Οι διεθνείς ειδησεογραφικές «ροές» γέμισαν πάλι με τη συγγνώμη της πρωθυπουργού της Νέας Ζηλανδίας, Τζασίντα Άρντεν, αυτή τη φορά για λάθη και παραλείψεις του κράτους που τον Μάρτιο του 2019, διευκόλυναν τον ακροδεξιό, ρατσιστή Μπρέντον Τάραντ να δολοφονήσει 51 Μουσουλμάνους που προσεύχονταν σε δύο τζαμιά στην πόλη Κράιστσερτς.
Αρέσουν πολύ οι συγγνώμες των ηγεσιών στην κοινή γνώμη σε βαθμό που σε όλα τα «εγχειρίδια» στρατηγικής της επικοινωνίας να περιλαμβάνεται πλέον υποχρεωτικά μια περιγραφή του πρωτοκόλλου που πρέπει να ακολουθήσει κάθε ενδιαφερόμενος, αν χρειαστεί να απολογηθεί για λάθη και παραλείψεις του.
Η συγγνώμη που κάθε φορά εκστομίζουν οι κάθε λογής ηγεσίες αναλύεται εξαντλητικά στη δημόσια σφαίρα από δημοσιογράφους και πολίτες και τελικά καταλήγει να αποτιμάται αυτόνομα από το γεγονός που τις προκάλεσε. Δηλαδή, τις περισσότερες φορές από την υπερανάλυση μιας συγγνώμης βρισκόμαστε να ξεχνάμε τους λόγους που αυτή ειπώθηκε. Κι αυτό από μόνο του έχει ενδιαφέρον.
Μόλις προ ημερών, γράφαμε για τη σύγχρονη θεωρία ηγεσίας που θέλει τους ηγέτες ταπεινούς. Με την ταπεινοφροσύνη να εξαίρεται όχι ως ηθική ποιότητα αλλά ως μια επιλογή μάνατζμεντ που βάζει στο επίκεντρο τον εργαζόμενο με τρόπο που τον κάνει να αισθάνεται ορατός και μέτοχος των προκλήσεων που έχει να αντιμετωπίσει κάθε εταιρεία/οργανισμός και φυσικά και των επιτυχιών.
Η συγγνώμη πάλι, δηλαδή η δημόσια αναγνώριση ενός σφάλματος, ενώ στην πραγματικότητα απαντά στην ίδια ανάγκη των πολιτών του κόσμου, δηλαδή να βλέπουν τους ηγέτες τους να ταπεινώνονται και λίγο, έχει άλλη σημειολογία. Σίγουρα δε, όταν εκστομίζεται από κάποιον πολιτικό πρέπει να νοείται ως ανάληψη πολιτικής ευθύνης. Και άραγε, μπορούμε να έχουμε ανάληψη πολιτικής ευθύνης χωρίς να συνοδεύεται από συνέπειες; Από κάποια παραίτηση, από ανακοίνωση μέτρων που θα εξηγούν πως το σφάλμα δεν θα επαναληφθεί και κυρίως από μια δέσμευση, μια υπόσχεση ότι το σφάλμα όντως δεν θα επαναληφθεί;
Έχουν μεγάλο ενδιαφέρον όλα αυτά ειδικά στη συγκυρία της πανδημίας όπου είδαμε σε όλο τον πλανήτη τις ηγεσίες κάθε είδους να μην καταφέρνουν πάντα να συμμορφώνονται προς τα μέτρα.
Οι δε αντιδράσεις της κοινής γνώμης στα περιστατικά αυτά ήταν πάντα υπερβολικά ή έστω δυσανάλογη, είναι γεγονός αυτό.
Θα μπορούσε όμως να είναι διαφορετικά;
Όχι βέβαια. Για τον δυτικό άνθρωπο που αναπτύσσει ατομική συνείδηση και συνείδηση ταυτότητας μέσα σε περιβάλλον δημοκρατίας οι περιορισμοί είναι δυσβάσταχτοι. Είτε θες να επισκεφθείς τους νεκρούς σου στο κοιμητήριο είτε θες να φτιάξεις τα νύχια σου, η απαγόρευση πονάει το ίδιο. Κι ας το έχουμε αυτό υπόψιν μας όταν κάνουμε ηθικές κρίσεις για τη συμπεριφορά των άλλων.
Η υπερβολή και η ασυμμετρία στις αντιδράσεις των πράξεων, παραλείψεων ή και και συμπεριφορών των πολιτικών είναι μέρος του τιμήματος που τα δημόσια πρόσωπα πρέπει να πληρώσουν για τη δημοφιλία τους, για την περίβλεπτη θέση τους στην κοινωνία και πάνω απ’όλα για την εξουσία που κατέχουν έστω και δημοκρατικά.
Μπορούν τα δημόσια πρόσωπα να παραπονιούνται όταν πέφτουν θύματα λυσσαλεας κριτικής και ανθρωποφαγίας για τα λάθη τους; Φυσικά και μπορούν. Όμως, δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα όταν το κάνουν.
Οι πολίτες είτε το ομολογούμε είτε όχι κατά βάθος ξέρουμε ότι κρίνουμε τα δημόσια πρόσωπα με αδιανόητα αυστηρά κριτήρια και θέλουμε να τα βλέπουμε αυτό να το υφίστανται σιωπηλά. Άδικο; Αδιάφορο.
Πιο ουσιαστικό όλων όμως, μας φαίνεται ότι είναι αυτό που μας μαθαίνουν οι Ελληνίδες γιαγιάδες μας: «Να ζητάς συγγνώμη μόνον όταν είσαι σίγουρος ότι δεν θα επαναλάβεις το λάθος». Γιατί όσο καλός και να είναι ο σύμβουλος επικοινωνίας πόσες φορές μπορεί να σχεδιάσει μια συγγνώμη; Πολλώ μάλλον δε όταν την ώρα που θα το κάνει κι εκείνος τη γιαγιά του είναι που θα θυμάται.