Στη συζήτηση για το ασφαλιστικό και τις δημογραφικές προκλήσεις του μέλλοντος που διοργάνωσε η ΔΙΑΝΕΟΣΙΣ στις 24 Φεβρουαρίου, ο καθ. Μάνος Ματσαγγάνης στην παρέμβασή του (τη δημοσιεύσαμε εδώ, στο Liberal.gr) έκανε, μεταξύ άλλων, μια εύστοχη αναφορά στην έννοια του πολιτικού κινδύνου.
Αναφερόμενος στη μεταρρύθμιση των επικουρικών συντάξεων με την εισαγωγή του κεφαλαιοποιητικού συστήματος, επισήμανε τον κίνδυνο κάποια μελλοντική κυβέρνηση να θελήσει «να βάλει χέρι» στις αποταμιεύσεις των ασφαλισμένων για να τις διαθέσει κάπου αλλού επικαλούμενη, μάλιστα, λόγους «κοινωνικής δικαιοσύνης».
Αυτό δεν είναι ένα υποθετικό σενάριο που βασίζεται στην εμπειρία λειτουργίας του πολιτικού συστήματος στη χώρα μας αλλά έχει συμβεί, όσο και να θέλουν να το ξεχάσουν αρκετοί φίλοι στα δεξιά, και κυρίως στα αριστερά. Συνέβη τη δεκαετία του ‘80, όταν η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ ενέταξε στο ΝΑΤ, στο Ταμείο των Ναυτικών, αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και τους έδωσε συντάξεις από το συγκεκριμένο ταμείο ενώ δεν είχαν πληρώσει ποτέ εισφορές σε αυτό.
Τίποτα δεν μπορεί να μας διαβεβαιώσει ότι δεν θα ξανασυμβεί, πολλώ μάλλον δε όταν, όπως επισήμανε ο κ. Π.Τσακλόγλου στην ίδια συζήτηση, δεν είμαστε Σουηδία όπου απαιτείται το 80% των ψήφων της Βουλή για οποιαδήποτε αλλαγή στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας.
Πώς μπορεί λοιπόν η κυβέρνηση να μειώσει τον πολιτικό κίνδυνο που σοβεί για τις αποταμιεύσεις των μελλοντικών ασφαλισμένων;
Ο μόνος τρόπος για να συμβεί αυτό είναι πρώτα-πρώτα να επιδιώξει τις συναινέσεις ακόμα κι όταν γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν θα τις έχει. Μέχρι σήμερα δεν έχουμε ακούσει κάποιο σοβαρό αντίλογο στις κυβερνητικές προθέσεις για τη μεταρρύθμιση του συστήματος της επικουρικής ασφάλισης και ευτυχώς τα περί «συστήματος Πινοτσέτ» δείχνουν να μαζεύτηκαν. Οι συνεχείς διαβεβαιώσεις του αρμόδιου υφυπουργού ότι το κεφαλαιοποιητικό σύστημα θα είναι κομμάτι του δημόσιου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, απαντά στα περί ιδιωτικοποίησης.
Παρ’ όλα αυτά όμως, η κυβέρνηση, και μέχρι να φέρει το σχετικό σχέδιο νόμου στη Βουλή, πρέπει να διαβουλεύεται διαρκώς: με τα κόμματα, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τους φορείς, ακόμα και τις πολιτικές νεολαίες, αφού η μεταρρύθμιση αυτή θα αφορά τους νέους εργαζόμενους.
Μπορεί να το κάνει ήδη, αλλά δεν το μαθαίνουμε. Γιατί; Κι εδώ ερχόμαστε σ’ ένα δεύτερο ζήτημα εξίσου σημαντικό με τη διαβούλευση.
Η κυβέρνηση πρέπει να ενημερώσει εκτενώς και σε βάθος την ελληνική κοινωνία για τη σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση. Είναι κι ένας τρόπος για το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας να δεσμευτεί ότι στο μέλλον και το ίδιο ως κυβέρνηση δεν θα «βάλει χέρι» στις αποταμιεύσεις των ασφαλισμένων.
Η παρούσα κυβέρνηση αποφεύγει συστηματικά τόσο τη διαβούλευση όσο και την ενημέρωση. Η κυβέρνηση δεν διαβουλεύεται και ενημερώνει αποκλειστικά μέσω ΜΜΕ πρόθυμων να αναπαράγουν απλώς non paper. Όσοι ψήφισαν την κυβέρνηση απογοητεύονται με αυτή της τη στάση. Η κοινωνία στο σύνολό της ανησυχεί με το σκοτάδι που καλύπτει κάθε τι που έρχεται στη Βουλή προς ψήφιση.
Για το ρόλο της αντιπολίτευσης και τις ανεπάρκειές της τα έχουμε επισημάνει πολλές φορές, μην επαναλαμβανόμαστε.
Είναι εντυπωσιακό ότι μια έννοια όπως ο πολιτικός κίνδυνος (political risk), ξεσηκωμένος από τα playbook των επενδυτών, επιστρατεύεται για να περιγράψει τις πολιτικές στάσεις και συμπεριφορές των ελληνικών κυβερνήσεων. Είναι αποκαρδιωτικό μετά από μία δεκαετή κρίση ο πολιτικός κίνδυνος, και μάλιστα για κάτι τόσο σοβαρό, να σοβεί.
Ο μόνος τρόπος να τον υπερβούμε είναι η διαβούλευση και η ενημέρωση. Καμία εξουσία δεν είναι πρόθυμη είτε να διαβουλεύεται είτε να ενημερώνει, όμως εδώ μιλάμε για μια φιλελεύθερη κυβέρνηση. Αναμένουμε να το κάνει.