Όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης δηλώνει με απόλυτο τρόπο, πως οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας και δεν θα αλλάξει ο εκλογικός νόμος, αυτός που τσιμπιέται να δει αν ονειρεύεται, είναι ο καθένας από μας.
Η θέση αυτή συγκρούεται με την εμπεδωμένη εντύπωση των πολιτών και των πολιτικών (υπουργών και βουλευτών περιλαμβανομένων) πως στη χώρα μας, η θητεία μιας κυβέρνησης είναι ο χρόνος που ξοδεύεται ανάμεσα σε δυο εκλογικές αναμετρήσεις.
Η κρατούσα πολιτική λογική έλεγε, πως όταν μια κυβέρνηση έχει πολιτικό πρόβλημα το λύνει με τις εκλογές. Αλλάζοντας στο μεσοδιάστημα και τον εκλογικό νόμο. Ο τελευταίος που ακολούθησε την πρακτική αυτή ήταν ο κ.Τσίπρας το Σεπτέμβριο του 2015 και ενώ κέρδισε δυο φορές με μπόνους 50 εδρών, καθ΄ όδον προς την ήττα πρόσφερε τη συνταγή της ακυβερνησίας με την απλή αναλογική.
Πόσο εθνικό κεφάλαιο και ΑΕΠ, έχασε η χώρα μπαίνοντας και βγαίνοντας σε αυτούς τους εκλογικούς κύκλους που έγιναν λάστιχο, θα είχε τεράστια αξία αν μπορούσε να αποτιμηθεί.
Η ένταση της εκλογολογίας δεν έχει κανένα ουσιαστικό έρεισμα και δεν αφορά την κοινωνία.
Πρώτον διότι η χώρα δεν έχει πολιτικό πρόβλημα. Αν είχε, θα υπήρχε μια αληθινή βάση συζήτησης για εκλογές. Έχει όμως, μεγάλα προβλήματα. Κάποια προϋπήρχαν, κάποια προέκυψαν στην πορεία ( Εβρος ελληνοτουρκικά πανδημία, πόλεμος ). Κάποια οξύνονται επικίνδυνα.
Ωστόσο, το αφήγημα ότι τα τωρινά προβλήματα προκάλεσε είτε δια πράξεων είτε δια παραλείψεων η κυβέρνηση Μητσοτάκη, δεν αναπαράγεται ούτε στα καφενεία από τους ένθερμους οπαδούς του ΣΥΡΙΖΑ. Ανακυκλώνεται στο κομματικό στερέωμα της Κουμουνδούρου και όχι από όλες τις τάσεις.
Δεύτερον, διότι η κυβέρνηση δεν έχει πολιτικό πρόβλημα.
Ούτε στην κορυφή, ούτε στη βάση της. Η κοινοβουλευτική της πλειοψηφία είναι ισχυρή, η υποχώρηση των ρυθμών παραγωγής έργου βρίσκεται στα όρια της φυσιολογικής «κόπωσης», εσωκομματικές διαφωνίες ως προς την πολιτική και το manual διαχείρισης των κρίσεων δεν υπάρχουν.
Κάτι λίγοι γαλάζιοι βουλευτές πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να κάνουν τα πράγματα καλύτερα αλλά ευτυχώς δεν θα χρειαστεί μάλλον να δούμε τις δυνατότητές τους. Η εκλογική βάση της ΝΔ παραμένει αδιατάρακτη, το διευρυμένο εκλογικό της ακροατήριο δεν την έχει εγκαταλείψει, οι διαρροές της είναι μικρές.
Τρίτον, διότι οι πολίτες αποδοκιμάζουν τη συζήτηση και τα σενάρια της πρόωρης κάλπης. Μόνον ένα 20% τάσσεται υπέρ των εκλογών. Η συντριπτική πλειοψηφία είτε επιθυμεί, είτε αποδέχεται – και ως απόρροια των συνθηκών που διαμορφώθηκαν – ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη πρέπει να τελειώσει την τετραετία και τη δουλειά που ανέλαβε στις εκλογές του 2019.
Πολιτικό πρόβλημα έχει μόνον ο κ. Τσίπρας. Εξαιτίας αυτού φωνάζει για εκλογές, ώστε να προκαλέσει την εντύπωση μιας ανύπαρκτης ισχύος μέσα στο κόμμα του και έξω στην κοινωνία.
Τις κάλπες θα τις θέλει πραγματικά, όταν ξαναδέσει τον γαϊδαρό του στην καρέκλα του προέδρου, μέσω της απευθείας εκλογής του από τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ.