Από το 2013 και μετά, ακούμε διαρκώς για την ανάγκη έλευσης ιδιωτικών κεφαλαίων από το εξωτερικό, ύψους 100 δισ. ευρώ. Η ανάγκη είναι αδήριτη εδώ και χρόνια. Και όμως το μοντέλο προσέλκυσης επενδύσεων, έχει αποδειχθεί ότι είναι αναποτελεσματικό. Ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει όλα αυτά τα χρόνια, προς αυτήν την κατεύθυνση.
Δεν είναι λίγοι όσοι υποστηρίζουν, ότι οι «ξένοι θα έρθουν να τα πάρουν όλα, αφού οι κυβερνήσεις ξεπουλάνε τα πάντα». Λάθος. Δεν παρατηρείται συνωστισμός ξένων σχημάτων στη διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων.
Αρκετοί εκτιμούν ότι οι ξένοι να έρθουν στη Ελλάδα να επενδύσουν, διότι έχουμε χαμηλούς μισθούς. Και πάλι λάθος. Για παράδειγμα, η Tesla ανοίγει εργοστάσιο στη Γερμανία, όπου οι μισθοί είναι ιδιαίτερα υψηλοί.
Πολλοί περιμένουν, ότι θα έρθουν ξένοι πολυεθνικοί όμιλοι στη χώρα μας, διότι η Ελλάδα προσφέρει έναν ξεχωριστό τρόπο ζωής και ένα εξαιρετικό κλίμα. Και πάλι κάνουν λάθος. Για παράδειγμα, η Ελβετία συγκεντρώνει τις έδρες των μεγαλύτερων πολυεθνικών ομίλων του κόσμου, παρ’ όλο που ο ήλιος είναι ορατός μόνο με τηλεσκόπιο.
Μα τι θέλουν επιτέλους αυτοί οι ξένοι, για να έλθουν στην Ελλάδα να επενδύσουν; Είναι προφανές δεν αναζητούν ούτε ξεπουλήματα, ούτε χαμηλούς μισθούς, αλλά ούτε ήλιο και θάλασσα. Θέλουν να γνωρίζουν ότι στη χώρα που θα επενδύσουν προστατεύονται τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και ότι το σύστημα απονομής δικαιοσύνης είναι σαφές, διαφανές και ταχύ. Θέλουν να γνωρίζουν ότι έχουν να αντιμετωπίσουν ένα μικρό κράτος, με όσο το δυνατόν μικρότερη διαφθορά. Και όταν εννοούμε μικρό κράτος, εννοούμε μικρή κρατική και κυβερνητική παρέμβαση, όπως για παράδειγμα χαμηλά φορολογικά βάρη, ελάχιστη γραφειοκρατία, απουσία περιττών ρυθμιστικών και κανονιστικών πλαισίων, απουσία χρονοβόρων εγκρίσεων και αδειοδοτήσεων, ελευθερία στη σύναψη εργασιακών σχέσεων, σταθερότητα στη νομισματική πολιτική και άλλα.
Πέρα από αυτά, οι ξένοι επενδυτές έχουν απαιτήσεις για την ύπαρξη ισχυρών υποδομών στον κλάδο των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιακών δικτύων.
Και φυσικά δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο μορφωτικό επίπεδο, στην εργασιακή εμπειρία και στην τεχνογνωσία των εργαζομένων που θα απασχολήσουν.
Το επιθυμητό ποσό των ιδιωτικών κεφαλαίων ύψους 100 δισ. ευρώ, ίσως βρει πιο εύκολα το δρόμο του προς τη Ελλάδα, μέσω της αξιοποίησης, των 22,5 δισ. ευρώ που θα λάβει η χώρα μας σε επιχορηγήσεις και των 9,4 δισ. ευρώ που θα λάβει σε δάνεια. Ποσά που συνολικά αναλογούν στο 16,5% του ΑΕΠ της χώρας.
Αυτό το πακέτο των επιχορηγήσεων θα εκταμιευθεί για έργα στις υποδομές, στην ενέργεια, στη διαχείριση απορριμμάτων, στο ψηφιακό μετασχηματισμό, στη δημιουργία νέων ενεργειακών και τηλεπικοινωνιακών δικτύων, στην αναβάθμιση των ψηφιακών υπηρεσιών των υπουργείων, στην ολοκλήρωση του ψηφιακού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ΕΦΚΑ), στην ψηφιοποίηση των πολεοδομικών γραφείων και της δικαιοσύνης (e-justice) και άλλα πολλά.
Οι επιχορηγήσεις αυτές θα κινητοποιήσουν ασφαλώς και ιδιωτικά εγχώρια κεφάλαια εκ μέρους των μεγάλων παικτών στο χώρο των κατασκευών, της ενέργειας, της πληροφορικής κλπ. Δίνοντας έτσι και μια απάντηση στους ξένους επενδυτές, που υποστηρίζουν ότι πρώτα πρέπει να κινητοποιηθούν οι Έλληνες επενδυτές δείχνοντας εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση τους και μετά θα ακολουθήσουν αυτοί. Και όχι μόνο να «βάλουν λεφτά στο τραπέζι», αλλά να παύσουν να ορθώνουν εμπόδια στους ξένους επενδυτές, μέσω των προσβάσεων τους και των σχέσεων διαπλοκής με τις κυβερνήσεις.
Η διαχείριση των πόρων από τα πακέτα στήριξης, δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι το εργαλείο για να αλλάξει το πρόσωπο της χώρας. Και να γίνει ο τόπος μας φιλικός προς την επιχειρηματικότητα, προς τη μόρφωση, προς την καινοτομία και προς την «προκοπή», που έλεγαν και οι γονείς μας. Διότι μόνο ένα τέτοιο φρέσκο, διαφανές, καινοτόμο και ανταγωνιστικό πρόσωπο, θα είναι σε θέση να προσελκύσει επενδύσεις και να δημιουργήσει θέσεις εργασίας.