Του Θεόδωρου Π. Παπαθεοδώρου*
Οι ρυθμίσεις για την απόλυση κρατουμένων από τη φυλακή υπό όρους υπήρξε διαχρονικά ένα θέμα έντονου επιστημονικού και πολιτικού διαλόγου. Κατά καιρούς και ανάλογα με τη δικαστική επικαιρότητα ή την πολιτική συγκυρία αμφισβητήθηκε η χρησιμότητα και η σκοπιμότητα του μέτρου, επικρίθηκαν οι επιπτώσεις του στην αναγκαία ισότητα έκτισης των ποινών και προβλημάτισε ο αυτοματοποιημένος χαρακτήρας της εφαρμογής του.
Η υπόθεση της πρόωρης αποφυλάκισης του επιχειρηματία Αριστείδη Φλώρου, ο οποίος είχε καταδικαστεί σε 21 χρόνια κάθειρξη για την υπόθεση της Energa - Hellas Power και εξέτισε τελικά κάποιους μήνες από την ποινή κάνοντας χρήση των σχετικών διατάξεων του άρθρου 110 Α του Ποινικού Κώδικα ανέδειξε στο δημόσιο διάλογο τα προβλήματα άνισης μεταχείρισης των κρατουμένων, αλλά και τα προβλήματα αντεγκληματικής πολιτικής που δημιούργησαν στην ουσία οι ρυθμίσεις του ν. 4356/2015 που ψήφισε η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ για την υπό όρους απόλυση.
Σπεύδω να ξεκαθαρίσω δύο πράγματα. Πρώτον: η υπό όρους απόλυση των κρατουμένων είναι ένας πολύ σημαντικός θεσμός του σωφρονιστικού συστήματος, χρήσιμος και απόλυτα αναγκαίος. Συνιστά ένα δικαίωμα των κρατουμένων σύμφωνα με το δικαϊκό μας σύστημα και πρέπει όλοι όσοι ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένες προϋποθέσεις να μπορούν να το απολαμβάνουν. Δεύτερον: ήδη από τη συζήτηση στη Βουλή για το ν. 4356/2015 είχα εκφράσει τις έντονες αντιρρήσεις μου για τις προϋποθέσεις απόλυσης από τη φυλακή που έθετε το νέο άρθρο 110 Α Π.Κ. Οι προϋποθέσεις αυτές, σε συσχετισμό με τις ασθένειες που περιγράφονται, καθώς και με τον τρόπο πιστοποίησης της αναπηρίας είναι ελαστικές και σε ορισμένες περιπτώσεις απολύτως φωτογραφικές.
Είχα πει και τότε, το υποστηρίζω και σήμερα ότι για αυτές τις ρυθμίσεις η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ νομοθέτησε με πολιτική σκοπιμότητα και όχι από πρόθεση διασφάλισης και προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Νομοθέτησε, ικανοποιώντας αιτήματα του κομματικού επιτελείου του ΣΥΡΙΖΑ που παρενέβαινε στις φυλακές και καθοδηγούσε το νομοθετικό έργο του Υπουργείου. Θυμίζω ότι το επίδικο ζήτημα για τον κομματικό και κοινοβουλευτικό ΣΥΡΙΖΑ ήταν αν θα μπορούσε να επωφεληθεί αυτών των διατάξεων μεταξύ άλλων και ο καταδικασμένος τρομοκράτης Σάββας Ξηρός με διαγνωσμένη αναπηρία άνω του 90%, κάτι που τελικά ο τελευταίος δεν έκανε. Το πρόβλημα των διατάξεων και των ελαστικών προϋποθέσεων παρέμεινε. Μεταξύ πολλών άλλων έκανε χρήση αυτών των διατάξεων ο Αρ. Φλώρος, καταδικασμένος σε κάθειρξη και έχοντας παραμείνει ελάχιστο διάστημα στη φυλακή. Άνισες ποινές, άνιση μεταχείριση.
Το πρόβλημα δεν είναι η υπό όρους απόλυση, αλλά οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος για τη χορήγηση της. Και αυτός ο νόμος πρέπει να αλλάξει. Θα πρέπει να επαναξεταστεί το όριο έκτισης του 1/5 της ποινής για την υπό όρους απόλυση (δηλαδή στα δύο χρόνια για κάποιον που έχει καταδικαστεί σε ποινή δέκα ετών). Κυρίως θα πρέπει το Δικαστικό Συμβούλιο ως δικαιοδοτικό όργανο να μπορεί να ελέγξει την πιστοποίηση της αναπηρίας από το ΚΕΠΑ, να την αμφισβητήσει και να διατάξει νέα πραγματογνωμοσύνη εφόσον το κρίνει σκόπιμο. Γιατί διαφορετικά το Δικαστικό Συμβούλιο μεταβάλλεται σε ένα γραφειοκρατικό όργανο που απλά διαπιστώνει τη συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων για την υπό όρους απόλυση του κρατουμένου, ανίκανο να ασκήσει πραγματικά αντεγκληματική πολιτική.
Για αυτούς αλλά και για πολλούς λόγους πολιτικής και νομοθετικής ουσίας ο νόμος αυτός πρέπει να αλλάξει, όπως και μία σειρά άλλων διατάξεων του Σωφρονιστικού Κώδικα. Ενός Κώδικα, η αναθεώρηση του οποίου ήταν έτοιμη και ολοκληρωμένη από το 2014, αλλά παραμένει επιμελώς σε εκκρεμότητα «σχεδίου υπό συμπλήρωση/ διαβούλευση» από τους Υπουργούς Δικαιοσύνης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ εδώ και τέσσερα σχεδόν χρόνια!
*Βουλευτής Αχαΐας Κινήματος Αλλαγής, Υπεύθυνος Κοινοβουλευτικού Τομέα Δικαιοσύνης, Μεταναστευτικής Πολιτικής και Ενημέρωσης