Η Κίνα παίζει έναν ολοένα και αυξανόμενο ρόλο στη Γηραιά Ήπειρο, ισχυροποιώντας τη θέση της τόσο μέσα από επενδύσεις όσο και μέσα από τη διεύρυνση της πολιτικής της επιρροής. Μπορεί λοιπόν η Κίνα να αντικαταστήσει τις ΗΠΑ στην Ευρώπη; Αυτό είναι το ερώτημα που έθεσαν οι συντάκτες του ChinaFile σε μια σειρά από ανθρώπους που γνωρίζουν καλά την οικονομία της Κίνας. Ανάμεσά τους και ο Πλάμεν Τόντσεφ, διεθνολόγος και πολιτικός αναλυτής.
Ολόκληρο το άρθρο του Πλάμεν Τόντσεφ: «Ελληνοκινεζικό ρομάντζο στο ερωτικό τρίγωνο ΕΕ-ΗΠΑ-Κίνα»
Η Κίνα συναντά τρεις διαφορετικούς τρόπους αντιμετώπισης στην Ελλάδα, μέσω τριών διαφορετικών πρισμάτων, από τρεις διαφορετικούς ενδιαφερομένους: την τωρινή κυβέρνηση, την επιχειρηματική ελίτ και το ευρύ κοινό.
Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, μια οπορτουνιστική συγκόλληση δύο αταίριαστων συμμάχων, πήρε την εξουσία τον Ιανουάριο του 2015. Ο «γάμος» του ριζοσπαστικού αριστερού συνασπισμού ΣΥΡΙΖΑ και των δεξιών Ανεξάρτητων Ελλήνων, ΑΝΕΛ, βασίζεται στα βαθιά αντιδυτικά αισθήματα που είναι ριζωμένα στην χώρα από το 2010, όταν και ξεκίνησε η δημοσιονομική κρίση που οδήγησε σε μια ριζική αναδιάρθρωση της εγχώριας πολιτικής σκηνής. Μετά από μια επίμονη και μάταιη εξάμηνη διαπραγμάτευση με τους πιστωτές της χώρας και ένα ιδιαίτερα διχαστικό δημοψήφισμα, ο Τσίπρας οδήγησε την Ελλάδα στην άκρη της αβύσσου, την κοίταξε και συγκλονίστηκε από αυτό που είδε. Στη συνέχεια, το έκπληκτο πρόσωπό του σημαδεύτηκε όχι μόνο από την υπογραφή μιας ακόμη συμφωνίας διάσωσης αλλά και από την αλλαγή της στάσης του απέναντι στην Κίνα.
Στα μέσα του 2016, ο Τσίπρας ταξίδεψε στην Κίνα λίγες μέρες αφότου η ελληνική Βουλή ψήφισε τη συμφωνία για την εξαγορά της του λιμανιού του Πειραιά από την κινεζική κρατική εταιρεία COSCO Shipping. Έκτοτε, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ προχώρησε σε μια σειρά από σημαντικές πολιτικές κινήσεις προς το Πεκίνο, συμπεριλαμβανομένης της υποστήριξης για τη διαμάχη για τη θάλασσα της Νότιας Κίνας, και ασκώντας βέτο στην κοινή δήλωση της ΕΕ του 2017 για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Κίνα. Στα τέλη του Ιουνίου, ο Τσίπρας ανακοίνωσε την πρόθεση της Ελλάδας να ενταχθεί στην πλατφόρμα 16 + 1 στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, αν και εν τέλει αυτό δεν έγινε πράξη στη Σύνοδο Κορυφής της Σόφιας στις 6 και 7 Ιουλίου.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι σε μεγάλο βαθμό θετικές απέναντι στην κινεζική παρουσία, με την ελπίδα ότι η εισροή ξένων επενδυτικών κεφαλαίων θα δημιουργήσει επιχειρηματικές ευκαιρίες. Αν και επί χρόνια η Ελλάδα συνήθισε στην ύπαρξη δημόσιων συμβάσεων, οι οποίες έχουν πλέον περιοριστεί και «πνιγεί» από την επιβολή των capital controls που τέθηκαν σε ισχύ τον Ιούλιο του 2015, οι περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις βρίσκονται σε αδιέξοδο, ενώ πολλές έχουν κλείσει ή μεταναστεύσει στις γειτονικές χώρες, Βουλγαρία και Κύπρο. Οι λίγες εναπομείνασες ελληνικές επιχειρήσεις είναι είτε ζημιογόνες δημόσιες επιχειρήσεις που έχουν ως ορίζονται κάποιο πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης είτε είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις που απεγνωσμένα αναζητούν χρηματοδότηση. Ο όμιλος Κοπελούζου αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα: έχει κλείσει συμφωνίες με την Shenhua και την China Energy Investment Corporation και οι κοινοπραξίες που δημιουργούνται εστιάζουν στα περιουσιακά στοιχεία της ΔΕΗ.
Το ευρύ κοινό είναι μπερδεμένο. Παρότι οι έρευνες δείχνουν ότι οι Έλληνες δεν είναι οπαδοί του κινεζικού τύπου δημοκρατίας ή τρόπου ζωής και δεν εκτιμούν ιδιαίτερα την ποιότητα των κινεζικών προϊόντων, η συντριπτική πλειοψηφία (έως και το 88%) στηρίζει τη στενότερη συνεργασία της Κίνας-Ελλάδας. Μια έκθεση από ένα think tank με έδρα την Αθήνα, το Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων, επισημαίνει ότι ο ένας και μοναδικός λόγος πίσω από αυτή την αντίφαση είναι η αναζήτηση ισχυρών συμμάχων ως εναλλακτικών προς την ΕΕ, λόγω μιας πικρίας και μιας βαθιάς αντιευρωπαϊκής αντίληψης που δημιουργήθηκε στην ελληνική κοινωνία από το 2010. Σε αυτό ακριβώς το κενό πατάει η Κίνα.
Μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα ρομαντικό, αλλά αποτελεί μια εξαιρετική βάση για το συνεχιζόμενο κινεζικο-ελληνικό ειδύλλιο.