Ποια έξοδος; Θέλουμε τουλάχιστον μια δεκαετία για να επιστρέψουμε στο 2009

Ποια έξοδος; Θέλουμε τουλάχιστον μια δεκαετία για να επιστρέψουμε στο 2009

Τουλάχιστον μια 10ετία θα χρειασθεί για να επιστρέψουμε στα επίπεδα ευημερίας του 2009, λέει στο Liberal ο Παναγιώτης Πετράκης, καθηγητής Οικονομικών Επιστημών στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστημίου Αθηνών.

Επισημαίνει ότι θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με επιτροπεία και εποπτεία, δεν αποκλείει ακόμη και τρίμηνες επιθεωρήσεις της οικονομίας, ενώ δεν κρύβει ότι φοβάται ένα δημοσιονομικό εκτροχιασμό, του οποίου ορισμένα σημάδια είναι ήδη ορατά.

Χαρακτηρίζει ανυπόστατο σαν στόχο τους 10.000 πλειστηριασμούς, παρομοιάζοντας τον με εκείνον του 2011 για 40 δισ. ευρώ από αποκρατικοποιήσεις, ενώ κληθείς να περιγράψει την επόμενη ημέρα μετά τον Αύγουστο του 2018, μιλά για τους δύο δρόμους που έχει μπροστά της η χώρα.

Αυτόν της προληπτικής πιστοληπτικής γραμμής, τον οποίο η ίδια η κυβέρνηση απέρριψε λόγω πολιτικού κόστους αφού προϋποθέτει ένα νέο πρόγραμμα, και εκείνον της συγκέντρωσης ενός ποσού 19 δισ. ευρώ στα δημόσια ταμεία, τα οποία θα μπορεί είτε να ξοδέψει «καλύπτοντας» τις δανειακές μας ανάγκες, είτε να τα κρατήσει ως «μαξιλάρι» και να δανείζεται για να καλύψει τις χρηματοδοτικές μας ανάγκες. «Όπως δηλαδή είχαν κάνει Πορτογαλία, Κύπρος, Ιρλανδία, με τη διαφορά όμως ότι καμία από αυτές δεν είχε υψηλή σχέση χρέους προς ΑΕΠ», σημειώνει ο καθηγητής του ΕΚΠΑ.

Στην πραγματικότητα, ο κ. Πετράκης προσγειώνει όσους πανηγυρίζουν από τώρα για το επικείμενο τέλος του μνημονίου. Καθώς ο ευκολότερος πολιτικά αυτός δεύτερος δρόμος συνεπάγεται ένα αυξημένο δημοσιονομικό κόστος της τάξης των 28 δισ. ευρώ, συνυπολογίζοντας την επιβάρυνση από το ακριβότερο χρήμα με το οποίο θα δανειζόμαστε από τις αγορές.

Σε όσους μάλιστα το λησμονούν, θυμίζει ότι η προετοιμαζόμενη έξοδος στο "δάσος των αγορών" θα φέρει μαζί της κινδύνους ανόδου των επιτοκίων, άρση των capital controls και μία χαμηλή διεθνή ανταγωνιστική θέση, με ό,τι αυτά συνεπάγονται.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη

- Η τρίτη αξιολόγηση έκλεισε, ξεκινά η τέταρτη που φέρνει μαζί της 88 νέα προαπαιτούμενα, με το Eurogroup να στέλνει μήνυμα “τρέξτε” τους πλειστηριασμούς, επιταχύνετε τις αποκρατικοποιήσεις. Πως να το εκλάβουμε;

Είναι γεγονός ότι η προσοχή εστιάζεται πλέον σε ορισμένα διαρθρωτικά μέτρα αφού επιδιώκεται να ανατραπεί η εικόνα της στασιμότητας στην μεταρρυθμιστική προσπάθεια που έχει εγκατασταθεί μετά το 2015 λόγω της λεγόμενης μεταρρυθμιστικής κόπωσης. Αυτή έχει εμφανιστεί και στις υπόλοιπές ευρωπαϊκές χώρες αλλά εμάς μας άφησε σε υποδεέστερη θέση. Λογικό και αναγκαίο λοιπόν είναι να αυξάνεται η πίεση με αιχμή τους πλειστηριασμούς και τις ιδιωτικοποιήσεις.

- Πάντως ο στόχος των τραπεζών για 10.000 πλειστηριασμούς το 2018 κρίνεται σύμφωνα με την Έκθεση Συμμόρφωσης της Κομισιόν φιλόδοξος με δεδομένο ότι τον Δεκέμβριο του 2017 έγιναν μόλις 30 πλειστηριασμοί. Θα ήθελα το σχόλιό σας…

Ο στόχος αυτός μου θυμίζει τα απίστευτα 40 δισ. ευρώ που αναμέναμε να εισπράξουμε από τις αποκρατικοποιήσεις το 2011 ! Πασχίζαμε τότε να πείσουμε ότι αυτές ήταν ανυπόστατες εμπνεύσεις.

Υπάρχουν πάντως σοβαροί λόγοι που η διαδικασία των πλειστηριασμών χωλαίνει : Λόγοι ουσίας, αφού υπάρχουν και άδικα αδύναμοι δανειολήπτες.

Υπάρχουν όμως και οι στρατηγικοί κακοπληρωτές. Επίσης το θέμα αγγίζει τον πολιτικό πυρήνα του κυβερνώντος κόμματος ως συλλογικός προστάτης των αδυνάτων. Είναι ένα ακανθώδες θέμα στο οποίο θα έπρεπε να επιδειχθεί η μεγαλύτερη δυνατή ευελιξία και ευρηματικότητα. Ο χρόνος όμως πλέον κυλά εναντίον μας και μπορεί να εξελιχθεί σε σοβαρό πρόβλημα.

- Ακούμε πολλά για τις επιλογές της Ελλάδας μετά τη μεταμνημονιακή περίοδο. Η κυβέρνηση μιλά για αυτοδύναμη έξοδο στις αγορές μετά το τέλος του προγράμματος, οι δανειστές μιλούν για προληπτική γραμμή. Μπορείτε να μας δώσετε να καταλάβουμε ποιούς δρόμους έχει να επιλέξει η χώρα;

Η κυβέρνηση έχει μπροστά της δύο δρόμους. Ο πρώτος είναι να ζητήσει και να συμφωνήσει σε μία Προληπτική Ενισχυμένη ή Απλή Γραμμή Πίστωσης που μπορεί να καλύψει τις δανειακές μας ανάγκες μετά τον Αύγουστο του 2018 για ένα (και ένα χρόνο περίπου). Αυτό θα μπορούσε να γίνει εφόσον υπογραφεί σχετικό Σύμφωνο το οποίο προφανώς θα περιλαμβάνει και υποχρεώσεις από την ελληνική πλευρά. Σημειωτέον ότι οι δανειακές μας ανάγκες για το 2018 – 2019 ανέρχονται σε 19 δισ ευρώ περίπου.

Ο δεύτερος δρόμος προϋποθέτει την συγκέντρωση ενός ποσού γύρω στα 19 δισ ευρώ στα δημόσια ταμεία με τα οποία μπορεί να κάνει δύο πράγματα: Είτε να τα ξοδέψει “καλύπτοντας” τις δανειακές μας ανάγκες, είτε να τα κρατήσει σε αδράνεια ως “μαξιλάρι” (buffer) και να δανείζεται για να καλύψει τις χρηματοδοτικές μας ανάγκες. Ο πρώτος δρόμος της προσφέρθηκε από τους δανειστές και απορρίφθηκε. Φαίνεται ότι από την κυβέρνηση επελέγη ο δεύτερος.

- Οι άλλες χώρες που εξήλθαν από μνημόνια, ποιο δρόμο επέλεξαν;

Τον δεύτερο δρόμο τον διάλεξαν η Πορτογαλία, η Κύπρος, η Ιρλανδία. Όμως οι χώρες αυτές δεν είχαν υψηλή σχέση χρέους προς ΑΕΠ που κρατά το κόστος του δημόσιου δανεισμού υψηλό. Έπειτα είχαν αναβαθμισμένη πιστοληπτική ικανότητα, άρα δεν χρειαζόταν waiver για να συμπεριλάβει η ΕΚΤ τα ομόλογα τους στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE). Σημειωτέον ότι το waiver, δηλαδή η κατ' εξαίρεση αποδοχή των ομολόγων από την ΕΚΤ ως εγγύηση για τη χρηματοδότηση των τραπεζών, προϋποθέτει να είναι μια χώρα σε κάποιου είδους πρόγραμμα. Επίσης δεν είχαν την υψηλή σχέση χρέους προς ΑΕΠ η οποία στην περίπτωση της Ελλάδας οδηγεί σε μία μακροχρόνια επιτήρηση. Να σημειώσουμε πάντως ότι υπάρχει και ένα ακόμα ενδεχόμενο: Να εφαρμοστεί ο πρώτος δρόμος αλλά να πάρει το όνομα του δεύτερου(!). Πάντως αυτό δεν το εξετάζουμε εδώ.

- Σε επίπεδο κόστους-οφέλους, ποιος από τους δύο δρόμους είναι ο λιγότερο επώδυνος;

Καταρχήν το κόστος και το όφελος των δύο δρόμων μπορεί να είναι πολιτικό και οικονομικό. Τα πολιτικά οφέλη του δεύτερου δρόμου τα αντιλαμβανόμαστε εύκολα. Τις δυσκολίες του πρώτου σε πολιτικό επίπεδο επίσης τις αντιλαμβανόμαστε.

Όμως για να υπολογίσουμε το οικονομικό θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ορισμένα πρόσθετα δεδομένα. Πρώτον το γεγονός ότι η “δημοσιονομική κόπωση” της κοινωνίας και της οικονομίας είναι εμφανής. Δεύτερον ότι εισερχόμαστε στον πολιτικό κύκλο με πιέσεις σε όλο το πολιτικό φάσμα. Τρίτον ότι τα επιτόκια έχουν εισέλθει σε ανοδικό κύκλο. Και τέταρτον ότι έχουμε υψηλά αδιάθετα από το 3ο Μνημόνιο με φθηνό κόστος (0,087%) που θα ανέλθουν στον τέλος του προγράμματος γύρω στο 28 δισ. ευρώ. Οσο για την δημοσιονομική απόδοση των μέτρων που έχουν ληφθεί μέχρι τώρα, τείνει να εξαντληθεί. Τα μέτρα του 2019 – 2020 θα έλθουν μάλλον κοντύτερα χρονικά.

Σε οικονομικούς όρους εάν ακολουθήσουμε τον πρώτο δρόμο θα εξοικονομήσουμε όλα τα αδιάθετά μας που μπορούν να διατεθούν επωφελώς (αντικατάσταση ΔΝΤ, κ.α), άρα θα έχουμε το μικρότερο δυνατό δημοσιονομικό κόστος σήμερα.

Εάν ακολουθήσουμε το δεύτερο δρόμο, θα έχουμε ένα αυξημένο δημοσιονομικό κόστος που θα ανέλθει σε 28 δισ. ευρώ, συνυπολογίζοντας την επιβάρυνση από το ακριβότερο χρήμα με το οποίο θα δανειζόμαστε από τις αγορές. Η πράξη είναι 28 δισ ευρώ x (4% επιτόκιο - 0,087% επιτόκιο), συνεπάγεται 1,09 δισ ευρώ ετησίως !

Εξάλλου όπως εξηγήσαμε παραπάνω, ζούμε έτσι και αλλιώς με την επιτροπεία και την εποπτεία. Ο δεύτερος δρόμος αυξάνει την πολιτική αβεβαιότητα αυτής της κυβέρνησης και την αβεβαιότητα της οικονομίας, εφόσον λάβουμε υπόψη μας τα παραπάνω.

- Διαφαίνεται ότι οδεύουμε προς ένα πλαίσιο ενισχυμένης εποπτείας μετά τον Αύγουστο του 2018, ένα πρόγραμμα δίχως νέα χρηματοδότηση, παρά μόνο δεσμευτικούς όρους για την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων, ανάλογα με τις οποίες θα ενεργοποιούνται και τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Πως το φαντάζεστε αυτό το πλαίσιο;

Ο δεύτερος δρόμος για τον οποίο σας μίλησα, προϋποθέτει τη δημιουργία ενός υβριδικού μοντέλου εποπτείας. To «υβριδικό» μοντέλο εποπτείας που θα διατηρηθεί μέχρι να αποπληρωθεί το 75% του χρέους μας, χάνεται μέσα στο χρόνο.

Σε πρώτη φάση θα έχει στόχο την τήρηση των στόχων του μεσομακροπρόθεσμου πλαισίου που έχει ήδη ψηφιστεί μέχρι το 2022 (2 + 2 χρόνια). Όμως επειδή το μοντέλο θα καθιερωθεί με μία μορφή συμφωνίας θα συμπεριληφθούν υποχρεώσεις διαρθρωτικής φύσης. Αυτές θα περιγραφούν κατ' αρχήν με ένα απλό τρόπο, αλλά με διάφορες αφορμές (π.χ. σταδιακή εφαρμογή του πλαισίου αναδιάρθρωσης χρέους) θα αποκτούν ένα υποχρεωτικό χαρακτήρα.

- Τελικά για πόσα ακόμη χρόνια θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε υπό εποπτεία;

Για αρκετά χρόνια είναι η απάντηση. Η εποπτεία βρίσκεται και θα βρίσκεται μέσα στη ζωή μας για τους παρακάτω λόγους. Καταρχήν, ως μέλος της ευρωζώνης έτσι και αλλιώς έχουμε δύο φορές το χρόνο (European Semester, Two Pack) αρκετά αυστηρές μακροοικονομικές επιθεωρήσεις.

Μία αυστηρότερη επιτήρηση προφανώς σημαίνει τρίμηνες επιθεωρήσεις. Εναλλακτικά θα μπορούσαν να ενεργοποιηθούν δομές συνεχούς εποπτείας που έτσι και αλλιώς υπάρχουν σε ένα βαθμό.

Από εκεί και πέρα, η μεσομακροπρόθεσμη ρύθμιση του χρέους, που καλώς εχόντων θα συμφωνηθεί το 2018, θα οδηγήσει και αυτή σε απαιτήσεις συμμόρφωσης και εποπτείας. Η συμπερίληψη των ομολόγων μας στα χαρτοφυλάκια της EΚΤ σημαίνει την ύπαρξη κάποιας μορφής προγράμματος ή συμφωνίας για να συνεχίσει να δικαιολογείται η διακράτηση από την απόφαση της ευρωπαικής κεντρικής τράπεζας. Να σημειωθεί ότι δεν μιλάμε για πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) που έχει ακόμα περισσότερες απαιτήσεις (investment grade) για τα ομόλογα. Αυτές τα ελληνικά ομόλογα θα τις εκπληρώσουν μετά το 2018 αλλά μάλλον δε θα το προλάβουν να βρίσκεται σε λειτουργία. Τέλος, έχουμε ήδη συμφωνήσει μέχρι το 2022 (και μετά το 2022 μάλιστα) ένα αυστηρό δημοσιονομικό πλαίσιο.

- Έχετε κατά καιρούς πει ότι θα χρειαστεί περίπου μια 10ετία, δηλαδή κάπου το 2029, για να επανέλθουμε σε όρους 2009 από πλευράς ΑΕΠ. Σε όρους διαθέσιμου εισοδήματος, πόσο μπορεί να απαιτηθεί;

Γενικά η αποκατάσταση των επιπέδων ευημερίας του 2009 υπολογίζεται ότι απαιτεί μία δεκαετία ακόμα. Η επάνοδος της οικονομίας σε ανοδική τροχιά απαίτησε (μετά το 2008), όπως αναμέναμε, μία δεκαετία αλλά η αποκατάσταση των παλαιότερων επιπέδων ευημερίας απαιτεί μία δεκαετία ακόμα. Καλώς εχόντων των πραγμάτων βέβαια, κάθως πάντοτε υπάρχει και ο παράγοντας του τυχαίου που μάλλον αρνητικά και όχι θετικά μπορεί να επενεργήσει.

- Θεωρείτε ότι υπάρχει ο κίνδυνος να πέσει η κοινωνία στη παγίδα ότι "ήρθε η ανάπτυξη" - η οποία προφανώς και δεν έχει έρθει- και να επιστρέψουμε σε παλιές κακές συνήθειες (παροχές, διεύρυνση κράτους), όπως είπε προ ημερών ο Γ.Χουλιαράκης;

Ναι. Υπάρχει διάχυτη δημοσιονομική κόπωση και το πολιτικό σύστημα (σχεδόν σε όλες τις υποχρεώσεις του) δεν κατανοεί πλήρως τους όρους της ανάκαμψης. Εκ των πραγμάτων είναι μία ανάκαμψη που δε στηρίζεται στη βελτίωση των προσωπικών εισοδημάτων αλλά στην διεύρυνση των δυνατοτήτων προσφοράς της οικονομίας. Αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με ό,τι έχει προηγηθεί, μία περίοδος υπερφορολόγησης (2016 – 2017) αυξάνει τις πιέσεις για δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Ορισμένα σημάδια του ήδη τα παρακολουθούμε.

- Τι χρειάζεται για να πετύχουμε επιστροφή του ΑΕΠ σε όρους 2009, νωρίτερα της δεκαετίας; Ένα πιο θαρραλέο πολιτικό σύστημα που θα τρέξει αύριο κιόλας μεταρρυθμίσεις, και διαρθρωτικές αλλαγές;

Μετά τον Ιούνιο του 2017 η κυβέρνηση εγκατέλειψε την πολιτική αμφισημία της και προσαρμόστηκε πλήρως στις απαιτήσεις του 3ου Μνημονίου.

Για να συντομεύσουμε όμως τον κοινωνικό πόνο της επερχόμενης δεκαετίας αυτό δεν είναι αρκετό. Η τωρινή και η επόμενη κυβέρνηση θα πρέπει να πάρουν στους ώμους τους την ελληνική οικονομία μιλώντας με μία γλώσσα ειλικρίνειας και να θέσουν σαφώς τα πολιτικά και κοινωνικά στοιχήματα που πρέπει να κερδηθούν.

Μία γενναία προοπτική ιδιόκτητων διαρθρωτικών μεταβολών μη δημοσιονομικού χαρακτήρα είναι το επόμενο στοίχημά μας.

Ας μην ξεχνάμε ότι η προετοιμαζόμενη έξοδος στο «δάσος των αγορών» θα φέρει μαζί της κινδύνους ανόδου των επιτοκίων, άρση των capital controls και μία χαμηλή διεθνή ανταγωνιστική θέση. Αυτός πραγματικά είναι ένας πολύ δύσκολος κοινωνικός και πολιτικός στίβος.

- Στη δεκαετία του 1960, 15 συνταξιούχοι επιβάρυναν 100 εργαζόμενους. Σήμερα ο αριθμός τους έχει αυξηθεί στους 33, το 2025 θα φτάσει τους 40, και το 2040 τους 70. Πως μπορεί να υποστηρίξουν τόσοι λίγοι εργαζόμενοι τόσους πολλούς συνταξιούχους δίχως ραγδαία ανάπτυξη της οικονομίας, και αν όχι, πόσο κοντά είναι η κατάρρευση του ασφαλιστικού;

Βεβαίως η παρούσα κατάσταση του ασφαλιστικού δεν είναι διατηρήσιμη. Η στασιμότητα 2015 – 2017 την έκανε δυσκολότερη. Το πρόβλημα το δημιουργεί κυρίως το πολύ υψηλό επίπεδο ανεργίας και η ηλικιακή αναβάθμιση του πληθυσμού. Όταν όμως η ανάκαμψη προχωρήσει και προστεθούν 200.000- 250.000 ισοδύναμης full time θέσεις απασχόλησης, το ασφαλιστικό θα βελτιώσει την βιωσιμότητά του. Αυτό όμως θα απαιτήσει κάποια χρόνια και απρόσκοπτη ανάπτυξη.

- Πιστεύετε ότι θα εφαρμοσθούν ο ψηφισμένες μειώσεις 18% των συντάξεων;

Τα δημοσιονομικά μέτρα προσαρμογής που έχουν ήδη ψηφιστεί θα πρέπει να εφαρμοστούν λόγω των υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί μέχρι το 2022. Τα λεγόμενα αντίμετρα βρίσκονται πολύ μακρύτερα. Ο κίνδυνος πλέον που έχουμε είναι να έλθουν οι δημοσιονομικές περικοπές αυτές νωρίτερα. Αυτό σε ένα σημαντικό βαθμό οφείλεται στην υπερφορολόγηση της προηγούμενης διετίας και στις διαδικασίες προσαρμογής που αναπτύσσουν τα οικονομικά υποκείμενα. Ο ρυθμός προσαρμογής την τριετία που πέρασε ήταν εξαιρετικά υψηλός και εξάντλησε φοροδοτικά την κοινωνία.