Το τελευταίο δίμηνο ήταν πολύ πυκνό τόσο σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά όσο και για τις σχέσεις Τουρκίας-Δύσης. Ο Ερντογάν έχει υποχρεωθεί σε τακτικού χαρακτήρα αναδίπλωση χωρίς ωστόσο να έχουν τροποποιηθεί κατά το ελάχιστο οι στρατηγικοί στόχοι της Τουρκίας. Η Άγκυρα φαίνεται να προετοιμάζει το έδαφος για μία μεγάλη διαπραγμάτευση τόσο με τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο ενδεχομένως και με την Ελλάδα.
Η καθίζηση της τουρκικής οικονομίας δεν του επιτρέπει να μπει σε περιπέτειες, από την άλλη όμως έχοντας επενδύσει στον εθνικισμό και έχοντας ως συνοδοιπόρο του τον ακραίο Μπαχτσελί, μοιάζει αποφασισμένος να παίξει μέχρι τέλους το συγκεκριμένο χαρτί. Βέβαια, ως πολύπειρο πολιτικό ον γνωρίζει ότι χωρίς ανάκαμψη της οικονομίας πολύ δύσκολα θα καταφέρει να επανακάμψει ο ίδιος πολιτικά.
Οπότε πέραν της προσπάθειας που κάνει όλο και συστηματικότερα το τελευταίο χρονικό διάστημα να διασπάσει την αντιπολίτευση, στην εξωτερική πολιτική είναι υποχρεωμένος να κινηθεί σε ένα δίπολο βελτίωσης από τη μία των συνθηκών στις σχέσεις με ΗΠΑ και ΕΕ, διατήρησης από την άλλη της εμπρηστικής, επιθετικής και συχνά αναθεωρητικής πολιτικής σε σχέση με την ευρύτερη γειτονιά της Τουρκίας.
Στο Κυπριακό η Τουρκία θα επιμείνει στα δύο κράτη και στην προϋπόθεση αναγνώρισης των Τουρκοκυπρίων ως κρατικής οντότητας για να προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις. Όπως έχουμε πει και παλαιότερα το 2021 είναι έτος Κύπρου για την τουρκική εξωτερική πολιτική. Μπορεί λοιπόν οι ενέργειες της Τουρκίας όπως το πυλωτικό άνοιγμα του 3,5% των Βαρωσίων να είναι παράνομες και προκλητικές, εντούτοις καταφέρνουν με τη γνωστή συνταγή της υπομονής και διεκδίκησης, να αλλάζουν τους όρους του παιχνιδιού. Και είναι αλήθεια ότι σήμερα τα κεκτημένα του Crans Montana, δηλαδή μόλις τεσσάρων ετών πριν όπως είναι η απόσυρση των τουρκικών στρατευμάτων, ο τερματισμός των εγγυήσεων και η λύση στη βάση μιας διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, πλέον δεν υφίστανται.
Μάλιστα ενώ τότε η επιστροφή της Αμμοχώστου ενδεχομένως και της Μόρφου βρισκόταν στα ανταλλάγματα από Τουρκοκυπριακής πλευράς για την εξασφάλιση πολιτικής ισότητας, σήμερα η Αμμόχωστος σχεδιάζεται να εξελιχθεί σε τουριστικό θέρετρο που θα αποφέρει έσοδα στους Τουρκοκύπριους, κάτι που στην πράξη σημαίνει προέκταση της κατοχής. Επιπρόσθετα η απαίτηση των Τουρκοκυπρίων για πολιτική ισότητα έχει γίνει πλέον απαίτηση για κυριαρχική ισότητα. Οπότε γίνεται αντιληπτό ότι ναι μεν κάποιες από τις ενέργειες της Τουρκίας θεωρούνται σπασμωδικές, ωστόσο ακόμη και αυτές καταλήγουν να εξυπηρετούν έναν ευρύτερο σχεδιασμό.
Οπωσδήποτε ο Ερντογάν προσμετρά στις κινήσεις του πολύ περισσότερο πριν από έξι μήνες και έναν χρόνο τον αμερικανικό παράγοντα, όπως φαίνεται από τη στάση του απέναντι στην Ελλάδα και από το ότι υλοποίησε μόνο το ένα από τα τρία που είχε υποσχεθεί ότι θα κάνει στην Κύπρο (βάση drones και ανακοινώσεις για ενεργειακά).
Όμως φαίνεται να μην πτοείται στην υιοθέτηση πολιτικών οι οποίες αντιβαίνουν κάθε έννοια δικαίου. Προφανώς διαβάζει τις αντιδράσεις του διεθνούς παράγοντα,, ο οποίος βρίσκεται σε παρατεταμένη «ζάλη» και εκτιμά -μάλλον σωστά- ότι σημασία δεν έχει να είσαι σύννομος, αλλά να μπορείς να εξασφαλίσεις μια θέση στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης.
Το μόνο που πιθανότητα δεν έχει σωστά υπολογίσει είναι ο αντίκτυπος στην τουρκική οικονομία δεδομένου ότι προϊόντος του χρόνου , και εξαιτίας αυτών των ενεργειών, η εμπιστοσύνη απέναντι στην Τουρκία και δη τον Πρόεδρό της κλονίζεται ολοένα και περισσότερο.
* Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι Εκτελεστικός Διευθυντής του Ινστιτούτου διεθνών σχέσεων, αναλυτής διεθνών θεμάτων του ANT1. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Παπαδόπουλος» το βιβλίο του «Διεκδικητικός πατριωτισμός. Ανατομία μιας συζήτησης που δεν έγινε ποτέ».