Χθες ο Α.Τσίπρας πρότεινε μια δέσμη μέτρων ύψους περίπου 26 δισεκ. ευρώ, που αντιστοιχούν στο 15% του ΑΕΠ, πολύ λιγότερο βέβαια από το 51% που ζήτησε πρώην υπουργός της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Δυστυχώς για τον πρώην πρωθυπουργό αυτές οι προτάσεις του καλύφθηκαν επικοινωνιακά από τον οχετό ύβρεων συνεργατών του.
Αυτά τα πράγματα έτσι λειτουργούν. Αν ένας πολιτικός δεν προσέχει με ποιους συναγελάζεται και συνεργάζεται, τότε θα υφίσταται τις συνέπειες της δικής του επιλογής και των δικών τους πράξεων.
Είναι φαιδρό κάποιος να προσπαθήσει να απαντήσει στον Τσίπρα με επιχειρήματα και με οικονομικά στοιχεία. Δεν έχει νόημα, γιατί είναι ολοφάνερο πως πρόκειται για ένα προπαγανδιστικό πυροτέχνημα, για μια απόπειρα πλειοδοσίας στα μέτρα της κυβέρνησης.
Επιπροσθέτως, τίθεται και ζήτημα αξιοπιστίας όχι των μέτρων αυτών καθ΄εαυτών, αλλά αυτών που τα προτείνουν. Πώς οι πολίτες να εμπιστευθούν τους ολετήρες της εθνικής οικονομίας; Τι αξία έχουν οι προτάσεις ανθρώπων που δεν διαθέτουν στοιχειώδεις οικονομικές γνώσεις;
Και να προτείνουν κάποια σωστά πράγματα, αυτά χάνονται μέσα στην γενικότερη αναξιοπιστία τους.
Η κυβέρνηση καλείται να διαχειρισθεί μια υγειονομική κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη και η οποία έχει άγνωστη ημερομηνία λήξης. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να εκπονήσει ένα σαφές οικονομικό σχέδιο αντιμετώπισης των συνεπειών της. Συγχρόνως δε—και αυτό είναι το ενδιαφέρον και κρίσιμο στοιχείο της παρούσας κατάστασης—η υγειονομική κρίση είναι σχεδόν παγκόσμια και το ίδιο θα είναι και η οικονομική κρίση που θα επακολουθήσει. Συνεπώς οι αποφάσεις που θα ληφθούν θα ξεπερνούν και θα υπερκαλύπτουν τα όρια των εθνικών οικονομιών. Είναι σαφές πως η ΕΕ θα λάβει μέτρα στήριξης των οικονομιών των κρατών-μελών της, το ύψος των οποίων δεν γνωρίζουμε.
Συνεπώς, είναι άστοχο και πρόωρο να σχεδιάζεται μια οικονομική πολιτική όταν από το τραπέζι λείπουν κρίσιμα δεδομένα. Πολύ δε περισσότερο αν τα προτεινόμενα μέτρα είναι εμπροσθοβαρή. Σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να δαπανηθούν κεφάλαια που τελικά δεν θα είναι απαραίτητα ή αντιθέτως να δαπανηθούν κεφάλαια, πρόωρα, σε λάθος τομείς της οικονομίας.
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο πως η συνθήκη του Μάαστριχτ έχει ανασταλεί. Τα κεφάλαια που θα δαπανηθούν δεν θα προσμετρηθούν στο έλλειμμα. Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι μόνο το ύψος αυτών των κεφαλαίων, αλλά κυρίως στο πού θα κατευθυνθούν και με τι εργαλεία.
Η κυβέρνηση μέχρι στιγμής κάνει μια συνετή διαχείριση της οικονομικής κατάστασης με βάση το μοντέλο πως στα μέσα Μαϊου θα έχει αποκατασταθεί η οικονομική ζωή του τόπου. Σε αυτήν την περίπτωση ενδεχομένως να έχουμε μια πτώση του ΑΕΠ κάτω του 5%, ένα μέγεθος διαχειρίσιμο. Η πορεία της επιδημίας, μέχρι στιγμής, δικαιολογεί αυτήν την συγκρατημένη αισιοδοξία.
Ως εκ τούτου μια κυβέρνηση που σέβεται τους πολίτες και τον εαυτό της, προχωρά με βήματα συγκρατημένα, περιμένοντας να δει την τελική εικόνα. Δηλαδή την διάρκεια της κρίσης—υγειονομικής και οικονομικής—και τα εργαλεία που θα χρησιμοποιήσει η διεθνής κοινότητα για την αντιμετώπιση της δεύτερης. Μια σοβαρή κυβέρνηση, όπως δεν μπορεί να επαναπαυθεί, έτσι δεν μπορεί και να υιοθετήσει καταστροφολογικά σενάρια.
Και το κυριότερο, δεν μπορεί να εμπλακεί σε πλειοδοσία μέτρων με τη αξιωματική αντιπολίτευση. Πολύ δε περισσότερο όταν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ είναι φορτωμένα με πολλές αμαρτίες από το παρελθόν.
Δεν μπορούμε να πάρουμε στα σοβαρά, ανθρώπους που δεν είναι σοβαροί.