Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Αν κάτι κάνει να ξεχωρίζει μαζικά την εποχή μας από όλες τις προηγούμενες, δεν είναι ούτε η αλματώδης πρόοδος που έχει συντελεστεί σε όλους τους τομείς του επιστητού, ούτε τα θηριώδη άλματα της τεχνολογίας μας, ούτε η απόδοση της γνώσης, από τα μοναστήρια και τα σπουδαστήρια των ολίγων, κυριολεκτικά στους πάντες. Όλα αυτά ισχύουν ασφαλώς, αλλά αφορούν μόνο όποιον τα δέχεται: φέρ' ειπείν, δεν πολυέχουν να κάνουν με τους ισλαμιστές, ή με όσους πιστεύουν ότι τα εμβόλια θέλουν το κακό μας, ή με τους οπαδούς της μετάβασης στη δραχμή. Αυτό που μας ξεχωρίζει είναι το γεγονός ότι πλέον η βλακεία μας, η βλακεία όλων μας εννοώ, του καθενός μας, έχει ονοματεπώνυμο.
Ποτέ πριν οι βλακώδεις απόψεις μας δεν είχαν καταγραφεί σε τέτοιο βαθμό. Για την ακρίβεια, καταγράφονταν αποκλειστικά και μόνο οι θέσεις των μεγάλων, των σπουδαίων, των επωνύμων. Των ιστορικών προσώπων, τέλος πάντων — των βασιλέων, των φιλοσόφων, των δεσποτάδων, των αυτοκρατόρων. Εμείς οι κοινοί θνητοί συμμετείχαμε στην εγχάραξη της βλακείας πάνω στο σώμα της Ιστορίας μόνο μαζικά, σαν ένα ομογενοποιημένο πράγμα: οι κάτοικοι των Αβδήρων έκαναν το τάδε ή το δείνα, οι Αθηναίοι εξοστράκισαν εκείνον, οι Έλληνες υπερψήφισαν το 2015 δύο φορές αυτόν κ.ο.κ.
Όλοι αναγνωρίζουμε τον τρελό που νομίζει ότι είναι ο Ναπολέων, αλλά, με μια πιο προσεκτική ματιά, το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι, αν εξετάζαμε το ζήτημα χωρίς προκατασκευασμένες αντιλήψεις, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι χαζός ήταν μάλλον ο ίδιος ο Ναπολέων. […] Ποιος, αν όχι ένας βλάκας, θα πήγαινε στη Ρωσία διακινδυνεύοντας πατρίδα, αυτοκρατορία και πολιτιστική κληρονομιά; Ποιος, δώδεκα χρόνια νωρίτερα, θα πήγαινε στην Αίγυπτο για να βγάλει λόγους στα στρατεύματα μιλώντας για αιώνες και πυραμίδες; Και για να κάνει τι; Να πολεμήσει τους Μαμελούκους.
Πλέον, το όνομά μας φιγουράρει ανεξίτηλα κάτω, ή στην αρχή, αλησμόνητων από την αδηφάγα Ιστορία αποφάνσεών μας για τη ζωή. Τις υπογράφουμε φαρδιά-πλατιά, με στραβό χαμογελάκι ή με την οργή να μας καίει τα μάτια στο Facebook, στο Twitter, κάτω από τα βιντεάκια του YouTube, παντού. Ο καθένας μας μπορεί πλέον να είναι σίγουρος πως ο πεντακαημένος ιστορικός του μέλλοντος θα μπορέσει να αναφωνήσει σηκώνοντας τα χέρια ψηλά, «Ιδού: ο Γιώργος Αντωνόπουλος [στην τύχη το όνομα] είπε τη μεγαλύτερη βλακεία από όλους τους υπολοίπους συγκαιρινούς του στις 24 Μαΐου του μακρινού έτους 2018 μ.Χ.» — και, ναι, αυτός ο Γιώργος Αντωνόπουλος θα είμαστε εμείς, εγώ ή εσύ, και όχι κάποιος σπουδαίος, κάποιος επώνυμος, κάποιο πρόσωπο τέλος πάντων «ιστορικό». Επιτέλους, ο καθένας μας διεκδικεί το δικαίωμα να εισέλθει στο Μέγα Πάνθεον της Βλακείας ισότιμα με τους βασιλιάδες, ισότιμα με τη Μαρία Αντουανέτα και το παντεσπάνι της.
Φυσικά, όταν λέμε, γράφουμε και υπογράφουμε με το ονοματεπώνυμό μας τις μεγάλες βλακείες μας, δεν το ξέρουμε. Κανείς δεν το ξέρει. Μπορεί να το καταλάβουμε πιο μετά (μπορεί και όχι), αλλά συνήθως αυτό το μετά σημαίνει «μετά την απομάκρυνση από το ταμείο», ή από την ψηφοδόχο, και μας κάνει να κλαίμε με μαύρο δάκρυ. Όχι βέβαια ότι κάτι τέτοιο μάς πτοεί. Τουναντίον! Ποτέ δεν θα χάσουμε την ευκαιρία να αποτυπώσουμε με λέξεις άλλη μία βλακώδη σκέψη μας. Όπως τίποτε δεν θα μας εμποδίσει να ξαναψηφίσουμε αυτόν που μας έκλεψε και μας κατάκλεψε την προηγούμενη φορά, επειδή πάλι εμείς τού είχαμε δώσει το οκέι. Γιατί; Γιατί είμαστε βλάκες. Και ο βλαξ σπανίως έχει την αυτοσυνειδησία της βλακείας του.
Η αυτοσυνειδησία έχει ένα σημείο εκκίνησης το οποίο έχει να κάνει, όπως έλεγα, με το σοκ και συχνά συνίσταται σε μια τόση δα φρασούλα: «Εσύ είσαι ο βλάκας». Φράση που πρέπει να πούμε όχι σε κάποιον άλλο, αλλά σε εμάς τους ίδιους, στον σιωπηλό μονόλογο της ψυχής με τον εαυτό της. Αργά ή γρήγορα (μερικές φορές ποτέ) έρχονται στο προσκήνιο δύο διαπιστώσεις οι οποίες δύσκολα παραβλέπονται, αν και μένουν κρυφές από την αίσθηση παντοδυναμίας μας: όχι μόνο είμαστε θνητοί σαν όλους τους άλλους, αλλά είμαστε και εξίσου ή περισσότερο βλάκες από αυτούς. Η μόνη μας ελπίδα είναι να είμαστε απλώς λίγο λιγότερο βλάκες — και ο δρόμος, φυσικά, περνά από την αυτοσυνειδησία: όποιος έχει επίγνωση της βλακείας του είναι a priori λιγότερο βλάκας από αυτόν που δεν την έχει παραδεχτεί.
Το απείρως διογκούμενο ίντερνετ, σαν το σύμπαν που όσο πάει κατασκευάζει και άλλο χώρο για να χωρέσει την επέκτασή του, είναι γεμάτο από τα αποτυπώματά μας, από τα ψηφιακά, βλακώδη αποτυπώματα ενός εκάστου εξ ημών, όπως ένα κοτέτσι είναι γεμάτο κουτσουλιές. Και αυτό μπορεί μεν να ικανοποιεί τη φιλαυτία μας, αλλά δεν παύει να είναι ένας από τους ισχυρότερους λόγους για τους οποίους ακριβαίνει το ψωμί του ανθρώπου, επιβάλλονται capital controls, ή ο λόγος, απλούστερα, που η τιμή της βενζίνης φτάνει σιγά-σιγά τα 2 ευρώ το λίτρο. Γιατί έτσι μας.
Η φράση της Μάργκαρετ Θάτσερ «δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνο τα άτομα και οι οικογένειές τους» συμπληρώνεται από το «και πολλά από αυτά τα άτομα είναι βλάκες». Όσο αποθαρρυντικός και αν ακούγεται, ο παραπάνω αφορισμός δεν εξηγεί —όπως ισχυριζόταν η κυρία Θάτσερ— την υπεροχή του φιλελευθερισμού σε σχέση με τον κολεκτιβισμό, αλλά μάλλον το γεγονός ότι η πολιτική επιφυλάσσει περισσότερες απογοητεύσεις παρά ικανοποιήσεις.
Τα σκέφτομαι όλα αυτά κάνοντας τη βόλτα μου σε μια λαμπρή γέφυρα του Μολδάβα ποταμού, ένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα, ένα μνημείο μηχανικής. Την επισκέπτονται καθημερινώς χιλιάδες άνθρωποι, που έχουν έρθει ώς εδώ με αεροπλάνα και με τρένα και με αμάξια, που τα πλήρωσαν δουλεύοντας σε εταιρίες, βιομηχανίες και καταστήματα στα οποία προσλήφθηκαν μετά από απαιτητικές σπουδές σε ακαδημαϊκά ιδρύματα που φέρουν αιώνες γνώσης στους τοίχους τους. Και πολλοί από αυτούς φέρνουν μαζί τους και τοποθετούν λουκέτα σε ένα πλέγμα εδώ, μικρές κλειδαριές, για να «δέσουν» την αγάπη τους, για να κάνουν ένα τάμα, ή απλώς επειδή «έτσι κάνουν και οι άλλοι»: επειδή έτσι συνηθίζεται. Oh well. Βάζουν λουκέτα. Ναι, θα πείτε, γιατί όχι; Τα λουκέτα της αγάπης δεν πείραξαν κανέναν ποτέ. Είναι και χαριτωμένα, αν το καλοσκεφτείς.
Άλλα είναι αυτά που πειράζουν. Άλλα είναι αυτά που μένουν. Άλλα είναι τα λουκέτα που δένουν και τη δική μας ζωή πάνω στη ζωή των βλακών. Και που μας δένουν στο καραβάνι του πρωθυπουργού τους, του βλακωδέστερου όλων.
ΥΓ. Στο σημερινό σημείωμα αντλήσαμε αποσπάσματα από το βιβλίο του Maurizio Ferraris, «Η βλακεία είναι σοβαρή υπόθεση» (σπουδαία μετάφραση από την Κατερίνα Γούλα, κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Κέδρος), ένα ανάγνωσμα ευφυές και απολαυστικό — αλλά και απαιτητικό.