Του Παύλου Ελευθεριάδη*
Η υπόθεση Φλώρου σκανδαλίζει για άλλη μια φορά την κοινή γνώμη. Η αποφυλάκισή του δημιουργεί εύλογα ερωτήματα για την εύνοια που δείχνει το δικαστήριο προς έναν κατά σύστημα εγκληματία. Ο Αριστείδης Φλώρος έχει καταδικαστεί όχι μόνο για την υπεξαίρεση τεράστιων ποσών από την Εnerga, την εταιρεία την οποία διηύθυνε, αλλά και για την απόπειρα ανθρωποκτονίας του δικηγόρου Γιώργου Αντωνόπουλου. Σύμφωνα με τα ελληνικά δικαστήρια, πρόκειται για έναν επικίνδυνο κατά συρροή εγκληματία.
Το Εφετείο που τον δικάζει σε δεύτερο βαθμό, αναφέρει το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, διέταξε όμως την αποφυλάκισή του εν' όψει της κατάργησης των επιβαρυντικών διατάξεων για τους καταχραστές του δημοσίου, που ψήφισε ο Σύριζα με τον νέο Ποινικό Κώδικα. Με τις νέες διατάξεις ένας καταχραστής με καλή συμπεριφορά στη φυλακή πράγματι δικαιούται να αποφυλακιστεί μετά από 6 χρόνια.
Είναι άλλη μια παραδοξότητα: από τη μία ο Σύριζα καταγγέλλει τους πολιτικούς του αντιπάλους ως μαφιόζους και καταχραστές (κάτι που έκανε όχι μόνο στην υπόθεση Νovartis αλλά και με την άθλια ανακοίνωσή του για την αποφυλάκιση Φλώρου), και από την άλλη δείχνει αδικαιολόγητη επιείκεια στους πραγματικούς μαφιόζους και καταχραστές. Η επιείκεια αυτή είναι κατά τη γνώμη μου απαράδεκτη. Ελπίζω η νέα κυβέρνηση να την διορθώσει με αλλαγή του Κώδικα προς το αυστηρότερο.
Η αποφυλάκιση του Φλώρου συνδέεται όμως και με ένα άλλο προβληματικό κομμάτι της ποινικής μας δικαιοσύνης. Συνδέεται με την «αναστολή» εκτέλεσης της ποινής για την απόπειρα ανθρωποκτονίας, που αποφάσισε για τον Φλώρο το Μεικτό Ορκτωτό Δικαστήριο τον Μάρτιο του 2018, εν όψει της έφεσης. Δυστυχώς τα ελληνικά ποινικά δικαστήρια συστηματικά «αναστέλλουν» την εκτέλεση της ποινής που επιβάλουν τα δικαστήρια σε πρώτο βαθμό. Γιατί όμως υπάρχει τέτοια αναστολή; Εφόσον κάποιος καταδικάζεται, πρέπει να εκτίει την ποινή του.
Ποτέ δεν κατανόησα το νόημα του ανασταλτικού αποτελέσματος της έφεσης. Στα αγγλικά δικαστήρια, από τα οποία έχω επαγγελματική εμπειρία, η έφεση σε ποινική καταδίκη δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα (επίσης, στο αγγλικό ποινικό δίκαιο δεν υπάρχει ποτέ παραγραφή). Όποιος καταδικάζεται σε φυλάκιση για κάποιο έγκλημα, οδηγείται στη φυλακή. Αυτή η απλή σχέση καταδίκης και ποινής προστατεύει την αξιοπιστία και την καλή φήμη των δικαστηρίων αλλά και των δικηγόρων.
Στη χώρα μας έχουμε υιοθετήσει το ακριβώς αντίθετο τεκμήριο: θεωρούμε ότι τα πρωτόδικα δικαστήρια κάνουν πάντα λάθος. Γι αυτό αναστέλλεται η ποινή, μέχρι να αποφασίσει το Εφετείο. Αν όμως δεν θεωρούμε αξιόπιστη την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου, τότε γιατί τα έχουμε; Τι νόημα έχει μια διαδικασία που εκ των προτέρων θεωρείται ανεπαρκής; Ας την καταργήσουμε, είτε πηγαίνοντας κατευθείαν στο Εφετείο, ή εμπλέκοντας πιο έμπειρους δικαστές στον πρώτο βαθμό.
Η σημερινή κατάσταση απαξίωσης της πρωτόδικης ποινικής δίκης κάνει κατά την γνώμη μου κακό στη δικαιοσύνη. Σε μια ευνομούμενη πολιτεία το δικαστήρια πρέπει όχι μόνο να αποφασίζουν σύμφωνα με τις αρχές της δικαιοσύνης, αλλά και να δημιουργούν την εντύπωση σε όλους ότι τηρούν απαρέγκλιτα τις αρχές της δικαιοσύνης. Οι ποινές πρέπει να είναι δίκαιες, αλλά και να επιβάλλονται αμέσως και χωρίς εξαιρέσεις.
* Ο Παύλος Ελευθεριάδης είναι καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και δικηγόρος στο Λονδίνο.