Η πρώτη διά ζώσης Σύνοδος Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τότε που ξέσπασε η πανδημία, δυστυχώς δεν δείχνει να φέρνει πιο κοντά τον Βορρά με τον Νότο, αποδεικνύοντας για μία ακόμη φορά ότι οι διαφορές δεν μπορούν να γεφυρωθούν αν δεν ληφθούν γενναίες και έως ένα βαθμό τολμηρές αποφάσεις για το μέλλον του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Ό,τι και να λέγεται, ό,τι και να γράφεται για τους… δύο κόσμους της Ε.Ε., το μεγάλο ζήτημα είναι ο έλεγχος για τα χρήματα που θα δοθούν. Είναι καθαρά θέμα εμπιστοσύνης και όχι θέμα αλληλεγγύης.
Είναι αλήθεια ότι η Άνγκελα Μέρκελ θέλει να αξιοποιήσει την προεδρία της Γερμανίας και να επιτύχει την πολυπόθητη συμφωνία για το καλό όλων, όμως είναι επίσης αλήθεια ότι η Ολλανδία, η οποία δείχνει η ηγείται κατά κάποιο τρόπο του κλαμπ των χωρών που αντιδρούν, δεν κάνει πίσω ούτε βήμα σε ό,τι αφορά τη «σύνθεση» του πακέτου.
Ο πρωθυπουργός της Ολλανδίας, Μαρκ Ρούτε, δεν θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρος – και πιο απαισιόδοξος - στις δηλώσεις του πριν τη Σύνοδο, λέγοντας με λίγα λόγια ότι από διαβεβαιώσεις των χωρών του Νότου… χορτάσαμε. «Αν θέλουν δάνεια, πολύ περισσότερο αν θέλουν επιδοτήσεις, τότε είναι εύλογο να πρέπει να εξηγήσω στο λαό της Ολλανδίας και άλλων χωρών ότι σε αντάλλαγμα θα εφαρμοστούν συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις και δεν θα δοθούν απλώς διαβεβαιώσεις», είπε χαρακτηριστικά. Το ότι ο ίδιος εκτίμησε πως η πιθανότητα επίτευξης συμφωνίας είναι κάτω από 50%, μάλλον δεν χρειαζόταν καν…
Όσοι πίστεψαν ότι η κοινή πρόταση Μέρκελ-Μακρόν, το σχέδιο της Κομισιόν που παρουσίασε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ή ακόμα και η συμβιβαστική πρόταση του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, θα είχαν ως αποτέλεσμα να δοθούν χρήματα σε Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα, Πορτογαλία, χωρίς κανέναν απολύτως έλεγχο ή καμία προϋπόθεση, απλά και μόνο γιατί η πανδημία χτύπησε την Ευρώπη, είναι εκτός πραγματικότητας.
Το εξήγησε και αυτό με γλαφυρό τρόπο ο Ρούτε. Οποιαδήποτε εκταμίευση κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης θα πρέπει να είναι συνδεδεμένη με την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων σε κάθε χώρα και να γίνεται μόνο μετά από ομόφωνη απόφαση των χωρών-μελών. Κάτι τέτοιο, πρόσθεσε ο Ρούτε -ο οποίος αρχίζει να θυμίζει τη Μέρκελ των μνημονίων ή ακόμη χειρότερα Σόιμπλε- θα διασφαλίζει ότι τα χρήματα θα κατευθυνθούν σε έργα που θα βοηθήσουν τις χώρες που έχουν μείνει πίσω, ενώ κάθε χώρα θα έχει στην ουσία το δικαίωμα βέτο.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η πρόταση του Ρούτε δεν μπορεί να προχωρήσει γιατί καμία χώρα δεν θα συμφωνήσει να λάβει βοήθεια με αυστηρά μνημόνια. Επομένως τι θα συμβεί; Από τη μία έχουμε τους 4 ανυποχώρητους και από την άλλη χώρες που χρειάζονται σημαντική βοήθεια αλλά δεν μπαίνουν καν στη συζήτηση περί μνημονίων.
Κατ’ επέκταση, η Ευρώπη οδηγείται για μία ακόμα φορά σε αδιέξοδο και θα χρειαστούν μήνες διαπραγματεύσεων για να βρεθεί, αν βρεθεί, κοινά αποδεκτή λύση. Ή μήπως δεν είναι ακριβώς έτσι;
Κοινοτικοί παράγοντες με γνώση των διαδικασιών και εμπειρία σε θέματα χάραξης πολιτικής στις Βρυξέλλες, εκτιμούν ότι δεν αποκλείεται να υπάρξει συμφωνία σε νέα έκτακτη Σύνοδο που θα πραγματοποιηθεί σύντομα. Σημειώνουν, επίσης, ότι το μονοπάτι για τη συμφωνία ενδεχομένως να είναι δύσβατο και μακρύ αλλά υπάρχει. Για να το… περπατήσουν όμως όλες οι χώρες-μέλη θα πρέπει να ληφθεί πολιτική απόφαση και να εισέλθει ολόκληρη η Ευρώπη σε μία νέα φάση, αυτή της δημοσιονομικής ενοποίησης. Όχι αμέσως αλλά σταδιακά.
Πολύ εύλογα θα πει κάποιος: Εδώ δεν μπορούν να συμφωνήσουν στον κοινό προϋπολογισμό (οι διαφωνίες ήταν έντονες ακόμη και πριν την πανδημία) και στο Ταμείο Ανάκαμψης κατά τη διάρκεια μιας τόσο μεγάλης κρίσης, θα συμφωνήσουν στη δημοσιονομική ενοποίηση και στην τραπεζική ένωση, θέματα που πάντοτε μεταφέρονταν στο μέλλον ακριβώς γιατί αναδεικνύουν το χάσμα μεταξύ των χωρών-μελών;
Οι ίδιοι παράγοντες τονίζουν ότι γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο χρειάζονται τολμηρές αποφάσεις. Μία Ευρώπη που θα συμφωνήσει να περάσει σε νέα φάση θα έχει κοινούς κανόνες και δεν θα χρειάζονται μνημόνια. Το διακύβευμα είναι σημαντικό, το ίδιο και η ευκαιρία που έχει η Γερμανίδα καγκελάριος να μείνει στην ιστορία, αν καταφέρει να γεφυρώσει τις διαφορές.