Να πούμε τα πράγματα όπως είναι και όχι όπως θα θέλαμε να είναι. Δεν πρόκειται να σωθεί ούτε ένα σπίτι από την διαδικασία των πλειστηριασμών. Το «κανένα σπίτι σε χέρια τραπεζίτη» ήταν ένα ωραίο σύνθημα για να χαϊδέψουν τα αφτιά των ψηφοφόρων και να τους κλέψουν την ψήφο. Αλλά ως εκεί. Η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική.
Το εξωφρενικό είναι ότι ακόμη και σήμερα, μετά από την πτώση της... αντικαπιταλιστικής κουρτίνας, οι άνθρωποι εξακολουθούν να ψεύδονται. Υπόσχονται ότι θα βρουν τρόπο να... σώσουν τα σπίτια, όταν ξέρουν ότι όλα τα κόκκινα στεγαστικά δάνεια θα οδηγηθούν στον πλειστηριασμό. Αντί, λοιπόν, να αναζητούν πραγματικές λύσεις, συνεχίζουν το ίδιο τροπάρι που ξεκίνησαν το 2010.
Χρειάζεται να συνεννοηθεί ο πολιτικός κόσμος για να βρεθεί μία πραγματική λύση. Να δοθεί μία δεύτερη ευκαιρία σε όλους. Αν δεν δοθεί λύση, η αγορά ακινήτων δεν πρόκειται να ανακάμψει επί σειρά δεκαετιών. Δεν μπορεί να αυξηθεί η ζήτηση, όταν τόσα πολλά ακίνητα προσφέρονται σε τιμές «κάτω του κόστους». Εκτός κι αν πιστεύει κανείς ότι η αγορά μπορεί να απορροφήσει την μεγάλη προσφορά. Πράγμα που είναι αδύνατον να συμβεί.
Αν η συζήτηση γινότανε για μερικές βίλες στην Μύκονο, τότε οι πλειστηριασμοί θα ήταν λύση. Αλλά δεν πρόκειται γι αυτό. Μιλάμε για δυάρια και τριάρια στην Κυψέλη και στο Περιστέρι. Ποιος θα τα αγοράσει;
Η ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων είναι βασικός παράγοντας ανάκαμψης και της τραπεζικής αγοράς. Αν οι τιμές των ακινήτων ανέβουν, τότε αλλάζει πλήρως και η εικόνα των τραπεζών. Αλλάζουν και οι ανάγκες τους και οι δυνατότητες να δώσουν νέα δάνεια.
Μιλάμε για συνεννόηση του πολιτικού κόσμου. Διότι μόνο με αυτό τον τρόπο να πεισθούν στο εξωτερικό να κάνουν δεκτή μία λύση διαφορετική από εκείνη που θα οδηγεί τα ακίνητα πάλι και πάλι στο σφυρί και μάλιστα χωρίς αποτέλεσμα. Επειδή ακριβώς τα ακίνητα που θα παραμένουν στα αζήτητα θα είναι χιλιάδες και η αξία τους θα είναι διαρκώς μειούμενη. Καλώς ή κακώς έχει δημιουργηθεί η αίσθηση στο εξωτερικό ότι οι Έλληνες έχουν μεγάλες ακίνητες περιουσίες, την στιγμή που οι δικοί τους πολίτες δεν έχουν. Υπάρχει, δηλαδή, μία παγιωμένη εικόνα που μπορεί να αλλάξει με μεγάλη δυσκολία και μόνο εφόσον παρουσιαστεί μία διακομματική και σοβαρή πρόταση αντιμετώπισης του θέματος. Τι περιμένουν;
Θανάσης Μαυρίδης