Η 20ή Ιουνίου είναι επέτειος της Συμφωνίας των Αθηνών του 1947, για την παροχή αμερικανικής βοήθειας στην Ελλάδα. Η συμφωνία αυτή ήρθε ως επακόλουθο του «Δόγματος Τρούμαν», της απόφασης δηλαδή της Ουάσιγκτον να παρέμβει με μέσα κυρίως μη στρατιωτικά προκειμένου να αναχαιτίσει την επέκταση του κομμουνισμού και της σταλινικής αυτοκρατορίας σε κρίσιμες περιοχές της υδρογείου.
Σήμερα, τείνει να επικρατήσει η αντίληψη ότι η αμερικανική βοήθεια είχε τότε την ίδια τύχη με τα μεταγενέστερα «πακέτα» χρηματοδότησης από την Ευρώπη (ΜΟΠ, «Πακέτα Ντελόρ», κ.ο.κ.). Είναι όμως έτσι;
Στην πραγματικότητα, η αμερικανική βοήθεια προς την Ελλάδα είχε αρχίσει να εισρέει με το πρόγραμμα της UNRRA. Μεταξύ 1945 και 1947 η χώρα έλαβε περί τα $347 εκ. (εκ των οποίων τουλάχιστον τα ¾ από τις ΗΠΑ) σε βοήθεια για είδη πρώτης ανάγκης και υπηρεσίες. Ένα μέρος από αυτά, τα καρπώθηκαν επιτήδειοι, καλύφθηκαν όμως σε σημαντικό βαθμό οι επείγουσες ανάγκες ενός πληθυσμού στα πρόθυρα της λιμοκτονίας.
Ακολούθησε η Συμφωνία των Αθηνών, με βάση την οποία η Ελλάδα έλαβε $146,5 εκ. σε οικονομική βοήθεια (και κάτι περισσότερο σε στρατιωτική – συνολικά $ 300 εκ.).
Το 1948 εγκαινιάστηκε το Σχέδιο Μάρσαλ, το οποίο είχε ως στόχο την επιτάχυνση της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης ευρωπαϊκών χωρών, συμπεριλαμβανομένων της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Το Σχέδιο Μάρσαλ επρόκειτο να διαρκέσει τέσσερα χρόνια. Για την Ελλάδα, όμως, το πρόγραμμα παρατάθηκε για δύο επιπλέον χρόνια και μεταφράστηκε σε άλλα $865 εκ. – από $12,9 δισ. συνολικά, με συνέπεια, βάσει της αναλογίας πληθυσμού/βοήθειας, η χώρα να θεωρείται από τις πλέον ευνοημένες.
Η παράταση του Σχεδίου οφειλόταν στο γεγονός ότι η Ελλάδα είχε χάσει δύο πολύτιμα χρόνια εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου, στη διάρκεια του οποίου το έργο της ανασυγκρότησης αναπόφευκτα πέρασε σε δεύτερη μοίρα: Μόνο κατά το πρώτο έτος εφαρμογής του Σχεδίου, οι στρατιωτικές ανάγκες απορρόφησαν πέντε στα έξι δολάρια της βοήθειας.
Το αποτέλεσμα ήταν οι αρχικοί φιλόδοξοι στόχοι του Σχεδίου να αναθεωρηθούν επανειλημμένα προς τα κάτω. Σίγουρα δεν βοήθησε το γεγονός ότι, πάνω που η χώρα ετοιμαζόταν να ανασάνει από τον τερματισμό του εμφυλίου, ο Πόλεμος της Κορέας, η συνακόλουθη έξαρση του Ψυχρού Πολέμου αλλά και η εκτόξευση των διεθνών τιμών στρατηγικών αγαθών οδήγησαν σε εκ νέου «στρατιωτικοποίηση» μέρους του προγράμματος βοήθειας.
Και τι έμεινε από το «ελληνικό» Σχέδιο Μάρσαλ; Οπωσδήποτε βελτιώθηκαν οι υποδομές, ιδίως στις μεταφορές-επικοινωνίες (που εξυπηρετούσαν και στρατιωτικές ανάγκες). Η γεωργία παρέμεινε τομέας υψηλής προτεραιότητας και συμπληρώθηκε η προσπάθεια για την προαγωγή της δημόσιας υγείας στην ύπαιθρο που είχε ξεκινήσει επί UNRRA (εξάλειψη της ελονοσίας).
Τις σημαντικότερες περικοπές υπέστη ο βιομηχανικός τομέας: Εγκαταλείφθηκαν η κατασκευή υψικαμίνου και μονάδας ελάσεως χάλυβα, διυλιστηρίου πετρελαίου ή μονάδων παραγωγής αλουμινίου και μαγνησίου – σύμβολα του πνεύματος της οικονομικής ορθοδοξίας της εποχής που απέδιδε πρωταρχική σημασία στη βαριά βιομηχανία. Ενισχύθηκε, όμως, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με ένα θερμοηλεκτρικό εργοστάσιο (Αλιβέρι) και δύο υδροηλεκτρικούς σταθμούς.
Δυστυχώς, δεν προχώρησε και η εναλλακτική πρόταση του διαπρεπέστερου των ελλήνων οικονομολόγων, του Κυριάκου Βαρβαρέσου, για ένα μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης προσαρμοσμένο στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας (με έμφαση σε ποιοτικότερη αγροτική παραγωγή, μεταποίηση ειδών ευρείας κατανάλωσης και παροχή υπηρεσιών με διεθνή ζήτηση).
Ο διακηρυγμένος στόχος του Σχεδίου Μάρσαλ ήταν να καταστήσει την Ελλάδα οικονομικά βιώσιμη. Όπως είναι γνωστό, αυτός ο στόχος δεν επιτεύχθηκε. Αναφέρθηκαν ήδη οι συγκυριακοί λόγοι (εμφύλιος και ψυχρός πόλεμος). Υπήρχαν και οι δομικοί παράγοντες που αφορούσαν το ελληνικό κράτος, και τους οποίους είχαν επισημάνει τόσο οι Αμερικανοί (Έκθεση Πόρτερ, 1947) όσο και ο Βαρβαρέσος (1952).
Τα μέτρα που προτάθηκαν αφορούσαν την απελευθέρωση του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά, την πάταξη της φοροδιαφυγής, τη δημιουργία νομοθετικού πλαισίου για την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων, τη νομισματική σταθεροποίηση, αλλά και την εξυγίανση της δημόσιας διοίκησης με στόχο τη συγκρότηση ενός μικρότερου και αποτελεσματικότερου κρατικού μηχανισμού (σας θυμίζει κάτι;).
Οι ελληνικές κυβερνήσεις, οι οποίες μέχρι τον Νοέμβριο του 1952 ήταν ασταθείς και βραχύβιες, έπραξαν αρκετά κάτω από τη στενή επιτήρηση της Αμερικανικής Οικονομικής Αποστολής – αυτή ήταν και μια χτυπητή διαφορά ανάμεσα στο Σχέδιο Μάρσαλ και τα ευρωπαϊκά «πακέτα», συμπεριλαμβανομένων των τριών μνημονίων: Επειδή υπήρχαν σοβαρές αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα και την ακεραιότητα του ελληνικού κρατικού μηχανισμού – από υπουργό μέχρι κλητήρα – οι Αμερικανοί εγκατέστησαν δικούς τους ανθρώπους στα υπουργεία και σε καίριες δημόσιες υπηρεσίες.
Αμερικανοί, λοιπόν, ανέλαβαν να επιβλέψουν επιτόπου τη διαχείριση των πόρων που η κυβέρνησή τους παρείχε στην Ελλάδα. Υιοθέτησαν επίσης ένα άλλο ευφυές μέτρο: Καθώς τα δολάρια της βοήθειας πήγαιναν κυρίως σε εισαγωγές και δημόσια ελλείμματα, η Ουάσιγκτον υποχρέωσε την Αθήνα να καταθέτει σε ειδικό κλειστό λογαριασμό το ισόποσο σε δραχμές (counterpart fund), που δεσμευόταν, καταρχήν, για παραγωγικές επενδύσεις.
Συνοψίζοντας, αν το Σχέδιο Μάρσαλ απέδωσε λιγότερο από το αναμενόμενο, αυτό δεν οφείλεται στη σπατάλη των πόρων του δια ίδιον όφελος, αλλά σε αντικειμενικούς, εξωγενείς και ενδογενείς, παράγοντες. Τα επιτεύγματά του ήταν σημαντικά, με μεγαλύτερο ίσως τη σταθεροποίηση της οικονομίας που έθεσε τα θεμέλια για τη νομισματική μεταρρύθμιση του 1953.
Αυτό που πρέπει να μας προβληματίζει σήμερα, 66 χρόνια από τον τερματισμό του αμερικανικού προγράμματος βοήθειας και 196 από το πρώτο Δάνειο της Ανεξαρτησίας, είναι ότι η οικονομική βιωσιμότητας της χώρας παραμένει ζητούμενο.
* Ο Γιάννης Στεφανίδης είναι καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική του Α.Π.Θ.