Σε ένα από τα πλέον δισεπίλυτα προβλήματα τείνει να εξελιχτεί το ερώτημα για το αν τα μνημόνια προκλήθηκαν από την προγενέστερη οικονομική κατάσταση της χώρας ή αν τα μνημόνια έφεραν την κρίση. Το πραγματικό ερώτημα είναι γιατί προκαλείται αυτή η συζήτηση τώρα ειδικά. Γιατί δεν έγινε το 2010 ή το 2012. Τι είναι αυτό που βλέπουν τώρα και επιχειρούν την… ιστορική δικαίωση;
Ο κάθε ένας από εμάς έχει μια τοποθέτηση απέναντι στα γεγονότα, ανάλογα με τις δικές του εμπειρίες. Ανεξάρτητα πάντως από αυτό, είναι δύσκολο να διαστρέψει κανείς την ιστορική πραγματικότητα, όση προσπάθεια κι αν καταβάλει, όσοι υποκειμενισμοί κι αν τον ωθούν προς αυτή την κατεύθυνση. Από την άλλη πλευρά, είναι ανόητο να φωνάζει κανείς ότι είναι ο μόνος που κατέχει το ξίφος της αλήθειας και μάλιστα σε μια χρονική περίοδο τόσο κοντινή στα γεγονότα.
Τι προκάλεσε την κρίση; Η πολιτική του Κωνσταντίνου Σημίτη, του Κωνσταντίνου Καραμανλή ή του Γεωργίου Παπανδρέου; Στην Ελλάδα του 2017 θα πρέπει κανείς να απαντήσει διαλέγοντας ένα από τα τρία πρόσωπα που αναφέραμε. Θα δεχτεί την οργή των οπαδών του, αλλά πιθανότατα θα γλιτώσει το λιντσάρισμα (αγαπημένο άθλημα των νεοελλήνων), επειδή οι οπαδοί των άλλων δύο προσώπων θα ορθώσουν τείχος προστασίας. Όχι γιατί κι οι ίδιοι πιστεύουν ότι αυτό είναι οπωσδήποτε και το πρέπον, αλλά διότι αυτό απαιτούν οι όροι της ποδοσφαιροποίησης της πολιτικής μας ζωής.
Το χειρότερο που μπορεί να κάνει ένας αρθρογράφος είναι να προσπαθήσει να μοιράσει τις ευθύνες, όπως αυτός αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να το κάνει. Σε αυτή την περίπτωση θα εισπράξει την οργή όλων των οπαδών. Με άλλα λόγια, η προσπάθεια προσέγγισης της αλήθειας τυγχάνει η ασφαλέστερη οδός για το λιντσάρισμα του αρθρογράφου. Γνωρίζοντας αυτά, θα επαναλάβω μία παλαιότερη τοποθέτησή μου: Η κρίση δεν προέκυψε στα ξαφνικά. Η κακοδιαχείριση ξεκίνησε στα παλαιότερα χρόνια και στο τέλος λειτούργησε ως χιονοστιβάδα, αφού ούτε η κυβέρνηση Σημίτη ούτε κι εκείνη του Καραμανλή θέλησαν να εμποδίσουν την εξέλιξη του φαινομένου. Μέχρι που φτάσαμε στη διακυβέρνηση Παπανδρέου, όπου η βόμβα έσκασε στα χέρια της. Κι όχι μόνο διότι έτυχε, αλλά και εξαιτίας ατυχέστατων επιλογών του κ. Παπανδρέου. Η ιστορία της ελληνικής κρίσης δεν είναι ένα… στιγμιαίο αδίκημα. Είναι η ίδια η σύγχρονη ιστορία μας. Αλλά και πάλι αυτό δεν σημαίνει ότι αν δεν ήταν ο κ. Παπανδρέου δεν θα είχε έρθει η κρίση! Ίσως αν είχαν όλοι συναινέσει τότε στην αντιμετώπισή της να είχαμε γλιτώσει τα χειρότερα. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα…
Κι ερχόμαστε τώρα στη συζήτηση εκείνη που κάποιοι προσπαθούν να την κάνουν ιδιαιτέρως σημαντική το τελευταίο χρονικό διάστημα. Για το αν ο βασικός υπαίτιος της κρίσης ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο νεότερος ή αν αυτός υπήρξε θύτης μιας συνωμοσίας ενός σκοτεινού κύκλου που έφερε στην Ελλάδα το ΔΝΤ και τα μνημόνια.
Η πρώτη ερώτηση που πρέπει κανείς να κάνει σε αυτή την περίπτωση είναι ποιος ωφελείται σήμερα από αυτή την συζήτηση. Γιατί, δηλαδή, επανέρχεται σήμερα και μάλιστα με σφοδρότητα. Κερδίζει κάτι ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής; Αυτό είναι δύσκολο να το αποδεχτεί κανείς, αφού κάθε αναφορά σε εκείνη την περίοδο επιτρέπει σε διαφόρους να κυλούν στη λάσπη το όνομα της πολιτικής αυτής οικογένειας. Καλώς ή κακώς; Κακώς κατά την προσωπική μου άποψη, εφόσον αυτή έχει οποιαδήποτε αξία. Είπαμε, όμως, ο κάθε ένας έχει την άποψή του κι αυτή δεν πρόκειται να αλλάξει επειδή εγώ ή εσείς που τώρα διαβάζετε αυτές τις σειρές μπορείτε να επηρεαστείτε από κάποιον που αποφάσισε να πει πιο δυνατά από εμάς την άποψή του. Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει: γιατί τώρα και ποιος κερδίζει;
Μπορούμε να σας πούμε ποιος χάνει από αυτή τη συζήτηση! Χάνει ο κ. Καραμανλής! Δεν του αξίζει αυτή η «αντιπαράθεση». Χάνει κι η αντιπολίτευση της Νέας Δημοκρατίας, καθώς κινδυνεύει με αυτό τον τρόπο κι εφόσον η ηγεσία της πατήσει την πεπονόφλουδα και παρασυρθεί στο παιγνίδι του κυνηγιού των αόρατων εχθρών, να βυθιστεί στην εσωστρέφεια και στον απομονωτισμό. Και μάλιστα την ώρα που η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ βυθίζεται στις δημοσκοπήσεις. Εκείνος που σίγουρα κερδίζει είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, που ίσως βρει ένα σωσίβιο σε αυτή την άσκοπη συζήτηση. Το αμέσως επόμενο ερώτημα είναι ποιος προκρίνει αυτή τη συζήτηση!
Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι αυτή η συζήτηση γίνεται σε πλήρη γνώση του κ. Καραμανλή. Μπορεί να ικανοποιεί κατά κάποιον τρόπο τον εγωισμό του και αυτό είναι ανθρώπινο. Όπως κι ανθρώπινο είναι να εξοργίζεται κάθε φορά που κάποιος υποστηρίζει ότι αυτός και μόνο αυτός είναι ο υπαίτιος της κρίσης. Ο οποιοσδήποτε στη θέση του θα θύμωνε. Διότι δεν είναι αλήθεια.
Ο κ. Καραμανλής δεν θα ήθελε τη ζημία του κόμματος που ίδρυσε ο θείος του. Αυτό είναι βέβαιο. Στη συζήτηση αυτή, πάντως, συμμετέχουν άνθρωποι που θα ήθελαν να μιλούν στο όνομά του. Μένει, λοιπόν, να αποσαφηνιστεί αν τα πράγματα είναι όπως τα φανταζόμαστε, ότι κάποιοι δρουν αποσταθεροποιητικά χωρίς να έχουν τη στήριξή του ή αν ο ίδιος έχει αποφασίσει κάτι διαφορετικό. Κι αυτό μέσα στη ζωή είναι και επίσης ανθρώπινο. Αν και δύσκολα θα γίνει πιστευτό. Μήπως δεν έχουν πει ότι στηρίζει την κυβέρνηση Τσίπρα; Και λοιπόν; Μπορούμε να πιστέψουμε κάτι τέτοιο; Ότι στηρίζουν ανοικτά τον κ. Τσίπρα κάποιοι παλαιοί συνεργάτες του, αυτό δεν είναι κάτι για το οποίο ο ίδιος έχει ευθύνη. Πέραν ίσως από την απόδειξη ότι έχει κάνει στο παρελθόν κακές επιλογές…
Μία δήλωσή του θα ξεκαθάριζε απολύτως τα πράγματα, έναντι εκείνων που θέλουν να προκαλέσουν ζημία τόσο στη Νέα Δημοκρατία όσο και στον ίδιο. Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι όλη αυτή η υπόθεση έχει καλή προαίρεση και ότι ξεκίνησε από κάποιους που θέλησαν με αυτό τον τρόπο να προσφέρουν καλές υπηρεσίες στον κ. Καραμανλή, η αλήθεια είναι ότι έχει ήδη καταλήξει σε μία παράσταση που προσφέρει υπηρεσίες μόνο στον Αλέξη Τσίπρα και στην κυβέρνησή του.
Θανάσης Μαυρίδης