Περί αστυνομικής καταστολής και βίας…

Περί αστυνομικής καταστολής και βίας…

Πριν από ακριβώς 370 χρόνια ο Τόμας Χομπς έθεσε τα θεωρητικά θεμέλια του κοινωνικού pactum που είναι στη βάση της συγκρότησης του σύγχρονου κράτους: Προκειμένου να απαλλαγούν από ένα βίαιο ανταγωνισμό μεταξύ των ανθρώπων, από ένα «bellum omnium erga omnes», ο οποίος θα οδηγούσε στην αλληλοεξόντωση των κοινωνών, οι άνθρωποι εκχώρησαν σε μια νομική οντότητα, σε μια οντότητα που τους υπερβαίνει όλους, το μονοπώλιο της νόμιμης και ακαταγώνιστης βίας. Και αυτό το μονοπώλιο –λυτρωτικό σε τελικό επίπεδο- αποτελεί το θεμέλιο των κρατικών μορφωμάτων της νεότερης εποχής.

Ωστόσο η –ασκούμενη διά των εξειδικευμένων θεσμών και των εντεταλμένων οργάνων καταστολής- μονοπωλιακή κατά νόμο και ακαταγώνιστη στην ισχύ της κρατική βία, για να είναι συμβατή με τον σκοπό για τον οποίον εκχωρήθηκε στον φορέα της, πρέπει να έχει κάποια χαρακτηριστικά.

Τα οποία μόνον εάν συντρέχουν, καθιστούν τη βία αποδεκτή ως κρατική. (Και δεν αναφέρομαι καν στο δημοκρατικό κράτος, στοιχείο του οποίου δεν είναι απλώς το λαοπρόβλητο της δημόσιας εξουσίας αλλά και ο φιλελεύθερος τρόπος άσκησής της, με όρια για τους ασκούντες και δικαιώματα/ελευθερίες για όσους την υφίστανται, αλλά στο κράτος γενικώς).

Ποιες είναι οι προϋποθέσεις αυτές;

Πρώτον, να είναι βία στοχοθετημένη : Ασκείται αποκλειστικά και μόνον προς αποτροπή αντικοινωνικού/εγκληματικού αποτελέσματος και προς σύλληψη ή περιορισμό των εγκληματούντων και επικίνδυνων ατόμων…

Δεύτερον, να είναι βία περιορισμένη/οριοθετημένη: Να ασκείται αποκλειστικά και μόνον στα όρια και στον βαθμό που υπηρετούν τους προαναφερόμενους σκοπούς, για τους οποίους άλλωστε θεσμοθετήθηκε ως νόμιμη. Αυτό σημαίνει πως βία ασκούμενη κατά προσώπου που έχει ήδη συλληφθεί, αδρανοποιηθεί και καταστεί κοινωνικά ακίνδυνο ουσιαστικά δεν αποτελεί κρατική βία, άρα δεν έχει κοινωνική ανοχή, έστω και αν ασκείται από –εκτρεπόμενα, άρα μη συμπεριφερόμενα ως τέτοια- κρατικά όργανα.

Εφόσον δε ασκείται βία καθ’ υπερβολή των σκοπών και των ορίων για τους οποίους και εντός των οποίων επετράπη, καθίσταται μια βία, η οποία είναι επικίνδυνη όχι μόνο για την κοινωνία αλλά και για τα όργανα του κράτους –δηλαδή τους συναδέλφους του παρεκτρεπομένου- εναντίον των οποίων στρέφεται συλλήβδην ο θυμός και η εκδικητική διάθεση της κοινωνίας.

Άρα αυτά τα, υπερβαίνοντα τα αποδεκτά όρια, όργανα της καταστολής είναι επικίνδυνα ταυτόχρονα και για την κοινωνία και για το κράτος (του οποίου υπονομεύουν το κύρος) και για τα ίδια τα όργανα καταστολής του κράτους, επομένως δεν μπορούν να είναι πλέον κρατικά όργανα. Τέλος, δε…

Τρίτον (το οποίο είναι άμεση συνέπεια και προέκταση των προηγούμενων), να είναι βία ελεγχόμενη και ως προς τα όρια και ως προς τον τρόπο και ως προς τις διαδικασίες άσκησής της. Ελεγχόμενη από όργανα εποπτικά που ανήκουν σε διαφορετικές λειτουργίες του κράτους. Και αυτό έχει ασφαλώς να κάνει με την παράδοση της συναδελφικής αλληλεγγύης, που έχει συχνότατα ως αποτέλεσμα τη συγκάλυψη, το κουκούλωμα. (Μάλιστα αυτό δεν αφορά μόνο την αστυνομική βία αλλά και κάθε άλλη κατάχρηση της κρατικής εξουσίας.

Ποτέ στην ιστορία του ελληνικού κράτους, για παράδειγμα, το Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας δεν έχει καταδικάσει αδικοπραγούντα –ή μήπως δεν υπήρξε ποτέ τέτοιος;- Έλληνα δικαστή, ενώ πρόσφατα ανέφερα προσωπικό βίωμα από τη στρατιωτική μου θητεία, όταν κατέγραφα τα πρακτικά μιας ΕΔΕ, όπου ο εξεταζόμενος είπε σ’ αυτόν που τη διεξήγε «μην με ρωτάς αυτό, ρώτα με εκείνο!».

Συμπέρασμα: η κρατική βία είναι χρήσιμη, ενδεχομένως και λυτρωτική για την κοινωνία, όταν ασκείται με τους όρους και στα όρια που προσιδιάζουν στους σκοπούς της. Άλλως καθίσταται και αντικοινωνική, επικίνδυνη και υπονομευτική του κράτους…