Δυσκολευόμαστε να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι ότι η κατάσταση δεν είναι πάντα υπό τον δικό μας έλεγχο, λέει στο Liberal, ο συγγραφέας Πέτρος Τατσόπουλος, μιλώντας για τη πανδημία, αλλά επεκτείνοντας το συλλογισμό του στα πάντα, τα οποία επιμένουμε να ερμηνεύουμε με βάση «την ανήκεστο βλάβη της διαχρονικής μας εθελοτυφλίας». Εχουμε να κάνουμε με ένα εχθρό, όπως λέει, που προυπήρξε εκατομμύρια χρόνια του δικού μας είδους και δεν δείχνει τη παραμικρή διάθεση να κατανοήσει τις δικές μας ιδεοληψίες, εμμονές, σκοπιμότητες και μικρότητές μας. Και εκτιμά ότι το 2022 θα είναι περισσότερο απρόβλεπτο απ’ όσο εμείς θέλουμε να πιστεύουμε εμείς οι ίδιοι - πάντοτε έτσι είναι κάθε νέα χρόνια, λέει, προσθέτοντας «γελάω τόσο με τις σοβαροφανείς πολιτικές αναλύσεις, όσο και με τα πιο γελοία ωροσκόπια».
Αυτοσαρκαστικός, ευφυής, με μια περιπαικτική διάθεση μιλά για τον συγγραφέα και τον πολιτικό Πέτρο Τατσόπουλο, για τη νέα χρονιά που ξεκινά, και για τα Χριστούγεννα, την μέρα που «γεννιούνται αναρίθμητες υποσχέσεις και αντίστοιχα αναρίθμητες απειλές, τόσο για το καλύτερο, όσο και για το χειρότερο. Κανείς δεν γνωρίζει εκ των προτέρων αν την ώρα που μιλάμε γεννιέται ο αυριανός Γκάντι ή ο αυριανός Χίτλερ».
Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα
Ημέρες θρησκευτικότητας, ημέρες απολογισμών. Οι θρησκείες όσο και οι ιδεολογίες στον σκληρό πυρήνα τους μαζεύουν μεγάλο ποσοστό παθολογίας. Πόσο εύκολο είναι και σήμερα να υποστηρίζεις αυτό το καζαντζακικό «δεν πιστεύω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος»;
Ο ίδιος ο Καζαντζάκης πέρασε από σαράντα ιδεολογικά κύματα και άλλαξε άλλα τόσα ιδεολογικά πουκάμισα προτού καταλήξει στην περίφημη ρήση που ζήτησε να χαράξουν στον τάφο του. Δεν είναι εύκολο να μην πιστεύεις πουθενά και να συμφιλιωθείς με την υπαρξιακή αγωνία που συνεπάγεται η απιστία σου. Γι’ αυτό άλλωστε οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν: τους ανακουφίζει. Με το ίδιο πνεύμα ο νεαρός Μαρξ -25χρονος, το 1843- έγραψε ότι «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού». Αντίθετα από ό,τι νομίζουμε σήμερα, ο Μαρξ έγραψε αυτή τη φράση «αγαπησιάρικα», σε μια εποχή που το όπιο εθεωρείτο βάλσαμο, φάρμακο, το αγόραζαν ελεύθερα στα φαρμακεία και το έδιναν ακόμη και οι μανάδες στα μικρά τους παιδιά. Βεβαίως, ούτε ο Μαρξ παραγνώριζε ότι αυτό το «φάρμακο» σε απομακρύνει προσωρινά από τη σκληρή πραγματικότητα –την εξαθλίωση, εν προκειμένω, της καθημερινότητάς σου- δίχως να την βελτιώνει στο παραμικρό.
Εσύ τι πιστεύεις, δηλαδή, και τι φοβάσαι;
Δεν πιστεύω. Ελπίζω σε πολλά, προσδοκώ πολλά, αλλά δεν πιστεύω σε τίποτε. Ελπίζω, λόγου χάριν, ότι η ανθρώπινη καλοσύνη θα κάνει μερικά βήματα μπροστά τη νέα χρονιά, χωρίς τα δεκανίκια οποιασδήποτε θρησκείας (που, πολύ βολικά για τις ίδιες τις θρησκείες, άλλοτε την επικαλούνται και άλλοτε κάνουν τα στραβά μάτια στην καταδολίευσή της), αλλά δεν πιστεύω ότι κάπου είναι γραμμένο ότι τελικά θα επικρατήσει.
Και από τη νέα χρονιά, με όσα συμβαίνουν και γίνονται, τι έχεις να περιμένεις, τι περιμένουμε;
Λόγω της πανδημίας, που δεν παύει να μας αιφνιδιάζει με τις διαρκείς μεταλλάξεις του κορωνοϊού, το 2022 ίσως να είναι περισσότερο απρόβλεπτο από όσο συνήθως (πάντοτε ήταν, είναι και θα είναι απρόβλεπτο: γελάω τόσο με τις σοβαροφανείς πολιτικές αναλύσεις όσο και με τα πιο γελοία ωροσκόπια). Δυσκολευόμαστε ακόμη να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι η κατάσταση δεν είναι υπό τον δικό μας έλεγχο. Έχουμε να κάνουμε με έναν εχθρό που προϋπήρξε εκατομμύρια χρόνια του δικού μας είδους και δεν δείχνει την παραμικρή διάθεση να κατανοήσει τις ιδεοληψίες μας, τις εμμονές μας, τις σκοπιμότητές μας, τις μικρότητές μας, την ανήκεστο βλάβη της διαχρονικής μας εθελοτυφλίας.
Έχεις κάνει ποτέ απολογισμό ζωής στα γενέθλια; Υπάρχει δηλαδή κάτι στη ζωή σου που μπορείς να πεις «λάθος, θα το έκανα αλλιώς» ή «δεν έπρεπε αυτό να το κάνω;».
Το κάνω διαρκώς –και δεν περιμένω τα γενέθλια. Γενικώς, και λόγω της ευκολίας μετακίνησης που μας παρέχει το επάγγελμά μας, όποτε έχω δυο δεκάρες στην άκρη, την κάνω από την Αθήνα, χωρίς να περιμένω «γιορτές» ή «εξόδους». Εξυπακούεται πως τώρα, με την πανδημία, αυτό είναι πιο πολύ μια γλυκιά ανάμνηση ή ένας ευσεβής πόθος για το μέλλον. Για να επανέλθω όμως στο ερώτημά σου, δεν διαπιστώνω αυτοί οι κατά καιρούς «απολογισμοί ζωής» να με έχουν προστατεύσει από μελλοντικές μπανανόφλουδες. Όπως έχει γράψει και ο μακαρίτης ο Χέγκελ: «Το μόνο δίδαγμα που αποκομίζουμε από την Ιστορία είναι ότι από την Ιστορία δεν αποκομίζουμε κανένα δίδαγμα».
Το 2022 θα δούμε περισσότερο τον πολιτικό Πέτρο Τατσόπουλο ή τον συγγραφέα;
Το πρώτο δεν είναι στο χέρι μου. Το δεύτερο είναι, αλλά –όπως καλά γνωρίζεις από τη δική σου εμπειρία- παίρνει συνήθως πάνω από ένα χρόνο.
Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, γενέθλια, σχεδόν όλα μαζί. Κύριε Τατσόπουλε, αισθάνεστε περισσότερο συγγραφέας ή πολιτικός;
Γράφω βιβλία εδώ και σαράντα τρία χρόνια (από το 1978), ενώ με την ενεργό πολιτική ασχολήθηκα μόλις τα τελευταία εννέα (από το 2012). Θα ήταν αλλόκοτο, αν όχι εξωφρενικό, να αισθάνομαι περισσότερο πολιτικός παρά συγγραφέας. Άλλωστε στην ενεργό πολιτική πρέπει κάποιος να σε προσκαλέσει –δεν ελέγχεις εσύ πότε θα μπεις στο παιχνίδι και πότε θα καθίσεις στον πάγκο. Στη συγγραφή δεν χρειάζεσαι πρόσκληση· μονάχα έμπνευση και ζήλο για μακρόχρονη, συχνά άχαρη και σχεδόν πάντα μοναχική δουλειά.
Το 2021 εκδοτικά και συγγραφικά διπλή παρουσία: και δοκίμιο «Το όπιο του λαού» και μυθοπλασία, επανακυκλοφορεί ένα βιβλίο σας «Η καρδιά του κτήνους» για τρίτη; Τέταρτη; φορά αποδεικνύοντας και την μοναδική αντοχή του στον χρόνο. Πόσο αντιπροσωπευτικά είναι και τα δυο για σας;
Πράγματι, με την «Καρδιά του κτήνους» έχω χάσει κι εγώ τον λογαριασμό των εκδόσεων –από τον Δεκέμβριο του 1987, όταν πρωτοκυκλοφόρησε, πρέπει να έχει κάνει πάνω από είκοσι επανεκδόσεις. Μετά την «Καλοσύνη των ξένων» (2006) είναι το πιο εμπορικό βιβλίο μου. Ενδεικτικά αναφέρω ότι έχει κυκλοφορήσει από τρεις εκδοτικούς οίκους –πρώτα από την «Εστία», έπειτα από τον «Καστανιώτη», εδώ κι έξι χρόνια από το «Μεταίχμιο»- με πέντε διαφορετικά εξώφυλλα, ενώ μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο το 2005 από τον Ρένο Χαραλαμπίδη. Τώρα, τι μπορεί να συνδέει το «Όπιο του λαού» με την «Καρδιά του κτήνους», μια συλλογή non fiction κειμένων γύρω από τη θρησκεία με ένα σύγχρονο μυθιστόρημα, πέρα από το γεγονός ότι τόσο το «Όπιο» όσο και η «Καρδιά» είναι γραμμένα από τον ίδιο άνθρωπο; Ό,τι συνδέει κι έναν αυθάδη νεαρό 25 έως 28 χρονών (τόσο ήμουν όταν έγραφα την «Καρδιά») με έναν ώριμο κύριο, τρομάρα του, που στις 23 Δεκεμβρίου έκλεισε τα 62 του χρόνια. Αντιπροσωπευτικά αμφότερα διαφορετικών εποχών, διαφορετικών διαθέσεων, διαφορετικών αναζητήσεων και, κυριολεκτικά, διαφορετικών αιώνων.
Στο μεταξύ, πανδημίες, κρίσεις, ξεκρίσεις, τι είναι αυτό που έχει «Η καρδιά του κτήνους» που το κάνει να αντέχει στον χρόνο;
Για πολλούς λόγους, εικάζω. Πρώτα απ’ όλα είναι, νομίζω, ένα διασκεδαστικό βιβλίο. Ένα ψυχαγωγικό μυθιστόρημα, με την ευρύτερη δυνατή σημασία του όρου. Περνάς καλά διαβάζοντάς το. Έπειτα, και παρά τις κολοσσιαίες αλλαγές στην καθημερινότητά μας από τη δεκαετία του 1980 (μιλάμε για μια καθημερινότητα χωρίς κινητά, χωρίς υπολογιστές, για μια ριζικά διαφορετική αντίληψη και διαχείριση του χρόνου), ασχολείται με το ίδιο διαχρονικό «κρύο ντους»: τη στιγμή που εγκαταλείπουμε τις βεβαιότητες και τον ναρκισσισμό της νεότητάς μας και οδυνηρά συνειδητοποιούμε ότι ο κόσμος δεν περιστρέφεται γύρω μας. Κοέλιο από την ανάποδη, θα έλεγα: το σύμπαν σκανδαλωδώς κωφεύει στις δικές μας επιθυμίες.
«Mυθιστόρημα-έκπληξη, ένα αληθινά στυλίστικο έργο, με χιλιάδες κρυμμένες λογοτεχνικές πονηριές κι επιδεξιότητες, μια ζωηρή έκλαμψη παρωδίας, πεισματική, καταστροφική και απόλυτα ελεγχόμενη, που σου θυμίζει τον Mπιόι Kασάρες και τον Mεντόθα». (Eυγένιος Αρανίτσης) Για την «Καρδιά του κτήνους» που έγινε και ταινία από το 1987 που πρωτοβγήκε έχουν γραφτεί ύμνοι. Υπάρχουν στιγμές που μετανιώνετε για το ότι δεν ασχοληθήκατε αυστηρά και μόνο με την γραφή; Μη ξεχνάμε ότι ήταν μόλις το τρίτο σας βιβλίο και εσείς ούτε τριάντα χρονώ… 28;
Από την ώρα που κάποιος δεν ασχολείται με τη γραφή αυστηρά για βιοπορισμό (και δεν το λέω υποτιμητικά, από συγγραφείς για βιοπορισμό έχουν γραφτεί ενίοτε αριστουργήματα, ιδίως τον 19ο αιώνα), αλλά έχει την πολυτέλεια να αφήνει κάπου-κάπου τη γραφή και να ασχολείται με κάτι άλλο, σημαίνει ότι αυτό το «κάτι άλλο» κάποια ανάγκη τού καλύπτει, έστω και καθαρά ψυχολογική. Δεν είναι ακριβώς η δική μου περίπτωση. Ποτέ δεν ήμουν πλούσιος και ποτέ δεν είχα την πολυτέλεια να ασχοληθώ με τη γραφή καθαρά ως χομπίστας. Από την άλλη, εάν αθροίσετε τις σελίδες, τόσο τις fiction όσο και τις non fiction, που έχω δημοσιεύσει αυτά τα σαράντα τρία χρόνια –πρέπει να πλησιάζουν, αν δεν υπερβαίνουν τις επτά χιλιάδες-, μπορείτε εύκολα να διαπιστώσετε ότι ουσιαστικά ποτέ δεν εγκατέλειψα τη γραφή. Δεν πρέπει να έχουν περάσει πάνω από μία ή δύο εβδομάδες όλα αυτά τα χρόνια χωρίς να γράφω «κάτι». Το γράψιμο είναι η καταδίκη μου. Κάποιος πρέπει να με καταράστηκε στο γυμνάσιο επειδή έγραφα καλές εκθέσεις.
Για τους «Ανήλικους» δε το 1980 έγραφε στην Καθημερινή ο Ζήρας: «Γλώσσα φυσική, άνετη, ρέουσα, χιούμορ πηγαίο, σπιρτάδα που αποφεύγει με επιμέλεια το "εξυπνακίστικο", ευαισθησία που αποφεύγει το φτηνό μελό, περιγραφική ικανότητα αλλά και διεισδυτικότητα σπάνια, είναι μερικά από τα προτερήματα αυτού του έργου, με το οποίο ο Πέτρος Τατσόπουλος υπόσχεται πολλά… Ένα μυθιστόρημα συναρπαστικό στις περισσότερες σελίδες του» κι εσύ ήσουν μόλις 21 χρονών! Δεν σε τραβά από το μανίκι σήμερα η μυθοπλασία;
Για την ακρίβεια, ήμουν 18 στα 19· οι «Ανήλικοι» μπορεί να εκδόθηκαν τον Φεβρουάριο του 1980, αλλά γράφτηκαν από τον Φεβρουάριο έως τον Σεπτέμβριο του 1978. Όπως αντιλαμβάνεσθε, είχα πολλές ευκαιρίες έκτοτε να φύγω από τη μυθοπλασία και να επιστρέψω πάλι. Να πω την πικρή αλήθεια, αναμφίβολα δεν αισθάνομαι το δέος που αισθανόμουν απέναντι στη μυθοπλασία στα είκοσί μου χρόνια –άλλωστε, όπως λέω συχνά, εγώ ο ίδιος γράφω και τα fiction και τα non fiction κείμενα, τον ίδιο κόπο καταβάλλω, ενίοτε μάλιστα για τα non fiction κείμενα καταβάλλω και κόπο μεγαλύτερο (όσοι, όπως εσείς, έχουν περάσει από τα δημοσιογραφικά «θρανία», είμαι σίγουρος ότι συμπάσχουν). Πάντως, σήμερα, νιώθω πράγματι να με τραβά ξανά από το μανίκι η μυθοπλασία. Έχω στα σκαριά ένα νέο μυθιστόρημα, είναι όμως ακόμη πολύ νωρίς να μιλήσω γι’ αυτό περισσότερο.
Αλήθεια τι πρέπει να έχει ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να θελήσεις να γίνει ηρωίδα σου ή ήρωάς σου και τι μια ιστορία για να την κάνεις ιστορία σου;
Το ίδιο πράγμα. Να είναι αξιανάγνωστοι και αξιανάγνωστες: τόσο οι ήρωες και οι ηρωίδες, όσο και οι ιστορίες. Το έχω ξαναπεί και δεν κουράζομαι να το επαναλαμβάνω: θα βαριόμουν θανάσιμα να καθίσω και να γράψω μια ιστορία που θα βαριόμουν θανάσιμα να διαβάσω. Μπορεί να ακούγεται πολύ εγωκεντρικό, αλλά, λυπάμαι, δεν μπορώ να λειτουργήσω διαφορετικά. Δεν με ενδιαφέρει αν είναι ιστορία δική μου, δική σου ή εντελώς φανταστική –αρκεί να μεταμορφώνει τον αναγνώστη σε page turner, σε εκείνο το «πρεζόνι» που παρατάει ό,τι κάνει για να γυρίσει την επόμενη σελίδα. Εξυπακούεται πως ούτε προλαβαίνω, ούτε μπορώ να γράψω όλες τις ιστορίες που θα ήθελα να διαβάσω. Προσπαθώ να αναπληρώσω ένα μέρος από αυτό το κενό με το διάβασμα. Θεωρώ τον εαυτό μου, αν όχι επαρκή, σίγουρα εθισμένο αναγνώστη.
Μου βγαίνει ενικός, κι έτσι θα συνεχίσω, είμαστε και της ίδιας γενιάς, είναι σα να κοροϊδεύω τους άλλους και τον εαυτό μου με τον πληθυντικό, πιστεύεις ότι είμαστε κάπως ή εντελώς σοβαροφανείς οι νεοέλληνες; Γενικότερα όσον αφορά τις παρεξηγήσεις από τη στάση σου εν γένει στην πολιτική και δημόσια ζωή; Επειδή είμαστε αυτό που γράφουμε, αυτό το παιγνιώδες δικό σου, βρίσκεις ότι έχει, τελικά, παρεξηγηθεί;
Αναντίρρητα, Ελένη, υφίσταται κάποια παρεξήγηση κι εν μέρει οφείλεται στην εθνική μας σοβαροφάνεια. Ωστόσο, η ίδια η εθνική μας σοβαροφάνεια πηγάζει από βαθύτερες ανασφάλειες· όπως το μικρό παιδί που παίρνει το βλοσυρό του ύφος και κορδώνεται για να το πάρουν οι μεγάλοι στα σοβαρά, ενώ μουτρώνει και μπήγει τα κλάματα όταν αντιλαμβάνεται ότι οι μεγάλοι δεν το παίρνουν στα σοβαρά (την ίδια στιγμή που οι μεγάλοι μπορεί να βρίσκουν το κόρδωμά του τρισχαριτωμένο). Για να γίνω πιο σαφής: όταν είσαι συγγραφέας, γνωστός συγγραφέας, αυτόν που –καταχρηστικά μερικές φορές- αποκαλούμε «αναγνωρισμένο», έχουν ακούσει για σένα μερικές δεκάδες χιλιάδες, άντε μερικές εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες σου στην Ελλάδα. Έχουν ακούσει για σένα, πρόσεξε, δεν έχουν διαβάσει βιβλία σου απαραίτητα. Μολαταύτα, όταν εκφράζουν τη γνώμη τους για σένα, ομιλούν «μετά λόγου γνώσεως», με μικρή, μεσαία ή μεγάλη απόκλιση από την πραγματικότητα, σε επαφή μαζί της πάντως, όχι εντελώς στα ξεκούδουνα. Όταν εμπλέκεσαι με την ενεργό πολιτική, το κάδρο ανοίγει –και ανοίγει σχεδόν πάντα εις βάρος σου. Ακούνε για πρώτη φορά το όνομά σου εκατομμύρια συμπολίτες σου, άνθρωποι που δεν γνωρίζουν τίποτε για σένα, ούτε έχουν και όρεξη –οι περισσότεροι- να πληροφορηθούν κάτι. Γι’ αυτούς είσαι ένα «άδειο κιβώτιο», όπως το περίφημο «άδειο κιβώτιο» στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Άρη Αλεξάνδρου, που το διαβάζαμε σαν Ευαγγέλιο στα φοιτητικά μας χρόνια. Και αυτό το «άδειο κιβώτιο» οι συμπολίτες μας μπορούν να το «γεμίσουν» με οτιδήποτε: με τη συμπάθεια ή την αντιπάθεια που τρέφουν για το κόμμα με το οποίο συνεργάζεσαι, με τις φήμες, τις διαβολές ή τις λοιδορίες που θα ακούσουν για σένα, με τις δηλώσεις που μπορεί να κάνεις εσύ σε μια άτυχη στιγμή ή κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες, πλαισιωμένες από εντελώς διαφορετικά συμφραζόμενα, κι εντούτοις θα σε σταμπάρουν και θα σε συνοδεύσουν έως τον τάφο… Αναρίθμητες φορές έχω διαβάσει στο διαδίκτυο: «ο αυτοαποκαλούμενος συγγραφέας», «μα, σοβαρά τώρα, έχετε δει ποτέ κανένα βιβλίο του Τατσόπουλου;» κ.ο.κ. Και αναρωτιέσαι, στο τέλος της ημέρας, εάν όλη αυτή η δημοσιότητα που σου προσδίδει η εμπλοκή σου με την ενεργό πολιτική αξίζει τον κόπο για τόσο διασυρμό, τόσο χλευασμό, τόση λοιδορία… Ακόμη αναρωτιέμαι.
Βέβαια από την άλλη κυκλοφορεί και «Το όπιο του λαού» με το οποίο εν ολίγοις μας λες και όλους τους πιστούς, στην καλύτερη των περιπτώσεων, αφελείς;
Λέω και κάτι παραπάνω από αυτό –δεδομένου ότι και το βιβλίο είναι 360 σελίδες, αποκλείεται επί 360 σελίδες να κοπανάω μόνο αυτό συνέχεια, όσο εμμονικός και αν δείχνω να είμαι (την ίδια την εμμονή μου την αυτοσαρκάζω σε έναν εκτενέστατο πρόλογο 50 περίπου σελίδων). Λέω ότι κατ’ ουσίαν οι θρησκείες –όλες οι θρησκείες, ουδεμίας εξαιρουμένης- είναι «κλειστά κυκλώματα» ευπιστίας: αυτοεκπληρούμενες προφητείες και θεσμοθετημένες θεωρίες συνωμοσίας. Παράλληλα, ασχολούμαι συστηματικά με το «ποιος κερδίζει» από αυτά τα «κλειστά κυκλώματα» ευπιστίας: από το κομματικό ψηφοθηρικό αλισβερίσι με τους ιεράρχες και το εμπόριο θαυμάτων έως τη χάλκευση της ιστορίας και τη χειραγώγηση της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας στη σύγχρονη πολιτική σκηνή, τη διαχρονική κόντρα με τον ορθολογισμό και, γενικότερα, την επιστήμη, την εγκληματική διγλωσσία της Εκκλησίας στην περίοδο της πανδημίας κ.ο.κ. Εξαντλώ όσα επιχειρήματα διαθέτω στη φαρέτρα μου αλλά, φυσικά, έχω κι επίγνωση των ορίων μου. Όπως γράφω και στο βιβλίο: «Επαφίεμαι στην καλή πίστη του αναγνώστη και, εάν σκεφτείτε την ειρωνεία του πράγματος, είναι μάλλον και η μοναδική πίστη στην οποία επαφίεμαι».
Να πάρουμε και την χειρότερη;
Η χειρότερη διάσταση της όλης ιστορίας, που επισημαίνεται ξανά και ξανά στο «Όπιο του λαού», είναι ότι εκπαιδευόμαστε από τη νηπιακή ακόμη ηλικία να εκλαμβάνουμε τον θρησκευτικό παραλογισμό ως «κανονικότητα» και κάθε τι που αντιβαίνει σε αυτήν την «κανονικότητα» ως εκκεντρικότητα ή διαταραχή εκείνου που τολμάει να το διατυπώσει δημόσια. Ποτέ δεν είχαμε έναν αξιοπρεπή δημόσιο διάλογο σε αυτή τη χώρα, λόγου χάριν, για τη σχέση Κράτους κι Εκκλησίας. Οι πολιτικοί μας δεν βλέπουν τις ενορίες παρά σαν απύθμενες δεξαμενές με ψηφαλάκια και διαγκωνίζονται ποιος θα ανάψει τα περισσότερα κεράκια ή ποιος θα απελευθερώσει τα περισσότερα περιστέρια μπροστά στις κάμερες. Η υποκρισία ένθεν κι ένθεν περισσεύει.
Αλήθεια τα Χριστούγεννα, κάθε Χριστούγεννα για έναν άθεο, τι γεννιέται;
Γεννιούνται αναρίθμητες υποσχέσεις και αντίστοιχα αναρίθμητες απειλές τόσο για το καλύτερο όσο και για το χειρότερο. Κανείς δεν γνωρίζει εκ των προτέρων εάν, την ώρα που μιλάμε, το δευτερόλεπτο που μιλάμε, γεννιέται ο αυριανός Γκάντι ή ο αυριανός Χίτλερ.
Μια ευχή για όλους μας; Κι ας τελειώσουμε μ’ αυτό.
Έχω ένα θεματάκι με τις ευχές –ιδίως όταν κινούνται μεταξύ κοινοτοπίας και ουτοπίας, του τύπου «υγεία για όλους» ή «ειρήνη στον κόσμο». Ας τα βρούμε λοιπόν κάπου στη μέση. Ας ευχηθεί ο καθένας μας ό,τι επιθυμεί περισσότερο, ας ρίξει μια μούντζα σ’ εκείνον τον απατεώνα τον Κοέλιο και ας μην λησμονήσει την αρχαία σοφή προτροπή: «Συν Αθηνά και χείρα κίνει».