Συνεργάτης, που επέστρεψε από την Κωνσταντινούπολη, μου μετέφερε ότι ξεκινάει κάθε πρωί για να πάει στα γραφείο του αγοράζοντας τσιγάρα, δίχως να γνωρίζει την τιμή που θα έχουν τα ίδια τσιγάρα το απόγευμα, κατά τη διάρκεια της επιστροφής του. Γεγονός, που αντικατοπτρίζει την πληθωριστική έκρηξη του +73,5%, την υψηλότερη στην Τουρκία από το 1998.
Οι παλαιότεροι έχουν βιώσει τον πληθωρισμό και τις παρενέργειες του. Θυμούνται τον πληθωρισμό στο 27% το 1974, στο 25% το 1979, στο 20% το 1990, καθώς και την πλήρη αποκλιμάκωση του στο δρόμο για το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα.
Οι νεότεροι έχουν γνωρίσει τον πληθωρισμό, είτε μέσα από τις οικονομικές σπουδές τους, είτε έχοντας διαβάσει βιβλία, είτε έχοντας παρακολουθήσει κινηματογραφικές ταινίες, σχετικά με την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, που κράτησε από το 1919 με την παραίτηση του Κάιζερ Γουλιέλμος Β, μέχρι το 1933. Μια περίοδο της ιστορίας, που είναι συνυφασμένη με το φαινόμενο του υπερπληθωρισμού, που οδήγησε στην ανάδυση του φαινομένου του Εθνικοσοσιαλισμού.
Οι πολεμικές αποζημιώσεις που είχε κληθεί να πληρώσει η Γερμανία μετά την ήττα της στον Μεγάλο Πόλεμο την είχαν μετατρέψει από πιστωτή σε οφειλέτη. Η αδυναμία πληρωμής των πολεμικών αποζημιώσεων αποτέλεσε μια καλή αφορμή για τους Γάλλους να εισβάλλουν, όπως ήταν συμβατικό δικαίωμά τους, στη «βιομηχανική καρδιά» της Γερμανίας, το Ρουρ. Η κυβέρνηση αποφάσισε να τηρήσει στάση παθητικής αντίστασης: οι εργάτες στα εργοστάσια έκαναν λευκή απεργία, ώστε να μην υπάρχουν προϊόντα για κατάσχεση από τους Γάλλους, ωστόσο οι μισθοί τους συνέχιζαν να πληρώνονται από το κράτος.
Με το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανικής παραγωγικής υποδομής της χώρας ανενεργό, τους μισθούς να πληρώνονται κανονικά, αλλά και την υποχρέωση της γερμανικής κυβέρνησης να αγοράζει χρυσό στη διεθνή αγορά για να αποπληρώνει τις αποζημιώσεις, ήταν φυσικό να προκύψει ανεξέλεγκτος πληθωρισμός, αφού η κυβέρνηση «τύπωνε» διαρκώς χρήμα. Χρήμα, που δεν είχε όμως κανένα πραγματικό αντίκρισμα.
Έτσι μέχρι και σήμερα, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης παραμένει το κλασσικό παράδειγμα του υπερπληθωρισμού. Το 1914, 1$ ισούται με 4,2 DM. To 1918, 1$=17DM, στις 28 Ιουνίου 1919, με την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών 1$=42DM. Toν Ιανουάριο του 1923, 1$=49.000DM και τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, 1$=53.000.000DM. Τέλος, τον Νοέμβριο του 1923, 1$=420.000.000.000DM.
Ο ακραίος αυτός πληθωρισμός, έχει οδηγήσει στη γερμανική εμμονή με την έννοια του σκληρού γερμανικού μάρκου και ακολούθως με την έννοια του σκληρού ευρωπαϊκού ευρώ, που αναδείχτηκε περίτρανα την εποχή της οικονομικής κρίσης των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου.
Κι ερχόμαστε στο σήμερα. Άλλες εποχές. Άλλες συνθήκες. Ωστόσο, το φάντασμα του πληθωρισμού είναι και πάλι εδώ. Και αυτή τη φορά ο πληθωρισμός είναι δύσκολο να δαμαστεί. Και γι’ αυτό τον λόγο είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος. Διότι δεν αρκεί η αύξηση των επιτοκίων για να υποχωρήσει. Όσο και να αυξηθούν τα επιτόκια, δεν πρόκειται να υποχωρήσει «το τμήμα του πληθωρισμού», που οφείλεται στην ενεργειακή κρίση. Ούτε «το τμήμα του πληθωρισμού», που οφείλεται στην κρίση της αγροτικής παραγωγής, στην αύξηση της τιμής των λιπασμάτων, της αύξησης των βιομηχανικών πρώτων ή στην αύξηση του μεταφορικού κόστους. Θα υποχωρήσει ωστόσο, το «τμήμα του πληθωρισμού», που είναι αποτέλεσμα της υψηλής ρευστότητας και των χαμηλών επιτοκίων.
Το αποδεκτό ψυχολογικό όριο για τον πληθωρισμό που έχει τεθεί από τις κεντρικές τράπεζες είναι το 2%. Όμως όπως βλέπουμε στον ακόλουθο πίνακα με τις χώρες του G20, η παγκόσμια οικονομία έχει προ πολλού υπερβεί αυτό το όριο.
Στους ακόλουθους πίνακες, παρακολουθούμε την έκρηξη του πληθωρισμού στην Ασία και στην Αφρική.
Είναι προφανές, ότι οι οικονομίες και οι κοινωνίες θα χτυπηθούν με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με τον βαθμό της ωριμότητας τους. Ωστόσο, καμία χώρα δε βρίσκεται στο απυρόβλητο.
Ασφαλώς και ο κόσμος δε θα βρεθεί αντιμέτωπος με τα ποσοστά του πληθωρισμού της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Όμως ακόμα και το 8,1% της Ευρωζώνης, είναι προβληματικό για μια κοινωνία που μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δε βίωσε πληθωριστικά φαινόμενα παρά μόνο με την πετρελαϊκή κρίση του 1973, που ήταν αποτέλεσμα του τέταρτου αραβοϊσραηλινού πολέμου, του λεγόμενου Πολέμου του Γιομ Κιπούρ.
Όπως και τότε, έτσι και σήμερα, η εποχή της φθηνής ενέργειας παραχωρούσε τη θέση της σε αύξηση της τιμής των υδρογονανθράκων, που οδηγούσε στη γενικότερη αύξηση της τιμής όλων των προϊόντων και στην εκτίναξη του πληθωρισμού. Να θυμίσουμε, ότι μέχρι το Μάρτιο του 1974, η τιμή του πετρελαίου είχε αυξηθεί από τα $3 στα $12 το βαρέλι.
Με δεδομένο ότι η πορεία του «ενεργειακού πληθωρισμό», θα είναι ανεξάρτητη από τις νομισματικές πολιτικές των κεντρικών τραπεζών και από τις επιδοματικές πολιτικές των κυβερνήσεων, θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να ζήσουμε μέσα σε πληθωριστικό περιβάλλον, όπως έζησαν και κάποιες προηγούμενες γενιές. Η οικονομική ιστορία επαναλαμβάνεται και οφείλουμε να προσαρμοστούμε στις κινήσεις της.