Του Μηνά Αναλυτή*
Κατά τη διάρκεια της περιόδου των μνημονίων, αλλά και στην μετά μνημονίων εποχή, η χώρα μας, με κέντρο βάρους τον φορολογούμενο πολίτη, πάλευε για τη δημιουργία πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων, έτσι ώστε να εξισορροπήσει τον πάντα ελλειμματικό κρατικό προϋπολογισμό, τα έσοδα του οποίου χρηματοδοτούσαν μια σειρά αντιπαραγωγικών δαπανών με τελικό αποτέλεσμα την υπέρμετρη διόγκωση του δανεισμού και την υπονόμευση της ανταγωνιστικότητας και των αναπτυξιακών προοπτικών της ελληνικής οικονομίας.
Πολλοί, κακώς βέβαια, πίστευαν ότι η μη τήρηση χρηστών δημοσιονομικών κανόνων, τροφοδοτεί την ανάπτυξη, στηριζόμενοι στις πάλαι ποτέ ξεπερασμένες από την πραγματικότητα κεϋνσιανές πολιτικές τόνωσης της ενεργού ζήτησης,οι οποίες εντέχνως προσαρμοσμένες στην ελληνική περίπτωση, οδήγησαν αναπόφευκτα στη δημοσιονομική εκτροπή.
Όπως εκ των υστέρων απεδείχθη, το κράτος κατέρρευσε εξ αιτίας της μη τήρησης αυτών των κανόνων και της εσφαλμένης, τόσο θεωρητικά όσο και εμπειρικά άποψης, ότι τα δημοσιονομικά πλεονάσματα υποσκάπτουν την οικονομική ανάπτυξη.
Ιστορικά, στη χώρα μας έχει συμβεί ακριβώς το αντίθετο: πρωτογενή πλεονάσματα συμβάδιζαν με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Είναι σαφές ότι στην εποχή των μνημονίων, τα πρωτογενή πλεονάσματα δημιουργήθηκαν πρωτίστως από τη δημευτική υπερφορολόγηση. Φορολογήθηκαν αδιακρίτως οι συντελεστές παραγωγής, εργασία και κεφάλαιο όπως και η κατοχή ακίνητης περιουσίας, παρεμβαίνοντας έτσι στην ομαλή λειτουργία της οικονομίας αλλά και στις ατομικές επιλογές των επιχειρήσεων και των πολιτών που επιθυμούσαν να παράγουν και να εργαστούν.
Η υπερφορολόγηση δημιουργεί στρεβλώσεις, τόσο στην πλευρά της προσφοράς όσο και σε αυτήν της ζήτησης.
Η υπερφορολόγηση ανοίγει τον «δρόμο προς τη δουλεία» και καθιστά το άτομο έρμαιο των κρατικών επιλογών που του επιβάλλονται εκ των άνω. Το αδρανοποιεί μειώνοντας τα αντανακλαστικά και την ελεύθερη βούλησή του.
Χωρίς περιθώρια αντίστασης, υποκύπτει μοιρολατρικά στα κελεύσματα της υπέρτατης κρατικής αρχής.
Περίεργο πράγματι μείγμα «κοινωνικής ευαισθησίας», όρο που κατά κόρον χρησιμοποίησε για να εξαπατήσει του ταλαιπωρημένους πολίτες η απελθούσα κυβέρνηση.
Σήμερα, τα πρωτογενή πλεονάσματα για τα οποία δεσμεύθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια πραγματικότητα, διότι το μόνο που γνώριζε να κάνει είναι να υπερφορολογεί δημιουργώντας αναπτυξιακά αδιέξοδα και θανατηφόρα για την οικονομία διλήμματα.
Η ελληνική οικονομία παγιδεύτηκε σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και σε ισχνούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, παγίδα από την οποία μπορεί να ξεφύγει μόνο με αλλαγή της οικονομικής πολιτικής δίνοντας έμφαση στους παράγοντες που ενδυναμώνουν την ανάπτυξη.
Αυτό ακριβώς επιχειρείται σήμερα από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με τη δημιουργία ενός φιλικού περιβάλλοντος για τις επενδύσεις, τόσο ελληνικές όσο και διεθνείς που θα δώσουν την απαραίτητη ώθηση, με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα, στους αναπτυξιακούς ρυθμούς της χώρας.
Η οικονομία μας μπορεί να αναπτυχθεί με 4% ετησίως ύστερα από μία δεκαετία συμπίεσης των παραγωγικών της δυνατοτήτων, οι οποίες ζητούν τώρα διέξοδο ανακτώντας σταδιακά το χαμένο έδαφος και τα χρόνια της σωρευτικής ύφεσης.
Ορθώς, λοιπόν, ο πρωθυπουργός της χώρας δεν έθεσε αυτή τη στιγμή ζήτημα για τη μείωση των πρωτογενών, συμφωνημένων από άλλους, πλεονασμάτων και έδωσε έμφαση στην ανάπτυξη.
Φαίνεται ότι έφθασε ο καιρός να περάσουμε στην εποχή των πλεονασμάτων της κοινής λογικής, η απουσία των οποίων είχε τραγικές συνέπειες για την οικονομία της χώρας και για τους πολίτες της.
*Ο κ. Μηνάς Αναλυτής είναι Οικονομολόγος Ph.D, πανεπιστήμιο Poitiers Γαλλία.