Για ορισμένα από τα ανθρώπινα η ελληνική παράδοση παραμένει χρήσιμη. Για τον θάνατο, για παράδειγμα, θέλει την περίοδο του πένθους και του σεβασμού που οφείλουμε να δείχνουμε στο νεκρό να διαρκεί τουλάχιστον σαράντα (40) ημέρες ώστε ο πεθαμένος να έχει «κρυώσει» για τα καλά, το σοκ και τα έντονα συναισθήματα των πρώτων εικοσιτετραώρων να έχουν εξατμιστεί για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο και για τους οικείους τα δάκρυα να έχουν αρχίσει να μετουσιώνονται σε βουβό πόνο.
Βέβαια, όταν οι παραδόσεις επείχαν τη θέση άγραφων νόμων η κοινωνία ήταν διαφορετική. Η διασημότητα αφορούσε αποκλειστικά τους έχοντες κάποια εξουσία και ως εκ τούτου το πένθος γι αυτούς ακολουθούσε κάποιους απαράβατους κανόνες ενώ απουσία δημοκρατίας και ελευθερίας της έκφρασης κανείς δε διανοούνταν να κριτικάρει το βίο και την πολιτεία του νεκρού.
Σήμερα οι κοινωνίες έχουν αλλάξει, υπάρχει ελευθερία της έκφρασης και ο καθένας μας έχει τουλάχιστον ένα δικό του κανάλι να εκφράσει δημοσίως τις απόψεις του, ακόμα και για τους πεθαμένους την επόμενη στιγμή του θανάτου τους.
Μάλιστα, έτσι καθώς η επικαιρότητα διαμορφώνεται από μια ασυγκράτητη ροή ειδήσεων, ασύλληπτης ταχύτητας, ακόμα κι αν εμείς, οι πολλοί, θέλουμε να κρατήσουμε την παράδοση δύσκολα θα επιστρέψουμε σ'ένα επιφανή νεκρό για να κρίνουμε τα έργα και τις ημέρες του μετά από σαράντα ημέρες. Ο θάνατος, με το δικό του τρόπο, κάνει τους διάσημους επίκαιρους και ως επίκαιρους είναι επόμενο να τους σχολιάζουμε.
Παρ'όλα αυτά όμως, πρέπει να επισημάνουμε ότι διεθνή έντυπα μεγάλου κύρους, όπως για παράδειγμα ο Economist, δημοσιεύουν τις διάσημες νεκρολογίες τους (τις οποίες, παρεμπιπτόντως, λέγεται ότι γράφονται όσο τα πρόσωπα είναι ακόμα εν ζωή και αρχειοθετούνται για να ανασυρθουν όταν θα έχουν πλέον πεθάνει) εβδομάδες μετά το θάνατο των προσώπων ακριβώς για να έχει μεσολαβήσει ένα εύλογο χρονικό διάστημα.
Θα συμφωνήσουμε όμως τουλάχιστον σε τούτο: αν θεωρούμε προβληματική την έκφραση κριτικής ακόμα και εχθροπαθούς ή κακόβουλης την επομένη του θανάτου κάποιου επιφανούς προσώπου, το ίδιο προβληματικό είναι να επικρίνουμε όσους το κάνουν επικαλούμενοι την παράδοση. Ο καθένας, σε αυτές τις περιπτώσεις, αντιδρά όπως νομίζει και η επίκληση της παράδοσης δεν συνιστά πειστικό επιχείρημα.
Όταν, για παράδειγμα, διαβάζουμε στο βιογραφικό κάποιου πεθαμένου ότι πέθανε σε ηλικία 85 ετών και επί 30 χρόνια κατείχε μια δημόσια θέση την οποία για να εγκαταλείψει έπρεπε να πεθάνει, η αξίωση αυτό να μείνει ασχολίαστο είναι ανορθολογική και ίσως και λανθασμένη. Πόσο μάλλον όταν την ίδια στιγμή, δημοσιεύονται έπαινοι που δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την πραγματικότητα.
Ο αγοραίου ύφους, μετά θάνατον, έπαινος δεν διαφέρει στο ελάχιστο από μια αρνητική κριτική ακόμα και κακόβουλη.
Η νεκρολογία δικαίως θεωρείται δημοσιογραφικό είδος από μόνη της και μάλιστα εξαιρετικά δύσκολο. Προϋποθέτει έρευνα, ρεπορτάζ και γνώση του αντικειμένου στο οποίο δραστηριοποιήθηκε ο πεθαμένος.
Η επίδειξη αυτοσυγκράτησης όταν εκφέρουμε δημόσιο λόγο πάντα είναι μια καλή ιδέα αρκεί να μην αφήνουμε χώρο στο ψέμα που μασκαρεύεται σε εγκώμια και μάλιστα στο όνομα της παράδοσης.