Πολιτική Συνοχής και ανάπτυξη

Πολιτική Συνοχής και ανάπτυξη

Του Δημήτρη Σκάλκου*

Η πολιτική συνοχής που ασκείται μέσω των ευρωπαϊκών Διαρθρωτικών και Επενδυτικών Ταμείων (ΕΔΕΤ) αποτελεί το κύριο χρηματοδοτικό μέσο μείωσης των περιφερειακών ανισοτήτων που καταγράφονται στον ευρωπαϊκό χώρο. Οι ελληνικές περιφέρειες υπήρξαν διαχρονικά από τις πλέον ωφελημένες της ευρωπαϊκής περιφερειακής πολιτικής καθώς τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχουν εισρεύσει στη χώρα μας κοινοτικοί πόροι της τάξης των 64 δις ευρώ. Πόροι που συνέβαλαν στην ανάπτυξη ενός σημαντικού δικτύου υποδομών, στον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, στη βελτίωση του ανθρώπινου δυναμικού και την αύξηση του κατά κεφαλή ΑΕΠ.

Η δραματική κρίση και η συνακόλουθη ύφεση των τελευταίων ετών εξουδετέρωσε σε μεγάλο βαθμό τις θετικές οικονομικές επιπτώσεις της πολιτικής συνοχής. Σήμερα, το σύνολο των δεκατριών ελληνικών περιφερειών κατατάσσεται ανάμεσα στις τριάντα οκτώ φτωχότερες περιφέρειες της Ε.Ε., ενώ οι εννέα ευρωπαϊκές περιφέρειες που κατέγραψαν τη μεγαλύτερη μείωση εισοδήματος την περίοδο 2008-2013 ήταν όλες ελληνικές.

Καθώς η παραγωγική βάση της χώρας παρακμάζει καθημερινά και το δημοσιονομικό περιθώριο για τις αναγκαίες δημόσιες επενδύσεις είναι εξαιρετικά περιορισμένο (το εθνικό σκέλος του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων είναι πρακτικά ανύπαρκτο), το «ΕΣΠΑ της κρίσης» καλείται να συμβάλει περισσότερο παρά ποτέ στην ανάταξη της εθνικής οικονομίας. Προς τούτο, καθίσταται απολύτως αναγκαία η μετάβαση από τη «δημοσιονομική» στη «στρατηγική» διαχείριση των συγχρηματοδοτούμενων πόρων μέσω μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής που δεν θα περιορίζεται στην απορρόφηση των διαθέσιμων πιστώσεων αλλά θα στοχεύει στην μακροπρόθεσμη οικονομική απόδοση (impact) των συγχρηματοδοτούμενων έργων. Μία στρατηγική που θα διασυνδέει εκείνες τις αναπτυξιακές δράσεις που μπορούν να  λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά συμβάλλοντας στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών με προστιθέμενη αξία.

Η συμμετοχή της Ελλάδας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας με ανταγωνιστικούς όρους προϋποθέτει την ενεργό παρουσία της στις «παγκόσμιες αλυσίδες αξίες». Με βάση τον Δείκτη Οικονομικής Πολυπλοκότητας που μετρά την ενσωμάτωση της γνώσης στα παραγόμενα προϊόντα, η Ελλάδα κατατάσσεται μόλις στην 53η θέση (ανάμεσα σε 128 κράτη), πίσω από χώρες όπως η Μολδαβία, η Τυνησία και η Κόστα Ρίκα (Hausmann, Hidalgo et al, The Atlas of Mapping Paths to Prosperity, 2013, MIT, Harvard). Οι πόροι των ΕΔΕΤ που έχουν δεσμευτεί για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας πρέπει πρώτιστα να στοχεύσουν στη βελτίωση της περιορισμένης «παραγωγικής γνώσης» της ελληνικής οικονομίας. Σε αυτή την κατεύθυνση:

Πρώτον, απαιτείται η αποτελεσματική προώθηση της ενσωμάτωσης της καινοτομίας στην παραγωγική δραστηριότητα, τομέας όπου η Ελλάδα παρουσιάζει σημαντική υστέρηση. Μάλιστα, το 2015 ο δείκτης καινοτομίας σημείωσε υποχώρηση σε μία περίοδο που τα άλλα μέλη της Ε.Ε. βελτίωναν τις επιδόσεις τους (European Innovation Scoreboard 2016).

Δεύτερον, απαιτείται η δημιουργία «συστάδων ανάπτυξης» (growth clusters) για τη διασύνδεση οικονομικών πόρων, ανθρώπινου κεφαλαίου, υποδομών και δικτύων, σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, στο πλαίσιο μιας πολιτικής για τις νεοφυείς επιχειρήσεις (start-ups). Σήμερα οι περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις και ειδικά οι μικρομεσαίες δραστηριοποιούνται αποκομμένες από εκείνο το οικονομικό περιβάλλον που μέσα από τις κατάλληλες «συνέργειες» θα τους επέτρεπε να αξιοποιήσουν πλήρως το παραγωγικό δυναμικό τους. 

Τρίτον, γνωρίζουμε ότι αν και βραχυπρόθεσμα οι επενδύσεις της πολιτικής συνοχής ενισχύουν την οικονομική δραστηριότητα, η μακροπρόθεσμη επίδρασή τους στην οικονομική ανάπτυξη συναρτάται από την «καλή διακυβέρνηση» (Rodriguez-Pose Α. and Garliazo Ε., “Quality of Government and the Returns of Investment”, OECD Regional Development Working Papers 2013/12). Επιπρόσθετα, όσο αυξάνεται το επίπεδο της επένδυσης, τόσο αυξάνεται η σημασία της ποιότητας της διακυβέρνησης. Είναι λοιπόν επιτακτική ανάγκη η στρατηγική των ΕΔΕΤ να διασυνδεθεί με τις κατάλληλες μεταρρυθμίσεις για την απομάκρυνση όλων των εμποδίων (bottlenecks) της οικονομικής δραστηριότητας (αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, βελτίωση επιχειρηματικού περιβάλλοντος, κ.ά.).

Το νέο κανονιστικό πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2014-2020 παρέχει την απαιτούμενη ευελιξία ώστε να κατευθύνουμε τους διαθέσιμούς πόρους προς εκείνους τους τομείς και τις δράσεις που παρουσιάζουν τις συγκριτικά μεγαλύτερες αναπτυξιακές δυνατότητες. Αυτό βέβαια σημαίνει την ιεράρχηση στόχων και αναγκών, κάτι που στην Ελλάδα των ισχυρών πελατειακών δικτύων δεν υπήρξε πάντοτε πολιτικά εφικτό. Για να το πούμε απλά, η ελληνική οικονομία δεν χρειάζεται την επιδότηση άλλων επιχειρήσεων εστίασης. Ο καναδός παλαιός μεταρρυθμιστής πρωθυπουργός Paul Martin συνήθιζε να λέει ότι το να κυβερνάς σημαίνει να επιλέγεις. Είναι λοιπόν επιτέλους καιρός να πάψουμε να αντιμετωπίζουμε τους πόρους των Διαρθρωτικών Ταμείων ως μέσο χρηματοδότησης (αναγκαίων και μη) μεσοπρόθεσμων επενδυτικών σχεδίων στο πλαίσιο της πολιτικής συνοχής και ενίοτε ως βραχυπρόθεσμο μέσο χρηματοδότησης μιας αναποτελεσματικής αντι-κυκλικής πολιτικής. Και να διαφυλάξουμε το πλέον σημαντικό εργαλείο ανάπτυξης για τη χώρα μας (ως πηγή χρηματοδότησης αλλά και ως σωρευμένη διαχειριστική εμπειρία) από τις κοντόθωρες πολιτικές σκοπιμότητες.

*Ο Δημήτρης Σκάλκος είναι πολιτικός επιστήμονας-διεθνολόγος. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Αλλάζει η Ελλάδα; Η πολιτική οικονομία των μεταρρυθμίσεων» (εκδόσεις Επίκεντρο).