Πως μπορεί να λυθεί ο γόρδιος δεσμός του ελληνικού χρέους

Πως μπορεί να λυθεί ο γόρδιος δεσμός του ελληνικού χρέους

Του Χάρρυ Παπαπανάγου*

Το ελληνικό δημόσιο χρέος δεν είναι βιώσιμο όπως έχει τονιστεί κατ' επανάληψη από κορυφαίους οικονομολόγους, νομπελίστες, διεθνείς αναλυτές και πάνω απ' όλα από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο έχει ειδική τεχνογνωσία πάνω στη δυναμική του δημοσίου χρέους διαφόρων χωρών.

Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ σχετίζεται αρνητικά με το ρυθμό ανάπτυξης. Μελέτες για την περιοχή της Ευρωζώνης καταδεικνύουν ότι όταν το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ κυμαίνεται μεταξύ 70%-80%, τότε αποτελεί σημαντικό εμπόδιο στην αναπτυξιακή προοπτική της χώρας. Σήμερα το ελληνικό δημόσιο χρέος διαμορφώνεται στο δυσθεώρητο ύψος του 183,4% του ΑΕΠ. Ακόμα και αν το  χρέος αυτό κουρευόταν στο μισό του σημερινού του επιπέδου πάλι θα αποτελούσε σημαντικό εμπόδιο στην αναπτυξιακή προοπτική της χώρας.

Σύμφωνα με τις καινούργιες προβλέψεις του ΔΝΤ το ελληνικό δημόσιο χρέος θα μπορούσε να αποκλιμακωθεί ελαφρά στο επίπεδο του 169,2% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 αν ο ετήσιος μεσοσταθμικός ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια κυμανθεί στο επίπεδο του 2,5% του ΑΕΠ και ταυτόχρονα η ελληνική οικονομία κατορθώνει να πετυχαίνει ετησίως πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ. Οι προβλέψεις αυτές απέχουν πολύ από σχεδιασμό της 3ης μνημονιακής σύμβασης που υπέγραψε η Ελλάδα για αποκλιμάκωση του χρέους της στο 120% του ΑΕΠ μέχρι το 2022.

Κάτω από τις πλέον αισιόδοξες προβλέψεις, ακόμα και αν η Ελλάδα επιτύχει βραχυπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης 2,5% και μεσοπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης 1,2% και κατορθώσει να βγει στις αγορές με επιτόκιο δανεισμού 5% και επίσης δανείζετε από τον ESM με επιτόκιο 3,3%, το ονομαστικό ΑΕΠ της χώρας το 2060 θα ανέρχεται στα 728 δισ. ευρώ και το δημόσιο χρέος στα 1,2 τρισ. ευρώ, δηλαδή στο 165% του ΑΕΠ.

Να προσθέσουμε ότι, σύμφωνα με τον ΟΔΔΗΧ,  μέχρι το 2030, η Ελλάδα θα πρέπει να έχει αποπληρώσει συνολικά 340 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 176 δισ. ευρώ είναι χρεολύσια και τα 164 δισ. ευρώ είναι τόκοι. Πιο συγκεκριμένα, το 2017 η Ελλάδα πρέπει να πληρώσει 13,8 δισ. ευρώ, το 2018 11,2 δισ. ευρώ και το 2019 16,5 δισ. ευρώ. Μικρά σχετικά ποσά, αλλά από το 2022 και μετά, η εξυπηρέτηση του χρέους απαιτεί: 33,3 δισ. ευρώ το 2022, 28,7 δισ. ευρώ το 2023 και 24,5 δις. ευρώ 2024, ποσά τα οποία σε καμία περίπτωση η Ελλάδα δεν μπορεί να τα διαθέσει.

Τα βραχυπρόθεσμα μέτρα εξυπηρέτησης του χρέους επιβαρύνουν τη βραχυπρόθεσμη εξυπηρέτηση του χρέους καθώς βασίζονται σε υψηλότερα επιτόκια, χωρίς ουσιαστικά να μειώνουν τη δυναμική εξέλιξη του ελληνικού δημόσιου χρέους. Η Ελλάδα θα πρέπει τουλάχιστον να διαπραγματευτεί τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους στους κάτωθι πυλώνες:

1. Περαιτέρω επιμήκυνση της ωρίμανσης του χρέους στο επίπεδο των 50, 70 ή ακόμα και 90 ετών.

2. Περαιτέρω μείωση των επιτοκίων δανεισμού ειδικά στα πρώτα δάνεια.

3. Διαπραγμάτευση μίας περιόδου χάριτος 3 – 5 ετών.

4. Τη διαπραγμάτευση ενός μίνι «πακέτου Μάρσαλ» που θα επενδυθεί στην ελληνική οικονομία.

Πιο συγκεκριμένα, εάν η Ελλάδα εξασφαλίσει μία περίοδο χάριτος τριών ετών, ήτοι αρχίσει να εξυπηρετεί το χρέος της από το 2020 και μετά, και τα χρεολύσια των 2017, 2018 και 2019 συνολικού ύψους 38 δισ. ευρώ επενδυθούν στην ελληνική οικονομία, με ένα πολλαπλασιαστή δημοσίων επενδύσεων 5, το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στο ελληνικό ΑΕΠ θα είναι 190 δισ. ευρώ (Σημειώνεται ότι 0 πολλαπλασιαστής δημοσίων επενδύσεων έχει υπολογιστεί με βάση τη συντηρητική εκτίμηση οριακής ροπής για κατανάλωση 0,8, δηλαδή με την υπόθεση ότι το 80% του εισοδήματος καταναλώνεται και το 20% αποταμιεύεται).

Επίσης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι από τα 320 δισ. ευρώ που δανείστηκε η χώρα μας από τους εταίρους, το 96,7% έχει πάει για την εξυπηρέτηση του χρέους. Η Ελλάδα θα πρέπει να διαπραγματευτεί ένα μικρό ποσό που θα επενδυθεί στην πραγματική οικονομία. Ένα μίνι «σχέδιο Μάρσαλ» επενδύσεων σε στρατηγικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας , το οποίο θα χρηματοδοτηθεί από τους θεσμούς με 20 δισ. ευρώ, με έναν πολλαπλασιαστή 5, θα μπορούσε να μεγεθύνει το ελληνικό ΑΕΠ κατά 100 δισ. ευρώ.

Ένα τέτοιο σχέδιο σε συνδυασμό με μία περίοδο χάριτος που περιγράψαμε παραπάνω, μπορεί να αποτελούν τη μοναδική λύση ώστε να έρθει πρώτα η ανάπτυξη και μετά να ακολουθήσει η δημοσιονομική προσαρμογή. Πουθενά στον κόσμο δεν έγινε πρώτα δημοσιονομική προσαρμογή και μετά να ακολούθησε η ανάπτυξη.

Η Ελλάδα θα πρέπει να απευθυνθεί στους εταίρους λέγοντας ότι θα αποπληρώσει στο ακέραιο ολόκληρο το χρέος της μέχρι και το τελευταίο ευρώ και με τόκο. Εκείνο το οποίο ζητά είναι μία μικρή παράταση στο χρόνο εξυπηρέτησης του χρέους, μία μικρή περίοδο χάριτος. Εάν δεν μπορούμε να πετύχουμε τίποτα άλλο, τουλάχιστον ας προσπαθήσουμε να κερδίσουμε λίγο χρόνο, τον οποίο αν επενδύσουμε στην ελληνική οικονομία μπορεί να μας αποφέρει πολύτιμο χρήμα για την χρηματοδότηση τόσο της ανάπτυξης όσο και της δημοσιονομικής προσαρμογής.

*Ο κ. Παπαπανάγος είναι καθηγητής Οικονομικών στο τμήμα Βαλκανικών Σλαβικών & Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.