Του Χάρη Τσιλιώτη*
Σήμερα ξεκινάει η συζήτηση για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 84 παρ. 2 Σ. Παρά το γεγονός ότι συνταγματικά κατά το άρθρο 84 παρ. 1 εδ. β΄ Σ η Κυβέρνηση δεν ήταν υποχρεωμένη να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης, διότι την ζητά όποτε εκείνη το θεωρεί σκόπιμο, οι συνθήκες ήταν τέτοιες που μετά την αποχώρηση, πραγματική ή εικονική, του ελάσσονος κυβερνητικού εταίρου από την Κυβέρνηση, καθιστούσαν το αίτημά της πολιτικά επιτακτικό.
Άλλωστε, η Κυβέρνηση Τσίπρα στηριζόταν στις ψήφους του ελάσσονος κυβερνητικού εταίρου, δίχως τις οποίες δεν έχει την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των Βουλευτών, συνεπώς μία επανεπιβεβαίωση της εμπιστοσύνης της Βουλής θεωρείται αναγκαία, στην περίπτωση που την έχει, διαφορετικά δεν μπορεί κατά το άρθρο 84 παρ. 1 εδ. α΄ Σ να κυβερνά χωρίς αυτήν.
Έχουν γραφτεί και ειπωθεί πολλά για την πλειοψηφία που απαιτείται ούτως ώστε η πρόταση της Κυβέρνησης για παροχή ψήφου εμπιστοσύνης να γίνει δεκτή. Δεν αμφισβητείται συνταγματικά κατά το άρθρο 84 παρ. 6 εδ. α΄ Σ ότι απαιτείται η απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων (και όχι του συνόλου των Βουλευτών), αρκεί αυτή να μην είναι μικρότερη των 2/5 του όλου αριθμού των Βουλευτών. Από αυτή την διάταξη σε συνδυασμό και με το άρθρο 37 παρ. 2 Σ, που προβλέπει την υποχρέωση του ΠτΔ να αναθέσει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει την σχετική πλειοψηφία στην Βουλή, εάν κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των εδρών, συνάγεται ότι το Σύνταγμα ανέχεται Κυβέρνηση σχετικής πλειοψηφίας και όχι «μειοψηφίας», όπως αδόκιμα λέγεται.
Η Κυβέρνηση αυτή προφανώς στηρίζεται στην στήριξη ή ανοχή κομμάτων ή μεμονωμένων Βουλευτών που δεν συμμετέχουν στην Κυβέρνηση. Τα όσα λέγονται περί δήθεν «συνταγματικού εθίμου» που δεν επιτρέπει υπό το καθεστώς του Συντάγματος του 75 τον σχηματισμό μίας τέτοιας Κυβέρνησης γιατί όλες οι Κυβερνήσεις μεταδικτατορικά, μονοκομματικές ή πολυκομματικές, είχαν την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των Βουλευτών είναι συνταγματικά αβάσιμα, εφόσον η ύπαρξη εθίμου και δη συνταγματικού δικαιολογείται όταν υπάρχει κενό δικαίου και όταν βέβαια αυτό δεν έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα. Το έθιμο συμπληρώνει το Σύνταγμα και δεν έρχεται να το ανατρέψει. Στην περίπτωση αυτή ούτε κενό υπάρχει, η δε διάταξη του Συντάγματος από κάθε ερμηνευτική σκοπιά ειδωμένη, δεν επιτρέπει την συναγωγή εθίμου. Η δε πολιτική πρακτική που διαμορφώθηκε μεταπολιτευτικά δεν βοηθούσε τον σχηματισμό Κυβερνήσεων σχετικής πλειοψηφίας, καθότι οι περισσότερες ήταν μονοκομματικές με αυτοδυναμία εδρών, οι δε πολυκομματικές είχαν την δυνατότητα να πετυχαίνουν, έστω και οριακά, την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των εδρών.
Το Σύνταγμα είναι, όμως, γραμμένο για να αντιμετωπίζει ει δυνατόν όλες τις περιστάσεις, ακόμη και μεμονωμένες ή περιστασιακές ή και εξαιρετικές. Κατά συνέπεια η Κυβέρνηση δεν θα έχει τυπικά συνταγματικό πρόβλημα να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης ακόμη και με λιγότερους από 151 Βουλευτές, αρκεί ο αριθμός τους να συνιστά πλειοψηφία και αυτοί να μην είναι λιγότεροι από τους 120.
Το πρόβλημα της Κυβέρνησης είναι, όμως, βαθύτατα πολιτικό. Το αναγνώρισε και ο Πρωθυπουργός σε πρόσφατη τηλεοπτική του συνέντευξη, παραδεχόμενος ότι εάν η Κυβέρνησή του στην ψηφοφορία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης δεν πάρει τις 151 ψήφους, θα πρέπει να οδηγηθεί συντεταγμένα (sic) και σε εύθετο χρόνο σε εκλογές. Θα μπορούσε άραγε να μην οδηγηθεί συντεταγμένα; Θα εννοούσε μάλλον ότι δεν θα απαλλαγεί υποχρεωτικά από τα καθήκοντά της από τον ΠτΔ βάσει του άρθρου 38 παρ. 1 Σ για να πάμε σε διερευνητικές εντολές και σε εκλογές με υπηρεσιακή Κυβέρνηση κατά το άρθρο 37 παρ. 3 Σ, αλλά θα επιλέξει η ίδια τον χρόνο των εκλογών, προφανώς επικαλούμενη την αντιμετώπιση εξαιρετικής σημασίας εθνικού θέματος κατά το άρθρο 41 παρ 2 Σ. Το πολιτικό πρόβλημα, όμως, για την Κυβέρνηση δεν είναι αριθμητικό, εάν δηλ. είναι 151, 150 ή 149 οι Βουλευτές που θα δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης.
Το πολιτικό πρόβλημα του Πρωθυπουργού είναι άλλης μορφής και μάλιστα διττό: Αφενός, αφορά την δυνατότητά του να κυβερνά με μία συγκυριακή και ετερόκλητη πλειοψηφία, αποτελούμενη από Βουλευτές προερχόμενους από άλλα κόμματα, τα οποία κατά περίσταση και σε διάφορα νομοσχέδια μπορεί να ψηφίζουν διαφορετικά. Αφετέρου είναι και πολιτικοηθικό (μία έννοια με την οποία τόσο «έπαιξε» πολιτικά το κυβερνούν κόμμα, προβάλλοντας το δήθεν «ηθικό πλεονέκτημα» της Αριστεράς).
Ένα κόμμα που το 2014 κατήγγειλε οποιονδήποτε μη κυβερνητικό Βουλευτή τότε και όχι μόνον αυτούς που ανήκαν σε αυτό, αλλά και ανεξάρτητους και Βουλευτές από άλλα κόμματα της τότε Αντιπολίτευσης, ότι εάν ψήφιζαν για ΠτΔ τον Σταύρο Δήμα ήταν «εξωνημένοι», «αργυρώνητοι», «αποστάτες» κ.τ.ό., μέχρι και περιστατικό δήθεν απόπειρας εξαγοράς του αλήστου μνήμης τότε Βουλευτή των ΑΝΕΛ Παύλου Χαϊκάλη είχαν σκηνοθετήσει, ενθαρρύνει Βουλευτές προερχόμενους από άλλα κόμματα, ακόμη και των ΑΝΕΛ που όμως δηλώνουν διά του Προέδρου τους ότι αποχωρούν από την Κυβέρνηση, να δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση, εκτός κι αν η αποχώρηση είναι όντως εικονική, οπότε μιλάμε για σκηνοθεσία, όπως καταγγέλλει η Αξιωματική Αντιπολίτευση. Εάν δεν είναι πολιτική εξαγορά η διατήρησή τους στον υπουργικό θώκο ή η υποσχεθείσα παροχή θαλπωρής στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ στις επόμενες εκλογές, τότε τι αποτελεί άραγε πολιτική εξαγορά;
Το ζήτημα, όμως, που προκαλεί κατάπληξη είναι ότι ενώ το 2014 είδαμε το σύνολο σχεδόν των Βουλευτών της τότε Αντιπολίτευσης να «μπετονάρεται» κατά της εκλογής ΠτΔ, για να μην θεωρηθούν «πουλημένοι» (είναι χαρακτηριστική η ομολογία του του τότε ανεξάρτητου Βουλευτή Πέτρου Τατσόπουλου), σήμερα Βουλευτές προερχόμενοι από άλλα κόμματα δεν έχουν κανέναν συνειδησιακό ενδοιασμό να παράσχουν ψήφο εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση, προκειμένου να αντλήσουν ωφελήματα που τους παρέχει η Κυβέρνηση, παρά το ότι έρχονται σε αντίθεση με την κομματική τους γραμμή.
Τα παραπάνω δείχνουν ότι η Κυβέρνηση μπορεί, έστω και με οριακή απόλυτη πλειοψηφία να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης ή μπορεί να υπερψηφισθεί τυπικά έστω με σχετική πλειοψηφία, που θα της επιτρέψει συνταγματικά να κυβερνήσει μέχρι τον «εύθετο» χρόνο του Μα?ου (ούτως ή άλλως πιστεύω ότι οι εκλογές θα διεξαχθούν τον Μάιο), έχει απωλέσει, όμως, την εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού αλλά και της ίδιας προς τον εαυτό της.
* Ο Χάρης Τσιλιώτης είναι επίκουρος καθηγητής του τμήματος πολιτικής επιστήμης και διεθνών σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.