Αν σήμερα αντιμετωπίζουμε τη διαρκώς αυξανόμενη απειλή του τουρκικού επεκτατισμού, αυτό εν πολλοίς συμβαίνει διότι, εξαιτίας της δεκαετούς κρίσης, υποβαθμίσαμε τους εξοπλισμούς μας, που είχαν καταρρεύσει κατά 80% – προφανώς με την ευγενική χορηγία του βέτο της τρόικας του κ. Σόιμπλε. Αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους ο Ερντογάν θεώρησε πως δεν θα έχουμε τα μέσα να αμυνθούμε και θα υποχρεωθούμε να αποδεχτούμε τη… φινλανδοποίηση, προς τέρψιν του κυρίου Μαραντζίδη και των συν αυτώ.
Ωστόσο, ο σημαντικότερος παράγοντας για την παραμέληση της άμυνας συνδέεται με τη γενικότερη ιδεολογική ηγεμονία μιας εθνομηδενιστικής λογικής. Αυτή, εκκινώντας κατ’ εξοχήν από την Αριστερά, επηρέασε μεγάλο μέρος της κοινωνίας, προπαντός του μιντιακού και ακαδημαϊκού συστήματος, των εκπαιδευτικών, των πανεπιστημιακών δασκάλων και του φοιτητικού κόσμου. Έτσι, κατέστη κυρίαρχη η λογική πως «το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του» και κάθε αναφορά στην τουρκική επιθετικότητα αποδιδόταν σε εθνικιστική παράκρουση Ελλήνων τουρκοφάγων και σοβινιστών.
Άλλωστε, στα πλαίσια του κατά Κονδύλη παρασιτικού καταναλωτισμού της χώρας, βόλευε λίγο-πολύ όλους η μείωση έως καταργήσεως της στρατιωτικής θητείας –κάτι που ευχόταν πλέον το μεγαλύτερο μέρος από τις… μανάδες της χώρας– και η καταγγελία των εξοπλισμών ως πολεμοκαπηλίας.
Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε πως σημαντικό ρόλο σε αυτή την υποβάθμιση της σημασίας της άμυνας διαδραμάτισε η διασπάθιση μεγάλου μέρους των εξοπλιστικών προγραμμάτων από ημετέρους, μεσάζοντες, ακόμα και υπουργούς, με την ταυτόχρονη διάλυση της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, που αποτελούσε εμπόδιο για τους ημετέρους. Όμως και αυτή η διασπάθιση μεταβλήθηκε εν τέλει επιτηδείως σε επιχείρημα ενάντια στην ίδια την ανάγκη εξοπλισμού της χώρας. Άλλωστε, μεγάλο μέρος του πολιτικού συστήματος είχε προσχωρήσει στη λογική του εξευμενισμού του «τουρκικού θηρίου», μέσω της ένταξής του στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εξ ου και οι κουμπαριές, τα ζεϊμπέκικα και άλλες γελοιότητες.
Όμως, στις σημερινές συνθήκες, και ενώ η Ελλάδα και η Τουρκία βρίσκονται κυριολεκτικά στα πρόθυρα πολεμικής σύγκρουσης και απειλείται η ίδια η εδαφική ακεραιότητα της χώρας, έπεσε σαν βόμβα στους Έλληνες πολίτες η στάση των τριών κομμάτων της ελληνικής Αριστεράς στη Βουλή: Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ, συνεπικουρούντος και του Βαρουφάκη, αρνήθηκαν να υπερψηφίσουν τις αμυντικές δαπάνες της χώρας.
Γνωρίζουμε τη μακρόχρονη αρνητική παράδοση της ελληνικής Αριστεράς απέναντι στην Εθνική Άμυνα της χώρας. Στη αμέσως μεταπολεμική περίοδο, εμφανιζόταν ως άρνηση της ΝΑΤΟποίησης και της αντιπαράθεσης με τη Σοβιετία. Όμως, με τη Μεταπολίτευση, η οποία επήλθε ακριβώς εξαιτίας της κυπριακής περιπέτειας, τα πράγματα αλλάζουν. Τα κόμματα της Αριστεράς και της κεντροαριστεράς, δηλαδή το ΚΚΕ Εσωτερικού και κατ’ εξοχήν το ΠΑΣΟΚ, υπερψηφίζουν –ακόμα και όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση– τις αμυντικές δαπάνες του προϋπολογισμού. Και μόνο το ρωσοεξαρτώμενο ΚΚΕ θα αγνοεί την τουρκική απειλή, καθώς προτεραιότητα γι’ αυτό αποτελούσε η συμμετοχή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ!
Μετά την πτώση του τείχους, ο Συνασπισμός της Αριστεράς θα υπερψηφίζει τις αμυντικές δαπάνες – παρά τα φληναφήματα στελεχών και νεολαίων περί των «αδελφών», Ελλήνων και Τούρκων. Ακόμα και το 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ υπερψήφισε τις αμυντικές δαπάνες του 2020, ενώ τις καταψήφισε το ΚΙΝΑΛ θεωρώντας τες –όπως και ήταν– εξαιρετικά αναιμικές. ‘Όσο για το ΚΚΕ, συνέχιζε το αντιμιλιταριστικό βιολί του – άλλωστε, το ΝΑΤΟ στρέφεται και σήμερα ενάντια στη μητέρα Ρωσία .
Αίφνης, για τον προϋπολογισμό του 2021, για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική ιστορία, ένα κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης –όπως είναι πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ– αρνείται να υπερψηφίσει τις αμυντικές δαπάνες. Και μάλιστα, την ίδια στιγμή που ο αρχηγός του εξαπέλυε πατριδοκαπηλικούς μύδρους στη Βουλή με αφορμή τις πραγματικές αστοχίες της κυβέρνησης στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Κάποιοι προσπάθησαν να δικαιολογήσουν την ενέργεια του Τσίπρα ως μία «κίνηση τακτικής», ενόψει της συμπήξεως μετώπου των τριών κομμάτων στις επόμενες εκλογές που θα διεξαχθούν με απλή αναλογική. Και κάτι τέτοιο είχε ήδη διαφανεί με το κοινό τους ψήφισμα για τους εορτασμούς του Πολυτεχνείου. Εντούτοις, μπορούν άραγε λόγοι εκλογικίστικης τακτικής να δικαιολογήσουν κινήσεις που άλλοτε θα χαρακτηρίζονταν ως κινήσεις εθνικής μειοδοσίας; Είναι μια πολύ φτηνή δικαιολογία.
Άλλωστε, εάν επρόκειτο απλώς για μία πρωτοβουλία του Τσίπρα, ώστε να εξευμενίσει τον Κουτσούμπα και τον Βαρουφάκη, θα είχαν ξεσηκωθεί τα στελέχη και η βάση του κόμματος. Όμως τίποτα τέτοιο δεν έγινε ούτε μπορούσε να γίνει, όπως δεν έγινε και με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Διότι, στο βάθος αυτής της επιλογής, βρίσκεται το εθνομηδενιστικό υπόστρωμα του κόμματος και των στελεχών του.
Παράλληλα, είναι εντυπωσιακή η προσπάθεια να υποβαθμιστεί ένα τόσο σοβαρό ζήτημα από μεγάλο μέρος του Τύπου. Το ίδιο συνέβη και με ιστοσελίδες και εκπομπές που κινούνται στον χώρο της λεγόμενης πατριωτικής Αριστεράς. Όσο για εκείνους που στηρίζουν συστηματικά τις αγνές φιλελληνικές προθέσεις του Πούτιν, ακόμα περιμένουμε –ματαίως υποθέτω– να εκδηλωθούν.
Δηλαδή, το υπό διαμόρφωσιν «μέτωπο της Αριστεράς» οικοδομείται σε μία βάση ακραίου εθνομηδενισμού και δήθεν ειρηνοφιλίας. Ενώ όλοι γνωρίζουμε πως μόνο εάν επανεξοπλιστεί άμεσα η χώρα ίσως και εμποδίσουμε τον Ερντογάν να μεταβάλει τις προκλήσεις του σε στρατιωτικούς τυχοδιωκτισμούς.
Εν κατακλείδι, δυστυχώς, η σημερινή Αριστερά, με μια πράξη υψίστης συμβολικής σημασίας, δείχνει να συνεχίζει την αρνητική της παράδοση, από τη Μικρά Ασία και το Μακεδονικό, και όχι την επίσης υπαρκτή αγωνιστική της παράδοση στην εθνική αντίσταση, την οποία και έχει απεμπολήσει εδώ και δεκαετίες. Επέλεξε την εμφυλιοπολεμική εθνομηδενιστική παράδοση για να οικοδομήσει τις πολιτικές της συμμαχίες. Έλληνες, λοιπόν, πλην Λακεδαιμονίων.