Του Ανδρέα Ζαμπούκα
Kάπως έτσι καταγράφεται ιστορικά η αρχή του κακού για την ιδιοκτησία και την αυθαίρετη δόμηση της ελληνικής επικράτειας: «Οι εθνικές γαίες ανήκαν είτε στο οθωμανικό δημόσιο είτε σε μουσουλμανικά ιδρύματα είτε σε ιδιώτες, ως ιδιοκτησία ή ως δικαίωμα νομής (εκμετάλλευσης)».
Οι περιουσίες αυτές περιήλθαν στην κυριότητα του ελληνικού κράτους «επαναστατικώ δικαίω». Για τις ελληνικές επαναστατικές κυβερνήσεις αποτέλεσαν το πρώτο και, ουσιαστικά, το μόνο κεφάλαιο στη διάρκεια του πολέμου, γι'' αυτό και χρησιμοποιήθηκαν ως υποθήκη για τη σύναψη δανείων ή ως μέσα εξασφάλισης εσόδων, μέσω της εκποίησής τους.
Η διανομή των «εθνικών γαιών», αν και αποτελούσε γενική επιθυμία, συναντούσε πολλά προβλήματα στην πράξη. Πολλοί από τους καλλιεργητές των κτημάτων αυτών είχαν δικαιώματα εκμετάλλευσης της γης από τα προεπαναστατικά χρόνια. Καλλιεργούσαν δηλαδή για πολλές γενιές τα χωράφια, αποδίδοντας ένα ποσοστό (περίπου 15%) στον κατ'' όνομα ιδιοκτήτη, καθώς και το φόρο επί της παραγωγής, τη δεκάτη. Οπωσδήποτε είχαν ισχυρά δικαιώματα ιδιοκτησίας πάνω στη γη και ήταν δύσκολο για το κράτος να τους ζητήσει να την εξαγοράσουν καταβάλλοντας υψηλό τίμημα. Η εξαγορά, εξάλλου, προϋπέθετε και ξεκάθαρους τίτλους ιδιοκτησίας, προσδιορισμό δηλαδή του προς εξαγορά αντικειμένου, πράγμα που ήταν ανύπαρκτο στον οθωμανικό χώρο, όπου υπήρχαν συνήθως επάλληλα δικαιώματα επί της γης.
Από την άλλη πλευρά, στη Στερεά Ελλάδα, ένα σημαντικό τμήμα των εθνικών γαιών, που δεν ήταν υπό τον έλεγχο των επαναστατών στο τέλος του πολέμου, πέρασαν άμεσα στα χέρια ιδιωτών με απευθείας εξαγορά από τους οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, σε χαμηλή μάλιστα τιμή. Έτσι, το κράτος έχανε την ευκαιρία της διαμεσολάβησης και της αποκόμισης προσόδων. Δεν ήταν επίσης σπάνιες οι καταπατήσεις, ιδιαίτερα σε εποχές ταραχών και κρίσης, καταπατήσεις που δύσκολα μπορούσαν να αποδειχθούν σε εδάφη με αμφισβητούμενα πιστοποιητικά ιδιοκτησίας. Στο χώρο της έγγειας ιδιοκτησίας, το οθωμανικό δίκαιο διέφερε σημαντικά από το βυζαντινορωμαϊκό, το οποίο υιοθέτησε το ελεύθερο ελληνικό κράτος. Η προσαρμογή των πραγματικών δεδομένων στη μεταβολή αυτή άφηνε μεγάλα περιθώρια για κάθε είδους ατασθαλίες.
Γενικότερα όμως, οι τάσεις οδηγούσαν στον πολυτεμαχισμό των εθνικών γαιών σε μικρές ή μεσαίες ιδιοκτησίες και όχι στη συγκέντρωση μεγάλων κτημάτων στα χέρια λίγων κεφαλαιούχων...
Μετά από δύο αιώνες λειτουργίας του ελληνικού κράτους, θα περίμενε κανείς ότι όλα τα παραπάνω θα είχαν εξαλειφθεί. Κι όμως, πολύ λίγα πράγματα άλλαξαν, στη βάση αρχών που διέπει θεσμικά, κάθε ιδιοκτησιακό και πολεοδομικό «δίκαιο». Ούτε ολοκληρωμένο κτηματολόγιο έχουμε ούτε ολοκληρωμένο σχέδιο δόμησης ούτε και συλλογική διάθεση νομής της ιδιοκτησίας. Αντίθετα, κυριαρχούν οι αμφισβητήσεις γης, η πολυνομία και η μικροϊδιοκτησία.
Ολόκληρη η χώρα αυθαιρετεί προσανατολισμένη πάντα σε όλες τις παραπάνω συνθήκες από τις οποίες ξεκίνησε ολόκληρη η φιλοσοφία νομής της ελληνικής επικράτειας. Μ΄αυτό το καθεστώς δομήθηκαν οι ελληνικές πόλεις και με αυτό το καθεστώς μοιράστηκε η αγροτική γη. Και με αυτό το καθεστώς δημιουργήθηκε η στοιχειώδης «αστική» κουλτούρα των «Νεοελλήνων»...
Τι πρέπει να γίνει; Δεν βλέπω άλλη λύση από την ολοκλήρωση του Κτηματολογίου, των δασικών χαρτών και της αυστηρής καταγραφής ρεμάτων, ποταμών και δημόσιων χώρων που έχουν καταπατηθεί. Κι από εκεί και πέρα, ψήφιση από όλα τα κόμματα της Βουλής για γκρέμισμα όλων των αυθαίρετων κτιρίων, ιδιωτικών και δημόσιων.
Ποιος θα το κάνει; Πιθανότατα κανείς. Πιθανότατα κάποιος που θα θυσιάσει την πολιτική του καριέρα και ίσως και την ίδια του τη ζωή, για να ξεκινήσει και μόνο, μια πολυετή και δύσκολη διαδικασία. Με την ελπίδα να βρεθούν διάδοχοι με την ίδια διάθεση και την ίδια επιμονή.
Επειδή όμως, δύσκολα θα συμβεί κάτι τέτοιο, ας συμβιβαστούμε με την αυθαιρεσία μας. Έτσι κι αλλιώς, τη θεωρούμε στοιχείο ταυτότητας για τον πολιτισμό και την ιδιοσυγκρασία μας. Να ξέρουμε όμως ότι η αυθαιρεσία και το «αντάρτικο» θέλουν θυσίες και ενίοτε, αίμα. Η φύση ποτέ δεν χαρίζεται σε κανέναν. Ούτε καν στην ανοησία μας...