Του Χάρη Μ. Τσιλιώτη*
Η πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος που κατέθεσαν οι Βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ για να εκκινήσει η διαδικασία αναθεώρησης κατά το άρθρο 110 αυτού χαρακτηρίζεται κατά την γνώμη μου από αδυναμίες που αφορούν τόσο το περιεχόμενο των διατάξεων που προτείνεται να αναθεωρηθούν όσο και διατάξεων που δεν προτείνεται να αναθεωρηθούν αλλά κατά την γνώμη μου επιβάλλεται η αναθεώρησή τους. Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσω να αναδείξω κάποιες αδυναμίες της πρότασης σε πέντε βασικά σημεία.
Συγκεκριμένα, προτείνεται η αναθεώρηση του άρθρου 84 παρ. 2 Σ ως προς την καθιέρωση της λεγόμενης δημιουργικής πρότασης δυσπιστίας κατά το γερμανικό και ισπανικό πρότυπο ως λόγος αποτροπής της συχνής πρόωρης διάλυσης της Βουλής, όταν είναι γνωστό ότι ποτέ στην μεταδικτατορική ιστορία δεν αποδοκιμάστηκε από την Βουλή μία Κυβέρνηση ούτε βέβαια διαλύθηκε ποτέ η Βουλή πρόωρα λόγω απώλειας της εμπιστοσύνης της Βουλής προς την Κυβέρνηση • από την άλλη δεν προτείνεται η αναθεώρηση του άρθρου 41 παρ. 2 Σ που προβλέπει την κυβερνητική διάλυση για την αντιμετώπιση εξαιρετικής σημασίας εθνικού θέματος, όταν επίσης είναι γνωστό ότι όλες σχεδόν οι μεταδικτατορικές Κυβερνήσεις έκαναν προσχηματική χρήση της διάταξης αυτής για να πετύχουν την πρόωρη διάλυση της Βουλής είτε κυρίως για να εξυπηρετήσουν σκοπιμότητες του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος είτε για να αποφύγουν την καταψήφιση στην Βουλή (περίπτωση Κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη το 1993).
Η πρόταση περιέχει τροποποίηση του άρθρου 37 Σ για την απαγόρευση διορισμού εξωκοινοβουλευτικού Πρωθυπουργού κοινοβουλευτικής Κυβέρνησης για να «νομιμοποιήσει» συνταγματικά την αποστροφή του κυβερνώντος κόμματος προς την Κυβέρνηση Παπαδήμου, την Κυβέρνηση που πέτυχε το μεγαλύτερο «κούρεμα» χρέους στην διεθνή ιστορία, και δεν προτείνει την εκ βάθρων αναθεώρηση του άρθρου αυτού που προβλέπει για την ανάδειξη Κυβέρνησης σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας του πρώτου κόμματος μία ανελαστική και ανορθολογική διαδικασία «δικονομικού» χαρακτήρα.
Η πρόταση περιορίζεται στην εκλογή του ΠτΔ με μία επίσης ανορθολογική διαδικασία εξάμηνων αλλεπάλληλων ψηφοφοριών σε περίπτωση που μετά την τρίτη ψηφοφορία δεν επιτευχθεί η πλειοψηφία των 3/5 του όλου αριθμού των Βουλευτών και τελικά την άμεση εκλογή από τον λαό, αντί να προτείνει είτε απευθείας την άμεση εκλογή είτε την άμεση εκλογή μετά την τρίτη άκαρπη ψηφοφορία. Επίσης, δεν θίγει το θέμα των αρμοδιοτήτων του ΠτΔ όταν το μέχρι τώρα «πρωθυπουργικό» σύστημα φαίνεται να έχει εξαντλήσει τα όριά του.
Προτείνεται η αναθεώρηση των άρθρων 21 και 22 Σ που μαζί με το άρθρο 23 Σ αποτελούν το λεγόμενο «κοινωνικό» Σύνταγμα με την καθιέρωση κοινωνικών υποκειμενικών δικαιωμάτων, η ικανοποίηση των οποίων όμως εξαρτάται από την οικονομική και δημοσιονομική ευρωστία του κράτους, όταν υπάρχοντα «κοινωνικά δικαιώματα» μέχρι τώρα για τους ίδιους λόγους δεν μπορούν να ικανοποιηθούν με αυτόν τον τρόπο και αφήνονται απέξω από την πρόταση τα άρθρα 16, 24 και 106 Σ για τα μη κρατικά Πανεπιστήμια, την ευλυγισία και εξορθολογισμό της προστασίας του περιβάλλοντος και την οικονομική ανάπτυξη που αποτελούν τις κατεξοχήν αναπτυξιακές συνταγματικές μεταρρυθμίσεις.
Τέλος, δεν θίγεται το εν πολλοίς και διαχρονικά προβληματικό σύστημα επιλογής της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων και της Εισαγγελίας του ΑΠ, δεν διερευνάται η καθιέρωση συγκεντρωτικού συστήματος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων για τον εξορθολογισμό και την επιτάχυνσή του ούτε αποσυνδέεται η διαδικασία έρευνας και δίωξης Υπουργών ή πρώην Υπουργών για αδικήματα κατά την τέλεση των καθηκόντων τους ή επ' ευκαιρία αυτής από την Βουλή.
Εάν αποτιμήσουμε συνολικά την πρόταση διαβλέπουμε τα εξής:
1. Δεν δίνει ουσιαστικές ή ικανοποιητικές απαντήσεις σε καυτά ζητήματα που απασχόλησαν την πολιτική και κοινωνική ζωή τις τελευταίες δεκαετίες.
2. Η προσπάθεια «ιδεολογικοποίησης» της πρότασης με θέσεις του κυβερνώντος κόμματος την περίοδο 2012 μέχρι και το πρώτο εξάμηνο του 2015 είναι εμφανής.
3. Το παράδοξο είναι ότι τις θέσεις αυτές (π.χ. δημοψήφισμα, κοινωνικά δικαιώματα) εγκατέλειψε το κυβερνόν κόμμα από τον Ιούλιο του 2015 και εντεύθεν και επιχειρεί να τις επαναφέρει διά της συνταγματικής αναθεώρησης.
Τέλος, με ενδιαφέρον περιμένουμε την περαιτέρω αποσαφήνιση της έννοιας της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους και την συσχέτισή της με την έννοια της επικρατούσης θρησκείας.
* Ο κ. Χάρης Μ. Τσιλιώτης είναι Επίκουρος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Πανεπιστημίου Πελοποννήσου