Του Δημήτρη Κούρκουλα
Ποιο έδαφος αναλογεί ιστορικά σε κάθε λαό και σε κάθε έθνος; Είναι το ερώτημα που έθεσε δημόσια ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, δηλώνοντας ότι «μπορεί να μην έχουμε το έδαφος εκείνο το οποίο ιστορικά θα μας αναλογούσε». Για τους ιστορικούς και τους διεθνολόγους είναι το ερώτημα του «ενός εκατομμυρίου». Έχουν χυθεί ποταμοί αίματος και μελάνης, χωρίς όμως να έχει βρεθεί κοινά αποδεκτός κανόνας για το δίκαιο κριτήριο κατανομής εδαφών. Πρέπει τα εδάφη να δοθούν στο έθνος εκείνο που έχει την πλειονότητα των κατοίκων; Την πλειονότητα σε μια ευρύτερη ή σε μια στενότερη περιοχή; Σε ποιο χρονικό σημείο πρέπει να μετρηθεί η εθνοτική σύνθεση; Πριν ή μετά από έναν πόλεμο που προκάλεσε μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών; Πριν ή μετά την εφαρμογή πολιτικών εθνοκάθαρσης;
Τα παραπάνω ερωτήματα υπήρξαν για ένα μεγάλο διάστημα του 19ου και του 20ού αιώνα το υπόβαθρο αιματηρών πολέμων σε πολλές περιοχές του κόσμου. Η συχνότητα και η σκληρότητα τέτοιων συγκρούσεων στην περιοχή μας έδωσαν στα Βαλκάνια την κακοφημία τους. Τα νέα εθνικά κράτη που αναδείχθηκαν με την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διεκδικούσαν και ονειρεύονταν περισσότερα εδάφη απ' όσα τελικά κατόρθωσαν να αποσπάσουν. Ήταν κάτι αναπόφευκτο, αφού το ίδιο έδαφος διεκδικούσαν περισσότερα κράτη και στην ίδια περιοχή κατοικούσαν άτομα που ανήκαν σε διαφορετικές εθνότητες. Έτσι λοιπόν η αίσθηση των «χαμένων πατρίδων» είναι βαθιά ριζωμένη σε πολλούς γείτονές μας, όπως βεβαίως και στη δική μας συλλογική μνήμη. Μιλάμε για χαμένες πατρίδες όταν αναφερόμαστε στον ξεριζωμό εκατοντάδων χιλιάδων ελληνικών οικογενειών από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και άλλες περιοχές της σημερινής Τουρκίας ή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η αίσθηση των χαμένων πατρίδων συνοδεύεται πάντα και από την αίσθηση ότι αδικηθήκαμε από κάποιους ισχυρούς του κόσμου τούτου ή, ακόμη χειρότερα, ότι υπήρξε κάποια διεθνής συνωμοσία που μας απέτρεψε από το να απελευθερώσουμε όλα τα εδάφη που διεκδικούσαμε. Δεν θα πρέπει όμως να ξεχνάμε, χωρίς αυτό να μειώνει την τραγικότητα της απώλειας της πατρογονικής εστίας, ότι τον 19ο και τον 20ό αιώνα υπήρξαν «χαμένες πατρίδες» και για άλλους λαούς της περιοχής και ότι κι άλλοι θεωρούν ότι αδικήθηκαν από τις μεγάλες δυνάμεις.
Ένα τέτοιο έντονο αίσθημα «αδικίας» για τις χαμένες πατρίδες είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στους Βούλγαρους γείτονές μας. Λανθασμένες διπλωματικές επιλογές τούς οδήγησαν επανειλημμένα στο στρατόπεδο των ηττημένων, σε όλες τις κρίσιμες πολεμικές αναμετρήσεις του 19ου και του 20ού αιώνα. Είναι η χώρα που σε διάστημα μόλις λίγων μηνών, μεταξύ Μαρτίου και Ιουλίου του 1878, χωρίς να μεσολαβήσει κάποια στρατιωτική ήττα, έχασε με τη Συνθήκη του Βερολίνου σχεδόν το ήμισυ των εδαφών που της είχαν δοθεί με τη ρωσο-τουρκική Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.
Αλλά γιατί να μη θρηνούν χαμένες πατρίδες και οι φίλοι μας οι Σέρβοι, όταν από κυρίαρχη εθνότητα μιας πολυεθνικής Γιουγκοσλαβίας των 225.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων και των 23 εκατομμυρίων κατοίκων έχουν σήμερα συρρικνωθεί στο 1/3 του εδάφους και στο 1/3 του πληθυσμού, χωρίς πρόσβαση στη θάλασσα; Αδικημένοι αισθάνονται και οι μουσουλμάνοι της Βοσνίας (Bosniaks), παρότι με την παρέμβαση των δυτικών δυνάμεων εδραίωσαν το ανεξάρτητο κράτος που ονειρεύονταν, αλλά δυσανασχετούν γιατί μοιράζονται ένα μέρος της εθνικής κυριαρχίας τους με τους Σερβο-βόσνιους που έχουν συγκεντρωθεί στη Republika Srpska, στη Σερβική Δημοκρατία, που αποτελεί συστατικό μέρος της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης. Αν ρίξουμε μια ματιά βορειότερα, στα όρια Βαλκανίων και Κεντρικής Ευρώπης, πάλι δυσαρεστημένους λαούς θα βρούμε, που ακόμη αισθάνονται πικρία για τις χαμένες πατρίδες τους, όπως η Ουγγαρία, μια κραταιά αυτοκρατορία που συρρικνώθηκε και αναγκάστηκε να αφήσει εκτός εθνικών συνόρων της εκατομμύρια Ούγγρους.
Ο μεγαλύτερος όμως χαμένος του 20ού αιώνα δεν είναι άλλος από την Τουρκία. Οι Τούρκοι, ως διάδοχοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έχασαν μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα τεράστια εδάφη που έλεγχαν επί αιώνες: σχεδόν όλα τα Βαλκάνια, μέχρι το Σαράγεβο, αλλά και σημαντικά εδάφη στη Βόρεια Αφρική και στη Μέση Ανατολή, από την Αλγερία μέχρι το Ιράκ.
Πώς λοιπόν ξεφεύγει κανείς από τον φαύλο κύκλο των εδαφικών διεκδικήσεων και των συνεχών πολέμων που σημάδεψαν την Ιστορία της Ευρώπης και των Βαλκανίων; Σήμερα η επικράτηση της ειρήνης βασίζεται σε δύο θεμελιώδεις αρχές: στην αρχή του απαραβίαστου των συνόρων και της αρχής της αυτοδιάθεσης: τα σύνορα δεν μπορεί να αλλάξουν, παρά μόνο με κοινή συμφωνία όλων των εμπλεκόμενων κρατών. Παράλληλα όμως συνεχίζει να ισχύει, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις, και η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών. Οι δύο αυτές αρχές μπορεί κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες να βρεθούν σε σύγκρουση. Και η επίλυση της σύγκρουσης αυτής δεν αποτελεί απλή υπόθεση, όπως είδαμε και την περίοδο της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας.
Η τήρηση της αρχής του απαραβίαστου των συνόρων είναι συστατικό στοιχείο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η εμμονή στην αρχή αυτή είναι αναγκαία για την προστασία των εθνικών μας συμφερόντων. Οποιαδήποτε παρέκκλιση που εμπεριέχει στοιχεία αναθεωρητισμού, στο όνομα κάποιων ιστορικών δικαίων, μόνο ζημιά θα μπορούσε να προκαλέσει.
*Αναδημοσίευση από τη στήλη «Μετά Λόγου» του Φιλελεύθερου της Τετάρτης 14 Μαρτίου 2018