Του Σάκη Μουμτζή
Τις τελευταίες ημέρες γινόμαστε μάρτυρες της επανεμφάνισης του διχαστικού και πολωτικού λόγου, από υπουργούς και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Πρόσθετο όπλο στην προσπάθεια τους αυτή είναι η κατασκευή ψευδών ειδήσεων, που μαγειρεύονται στα υπόγεια του Μαξίμου και δημοσιοποιούνται μέσα από το κρατικό σύστημα παρα-πληροφόρησης ( ΕΡΤ, ΑΠΕ).
Πώς πρέπει να απαντήσει η Νέα Δημοκρατία σε αυτήν την επίθεση που δέχεται;
Υπάρχουν δύο απόψεις.
Η πρώτη υποστηρίζει πως θα πρέπει να παραβλέψει αυτές τις επιθέσεις, να τις προσπεράσει, και να αναδείξει τα τρέχοντα προβλήματα της οικονομικής καθημερινότητας που απασχολούν εκατομμύρια πολίτες. Άλλωστε, αυτά τα προβλήματα έχουν επιφέρει την ανεπανόρθωτη φθορά στον ΣΥΡΙΖΑ.
Ποιον ενδιαφέρει τι έγινε πριν από σαράντα ή εβδομήντα χρόνια στην Ουκρανία ή στην Τσεχοσλοβακία, υποστηρίζουν οι θιασώτες αυτής της άποψης.
Συνεπώς, η Νέα Δημοκρατία, οφείλει με μετριοπαθή λόγο, να ξεδιπλώσει το πρόγραμμα της, αδιαφορώντας για τις προκλήσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Κατά την άποψη αυτή, με πολεμικές ιαχές καμία κυβέρνηση δεν συσπειρώνει τους φίλους της.
Η δεύτερη άποψη υποστηρίζει πως η Νέα Δημοκρατία θα πρέπει να απαντήσει στις προκλήσεις των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, χαράσσοντας με ευκρίνεια τις ιδεολογικές της συντεταγμένες. Με επιθετικό λόγο, να αποκαλύπτει την ολοκληρωτική ιδεολογία που εμπνέει την ριζοσπαστική Αριστερά, παράλληλα με την ανάδειξη των προβλημάτων που ταλαιπωρούν τους πολίτες.
Μάλιστα, επιβάλλεται να συνδέσει τις ιδεολογικές αρχές του ΣΥΡΙΖΑ, με τις πολιτικές του, που επιδείνωσαν δραματικά την ζωή του έλληνα πολίτη. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της δεύτερης άποψης—στους οποίους συγκαταλέγομαι- η κυριαρχία στον χώρο των ιδεών, είναι το προαπαιτούμενο για την πλήρη επικράτηση και στον χώρο της πολιτικής.
Σήμερα, αντίπαλος της Νέας Δημοκρατίας δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτός έχει τελειώσει. Αντίπαλος της είναι εκείνο το μεγάλο τμήμα της κοινωνίας μας, που δεν έχει καταλάβει γιατί φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.
Εγκαλούν μάλιστα τον ΣΥΡΙΖΑ γιατί δεν υλοποίησε αυτά που υποσχόταν, αποδεικνύοντας έτσι πως ακόμα και σήμερα πιστεύουν πως υπάρχει και άλλος δρόμος εκτός από αυτόν των μεταρρυθμίσεων και του περιορισμού του Δημοσίου τομέα, κατά τρόπο δραστικό.
Έτσι, γίνεται φανερό πως η άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία είναι η αναγκαία, αλλά όχι και η ικανή συνθήκη επιτυχούς διακυβέρνησης του τόπου. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν θα καταφέρει να εφαρμόσει το ρηξικέλευθο πρόγραμμα του, αν έχει την μισή Ελληνική κοινωνία απέναντι του.
Συνεπώς, θα πρέπει με κοφτερό και πειστικό λόγο να προβάλλει τις φιλελεύθερες απόψεις του, αποδομώντας παράλληλα, την ιδεολογία του κρατισμού, όπου αυτή υπάρχει. Και στην Νέα Δημοκρατία ακόμα.
Αυτό όμως δεν επιτυγχάνεται με comme il faut πολιτικές συμπεριφορές και υποβολή διαπιστευτηρίων προοδευτικών φρονημάτων στην Αριστερά. Τον ιδεολογικό και πολιτικό αντίπαλο του κανένας δεν τον αναγορεύει σε κριτή και τιμητή των δικών του θέσεων. Πολύ δε περισσότερο, όταν αυτός, εκ της θεωρίας του, αγωνίζεται να ανατρέψει το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Εκεί στην Νέα Δημοκρατία ας ανατρέξουν στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, που νομιμοποίησε μεν το ΚΚΕ γιατί ήθελε να εγκαθιδρύσει μια δημοκρατία δυτικού τύπου, αλλά ουδέποτε δήλωσε πως «τιμά την Αριστερά και τους αγώνες της».
Ας σταματήσουν λοιπόν στην Νέα Δημοκρατία τα ιδεολογικά «παιδιαρίσματα» και ας σοβαρευτούν, γιατί μάλλον δεν υποψιάζονται τι τους περιμένει, όταν θα κληθούν να κυβερνήσουν.