Του Σάκη Μουμτζή
Νομίζω πως η επίκληση από τον ΣΥΡΙΖΑ των αρχών της Αριστεράς για την υπερψήφιση του νέου εκλογικού νόμου, δεν πείθει κανέναν. Η προχθεσινή παρέμβαση της Προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Φώφης Γεννηματά, ήταν φαρμακερή. Υπενθύμισε στον πρωθυπουργό την προτροπή της το καλοκαίρι του 2015 η Βουλή να ψηφίσει με 250 ψήφους την απλή αναλογική κι εκείνος, ως γνωστόν, αρνήθηκε γιατί είχε άλλους σχεδιασμούς. Ο ΣΥΡΙΖΑ προηγείτο στις δημοσκοπήσεις, η απόφαση για προσφυγή στις κάλπες είχε ληφθεί και το συμφέρον του κόμματος επέβαλε την διατήρηση του υπάρχοντος εκλογικού συστήματος. Πολύ απλά, αν ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ισχυριστεί πως τον Ιανουάριο του 2015 κέρδισε τις εκλογές με εκλογικό σύστημα που ψήφισαν οι πολιτικοί αντίπαλοι του, για τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 δεν υπάρχει καμία δικαιολογία.
Ενώ μπορούσε να υπακούσει στην πάγια αρχή της Αριστεράς για την απλή αναλογική, υπάκουσε στο κομματικό συμφέρον και καρπώθηκε το κόμμα του το bonus των 50 εδρών. Συνεπώς, κάνοντας έναν απλό συλλογισμό, και σήμερα η πρόταση του για αλλαγή του εκλογικού νόμου εντάσσεται στην λογική υπηρέτησης των συμφερόντων του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πρωτιά της Νέας Δημοκρατίας και με σημαντική διαφορά.
Επειδή κυκλοφορούν διάφορα σενάρια καλπονοθευτικού εκλογικού συστήματος -κατά τα πρότυπα της δεκαετίας του 50- να υπενθυμίσω πως αυτά τότε απέδωσαν γιατί υπήρχε σημαντική απόκλιση της εκλογικής δύναμης του Ελληνικού Συναγερμού και της ΕΡΕ μεταξύ αστικών κέντρων και ημιαγροτικών και αγροτικών περιοχών. Αυτό το γεγονός έδινε την δυνατότητα στους εκλογομάγειρους της εποχής να προσαρμόσουν το εκλογικό σύστημα πάνω σε αυτό το δεδομένο.
Σήμερα τέτοιες αποκλίσεις δεν υπάρχουν. Τα ποσοστά των κομμάτων είναι σχεδόν ομοιόμορφα κατανεμημένα μεταξύ αστικών χώρων και αγροτικών περιοχών και υπάρχουν οι συνήθεις διαφοροποιήσεις σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές για λόγους ιστορικούς. (Κρήτη, Λέσβος, Λακωνία, κλπ.) Αυτές οι διαφοροποιήσεις όμως δεν μπορούν να αποτυπωθούν σε έναν εκλογικό νόμο και να λειτουργήσουν έτσι υπέρ συγκεκριμένου κόμματος.
Συνεπώς, ο ΣΥΡΙΖΑ θα φέρει στην Βουλή προς ψήφιση έναν νόμο που θα καθιστά σχεδόν αδύνατο τον σχηματισμό δικομματικής ή και τρικομματικής κυβέρνησης, αν σε αυτήν δεν συμμετέχει το δεύτερο κόμμα, δηλαδή ο ίδιος. Το μεγάλο πρόβλημα του είναι η εξεύρεση των 200 ψήφων, γιατί αυτό τον «καίει». Να εφαρμοστεί άμεσα, ώστε να παραμείνει στο κεντρικό πολιτικό παιχνίδι κι έτσι να αποφευχθεί η κριτική και η γκρίνια για την ήττα.
Τα υπόλοιπα κόμματα δηλαδή, δεν καλούνται να αποφασίσουν πάνω σε ένα σχέδιο εκλογικού νόμου. Καλούνται να απαντήσουν στο ερώτημα αν θα συμπράξουν στους σχεδιασμούς του ΣΥΡΙΖΑ. Αν με την ψήφο τους θα νομιμοποιήσουν τα πεπραγμένα του και θα τον επιβραβεύσουν γι' αυτά, δίνοντας του κεντρικό ρόλο στις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις. Το δίλημμα δεν είναι απλή αναλογική ή κάποιο σύστημα ενισχυμένης, αλλά αν ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να είναι ο ρυθμιστής των εξελίξεων ή όχι. Αν ο πολιτικός του βίος αξιολογείται θετικά ή αρνητικά, ώστε να επαναπρωταγωνιστήσει ή να μπει στο περιθώριο των εξελίξεων.
Αυτό είναι το δίλημμα του εκλογικού νόμου και το θέτει εμμέσως, ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, φανερώνοντας συγχρόνως και τις προθέσεις του για προσφυγή στις κάλπες το αμέσως προσεχές διάστημα. Τα κόμματα της ευρωπαϊκής αντιπολίτευσης επιβάλλεται να δουν το δάσος, δηλαδή τους ευρύτερους σχεδιασμούς του, και όχι το δέντρο, δηλαδή ένα συγκεκριμένο εκλογικό σύστημα. Και αναλογιζόμενα τις ιστορικές ευθύνες τους, να αποφασίσουν.