To 1969 o Ρόναλντ Ρέηγκαν τότε κυβερνήτης της Πολιτείας της Καλιφόρνιας με αφορμή τα σοβαρά επεισόδια στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλευ απαντώντας στην σφοδρή κριτική που δέχτηκε για τους χειρισμούς του, είχε πει: «…Να διαπραγματευώ, τι υπάρχει για να διαπραγματευώ; … δεν αφήνουμε τους νέους ανθρώπους να πιστεύουν ότι έχουν το δικαίωμα να επιλέγουν τους νόμους στους οποίους θα συμμορφώνονται στο όνομα της κοινωνικής διαμαρτυρίας…».
Ο μετέπειτα Πρόεδρος των Η.Π.Α., είναι γνωστό ότι δεν μασούσε τα λόγια του και φρόντιζε οι πράξεις του να είναι σε αντιστοιχία. Ανάλογα με την πολιτική τοποθέτηση του καθενός οι αποφάσεις που πήρε την Άνοιξη του 1969 μπορεί να είναι καταδικαστέες, αμφιλεγόμενες ή οι ενδεδειγμένες.
Η ιστορία έδειξε όμως ότι επικοινωνούσε με το κοινό αίσθημα της εποχής, δίνοντας ένα πολύ σαφές και ανυποχώρητο στίγμα το οποίο ουσιαστικά τον καθιέρωσε στην πολιτική σκηνή και τελικά στο πάνθεο των μεγάλων ηγετών.
Άλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι, άλλες κοινωνικές ανάγκες και προτεραιότητες, θα μου πει κάποιος. Θα συμφωνήσω, αλλά ειλικρινά αναρωτιέμαι τι ή ποιος χρειάζεται επιτέλους για να αντιμετωπιστεί ο περιθωριακός πολιτικός εξτρεμισμός στην χώρα μας;
Μερίδα της κοινοβουλευτικής αριστεράς, εξωκοινοβουλευτική αριστερά, αναρχικοί, χούλιγκανς και εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου με παρακρατικές παραφυάδες, επενδύουν στην «διαρκή ανυπακοή», τον ακτιβισμό και την ανωμαλία, ενώ μια σαστισμένη κοινωνία ψάχνει για ερείσματα σε τυχάρπαστα λαϊκιστικά μορφώματα της πολιτικής.
Στο ΑΠΘ διανύουμε την 17η ημέρα κατάληψης του κτιρίου της Πρυτανείας από μερικές δεκάδες αγνώστου ταυτότητας άτομα, στο όνομα της «κατάργησης των ταξικών φραγμών και τις επιταγές του κεφαλαίου» που θα «επιτευχθεί» με την κατάργηση του πρόσφατου ψηφισμένου από την Βουλή νόμου για την πανεπιστημιακή αστυνομία.
Στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επισκέπτονται τον χώρο όχι για να ζητήσουν από τους καταληψίες να αποχωρήσουν αλλά για να ζητήσουν να αποχωρήσει η αστυνομία που αποτρέπει την είσοδο και άλλων ομάδων στην πρυτανεία.
Η Σύγκλητος του ΑΠΘ σε ψήφισμά της ζητά να μη διωχθούν ποινικά οι συλληφθέντες σε επιχείρηση της Αστυνομίας την 22α Φεβρουαρίου που η ίδια είχε ζητήσει(!) γιατί αφελώς πιστεύει ότι έτσι θα εκτονωθεί η κατάσταση.
Παράλληλα, η χώρα αντιμετωπίζει ένα κύμα βίας από τους υποστηρικτές ενός καταδικασμένου για 11 δολοφονίες εκτελεστή-τρομοκράτη ο οποίος διεκδικεί την μεταφορά του στην φυλακή της αρεσκείας του. Η αυξημένη και παρατεταμένη ένταση τελικά οδηγεί στο καταδικαστέο περιστατικό αστυνομικής βίας στην Ν. Σμύρνη και στην συνέχεια στην απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση του αστυνομικού στις 9 Μαρτίου.
Δεν θα επιχειρήσω μια πολιτική ανάλυση πίσω από τους λόγους της σημερινής κατάστασης. Τους ποιους ευνοεί, είναι προφανές. Ο πολιτικός τους κυνισμός είναι επίσης προφανής, όταν «αναλαμβάνουν την ευθύνη» (τι να σημαίνει άραγε αυτό;) για την διασπορά του κορονοϊού ως αποτέλεσμα συνεχόμενων διοργανώσεων πορειών και συγκεντρώσεων, εν μέσω μιας κρίσιμης φάσης της πανδημίας που έχει καταφέρει τεράστιο πλήγμα στην οικονομία της χώρας και ευθύνεται για δεκάδες θανάτους συμπολιτών μας καθημερινά.
Ένα όμως είναι βέβαιο στα δικά μου μάτια. Η τακτική του κατευνασμού νομοτελειακά οδηγεί στην παράδοση. Είναι μόνο θέμα χρόνου όταν ακολουθήσεις αυτό τον δρόμο να φτάσεις τελικά στο σημείο που όταν λάβεις το τελεσίγραφο, να μην έχεις πλέον ούτε τα ηθικά, ούτε τα ψυχικά ούτε τα πολιτικά πλέον ερείσματα για να αντισταθείς. Ποτέ και σε καμία περίπτωση, σε όλη την ιστορία του ανθρώπινου γένους, δεν υπήρξε ούτε μία εξαίρεση ούτε στο πεδίο της κοινωνικής διαπάλης ούτε στο πεδίο των διεθνών σχέσεων.
Από την άλλη θεωρώ ότι η πολιτική δεν μπορεί να στηρίζεται ούτε στην αστυνομική καταστολή ούτε σε απρόσωπα στελέχη. Μία κυβέρνηση δεν είναι ανώνυμη εταιρεία που οι επιδόσεις των στελεχών της είναι μετρήσιμες αποκλειστικά με ποσοτικούς δείκτες.
Εννοώ ότι η προσωπικότητα ενός υπουργού για παράδειγμα, είναι ίσως το βασικό κλειδί για την επιτυχία μιας πολιτικής μεταρρύθμισης. Γιατί αυτός πρέπει να πείσει, να εξηγήσει, να διαπραγματευτεί, να βρει συμμαχίες, να αντισταθεί. Με λίγα λόγια την δουλειά του δεν μπορεί να την κάνει η αστυνομία ούτε οι δημοσιογράφοι των ΜΜΕ.
Η αστυνομία όταν κληθεί, δεν υπάρχουν πια πισωγυρίσματα και η αποφασιστικότητα είναι αδιαπραγμάτευτη. Η καλύτερη μεταρρύθμιση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία όταν είναι αγνώστου πατρός. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο πολιτικός εντολέας είναι ο λαός και αυτός πρέπει να πεισθεί, με κόπο είναι αλήθεια, από τον άνθρωπο που καλείται να φέρει σε πέρας ένα σημαντικό έργο.
Δεν ισχυρίζομαι ότι διαθέτω το αλάθητο. Τις απόψεις μου καταθέτω που ενδεχομένως να είναι λανθασμένες, ίσως και αφελείς. Αλλά δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τον εαυτό μας. Και προσωπικά (παραφράζοντας τον Αλεξάντερ Χάμιλτον) πάντα επέλεγα τον κίνδυνο από την ντροπιαστική υποχώρηση.
* Ο Αχιλλέας Ζαπράνης είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής & Νευρωνικών Συστημάτων, Τμήμα Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής Πανεπιστήμιο Μακεδονίας