Το είχε πάρει απόφαση ότι θα έπρεπε να αποχωρήσει από το πρόγραμμα. Δεν ήθελε να συνδεθεί άλλο με ένα εγχείρημα που όλοι πίστευαν ότι θα κατέληγε άσχημα. Ένιωθε σαν να είχε ανέβει στον Τιτανικό, γνωρίζοντας τη μοίρα που περίμενε αυτό το ταξίδι. Κάπως έτσι άρχισε να ζητάει όλο και πιο απίθανα πράγματα. Κι ο άλλος; Τα υπέγραψε όλα!
Ο πονηρός τραπεζίτης πίστευε ότι ο περίεργος τύπος που είχε απέναντί του θα είχε το θάρρος να του πει κάποια στιγμή ένα «όχι». Να σηκωθεί, να κτυπήσει το χέρι του στο τραπέζι και να του πει «ως εδώ». Να κάνει μία κίνηση για να αποδείξει ότι μέσα από εκείνο το κουστούμι κρυβόταν ένας άνθρωπος με ψυχή. Να του δώσει την αφορμή που ζητούσε για να κλείσει εκείνο το ενοχλητικό δάνειο.
Όταν μπήκε στο γραφείο του, ο τραπεζίτης του ζήτησε με το καλημέρα μία πρόσθετη εγγύηση σε κάτι χωράφια, τα οποία την προηγούμενη φορά είχαν ξεφύγει από τον ασφυκτικό έλεγχό του. Ο αγρότης συμφώνησε δίχως δεύτερη συζήτηση. Κι αυτό προκάλεσε μεγάλη έκπληξη, αφού έναν χρόνο νωρίτερα κόντεψαν για το ίδιο θέμα να έρθουν στα χέρια. Και τώρα συμφωνούσε με μεγάλη άνεση. Και με χαρακτηριστική αναίδεια, αν όχι απάθεια, καθώς καθότανε αναπαυτικά στην πολυθρόνα, αφήνοντας το σώμα του να βουλιάξει στα μαξιλάρια και το βλέμμα του να περιεργάζεται το μπαρόκ φωτιστικό που δέσποζε στο ταβάνι. Ο τραπεζίτης δεν πίστευε στα αφτιά του. Αν δεν τον κορόιδευε, σίγουρα κάποια μεγάλη εσωτερική μετάλλαξη είχε συμβεί σε αυτόν τον άνδρα. Που είναι η εποχή που ανέβαινε πάνω στις καρότσες των αυτοκινήτων και απειλούσε τραπεζίτες, λαθρέμπορους ουίσκι και ιδιοκτήτες σαλούν;
Δεν ήξερε τι να πει και βρήκε καταφύγιο στα χαρτιά της σύμβασης, δήθεν διαβάζοντας τους όρους. Στην πραγματικότητα προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο για να σκεφτεί. Ο καλοντυμένος αγρότης δεν του είχε χαρίσει όλη αυτή την ώρα ούτε μια ματιά. Ξαφνικά, του ήρθε μία ιδέα: «Θέλω να σας δεσμεύσω από τώρα για τις δαπάνες που θα κάνετε στο σπίτι σας για τα επόμενα δέκα χρόνια. Τι φαγητό θα τρώτε, πόσα χρήματα θα δίδετε στα παιδιά σας, πόσα θα ξοδεύετε για καπνό. Κι όλα αυτά ανεξάρτητα από το αν έχετε κέρδος. Το πιθανό κέρδος θα το δεσμεύω για μελλοντικά σας δάνεια». Ο άλλος έγειρε με μία αργή κίνηση το σώμα του μπροστά στο γραφείο και με τα μάτια του κάρφωσε τον συνομιλητή του: «Φέρε τις νέες συμβάσεις να τις υπογράψουμε». Στήλη άλατος ο τραπεζίτης!
«Θέλω και κάτι ακόμη», είπε ο τραπεζίτης, πιστεύοντας ότι βρήκε, επιτέλους, το αίτημα που δεν θα μπορούσε να δεχτεί ο συνομιλητής του, ακόμη κι αν τον απειλούσε με το εξάσφαιρο πιστόλι που έκρυβε στο συρτάρι του: «Θέλω την υπογραφή σας ότι αποδέχεστε ένα επιτόκιο 100% κι ότι αν δεν το εξοφλήσετε θα χάσετε την προσωπική σας ελευθερία. Ότι θα γίνετε δούλος»!
«Δεκτό»! είπε ο άλλος με την γνωστή του, πλέον, απάθεια, αφήνοντας μάλιστα κι ένα μικρό χαμόγελο να ξεφύγει από την άκρη των χειλιών του. Ο τραπεζίτης δεν έβρισκε μία λογική εξήγηση στα όσα συνέβαιναν αυτό το ενδιαφέρον πρωινό στο γραφείο του. Ζητούσε απεγνωσμένα μια απάντηση. Ο άλλος τον κοίταξε με ένα αίσθημα περιφρόνησης. «Καταλαβαίνω ότι δεν καταλαβαίνεις. Κι όμως είναι τόσο απλό. Είμαι κομμουνιστής και είσαι τραπεζίτης. Το σύστημά σας θα τιναχτεί στον αέρα έτσι ή αλλιώς. Θα πέσετε όπως πέφτουν τα ώριμα φρούτα από το δένδρο. Ό,τι κι αν υπογράψω σήμερα δεν θα έχει την παραμικρή σημασία στο μέλλον, όταν θα γράφουμε και πάλι από την αρχή τους κανόνες αυτού του κόσμου».
Εκείνη την ημέρα ο τραπεζίτης αποφάσισε να παραιτηθεί από την τράπεζα και να αφοσιωθεί στον Θεό. Ήταν ο μόνος τρόπος για να μην χάσει τα μυαλά του μπροστά σε αυτή τη νέα κατάσταση που είχε να αντιμετωπίσει. Θαρρώ τον έλεγαν Τόμσεν!
Θανάσης Μαυρίδης