθρεψε». «Κι αυτός ο χώρος ήταν ελληνικός! Θα μπορούσε να είναι ιταλικός ή γαλλικός. Αλλά έτυχε να είναι ελληνικός!»
Ο «εξαιρετικός Έλληνας» δεν είναι πονηρός κουβαλητής του ιστορικού ψεύδους αλλά γενναίος δημιουργός. Κυρίαρχος και ευλαβής μπροστά στην διαφορετικότητα, στην εξωστρέφεια, στην ελευθερία, στην αριστεία, στην πνευματικότητα, στο φιλότιμο, στην αναγνώριση του σπουδαίου και κυρίως στο «μέτρο».
Λίγο πολύ, όλα αυτά που οι Έλληνες έχασαν εξαιτίας του υποκριτικού «εθνοθρησκευτικού» εκπαιδευτικού συστήματος και της «ανθρωποκτόνου» ευκολίας που τους εγκλώβισε ο πελατειασμός τους.
Μπορούμε να γίνουμε «εξαιρετικοί Έλληνες» χωρίς πόλεμο και χωρίς να χυθεί αίμα; Μπορούμε να επανέλθουμε στην «ευημερία της ανάγκης» και της προσπάθειας, χωρίς να ξυπνήσουμε ρακένδυτοι και εξαθλιωμένοι από τον ξιπασμό;
Ναι μπορούμε. Και δεν χρειάζεται να «φύγουμε» μετανάστες στον τόπο μας σαν την οικογένεια του Γιάννη. Αρκεί μόνο, να διδαχθούμε τις αξίες που οι Αντετοκούνμπο κατέκτησαν, από ανάγκη, και ενέπνευσαν στα παιδιά τους, από «εγγενή ευφυία». Αρκεί να καθαρίσουμε τον δημόσιο βίο από τα κόκκινα και μαύρα φασιστοειδή, εξασφαλίζοντας για τις επόμενες γενιές, ένα εκπαιδευτικό σύστημα που θα αποθεώσει την οικουμενική μας ελληνικότητα. Αρκεί να απαλλαγούμε από τις νεοελληνικές κατάρες της φυλής μας και είναι θέμα χρόνου να σηκώσουμε σημαίες στις «Βασιλεύουσες» όλου του κόσμου. Να πετάξουμε μια και καλή, από πάνω μας, τον επαρχιωτισμό, την προγονοπληξία, την θρησκοληψία και την ιδεοληπτική κατάθλιψη.
Και για να θυμηθώ πάλι τον Οικονομίδη, η μεγάλη πρόκληση για τον σημερινό Έλληνα είναι να ξεπεράσει τα νεοεθνικά του συμπλέγματα και να φωνάξει δυνατά «Γίνεται ρε μαλάκα, γίνεται!». Αυτό ακριβώς που έκανε ο Αντετοκούνμπο στην Ελλάδα και συνεχίζει ανεξέλεγκτος πια, στην Αμερική, ώσπου να κατακτήσει τον κόσμο