Του Γιώργου Φλωρίδη
Οι απόπειρες του Αλέξη Τσίπρα και της κυβέρνησής του να διαμορφώσουν ένα νέο αφήγημα που θα οδηγούσε στην ανάκαμψή τους οδηγούνται διαρκώς σε αποτυχία. Μάλλον ισχύει αυτό λέει ο λαός: «είναι να μη σε πάρει από κάτω».
Το επενδυτικό αφήγημα χάθηκε μέσα στις στοές των μεταλλείων της Χαλκιδικής, οι οικολογικές ευαισθησίες βυθίστηκαν μαζί με το λαθρεμπορικό πλοίο στον μαύρο πια Σαρωνικό και η τρίτη μνημονιακή αξιολόγηση, που καθυστερεί, ενδέχεται να εξελιχθεί και πάλι σε εφιάλτη, όχι μόνο για την κυβέρνηση, αλλά, δυστυχώς, και για την καθημαγμένη μας χώρα.
Όλα αυτά προμηνύουν ένα αργόσυρτο πολιτικό τέλος μιας διακυβέρνησης που χαρακτηρίζεται από ιδεοληψίες, πρωτοφανή ψεύδη και μοναδική ανικανότητα στοιχειώδους διαχείρισης των κρατικών υποθέσεων.
Όμως, την ίδια στιγμή, παραμένει αδύναμη η όποια εναλλακτική πολιτική προοπτική.
Προοπτική που δεν θα οδηγούσε απλώς σε μια άλλη κυβέρνηση, αλλά στη διαμόρφωση μια άλλης πορείας, σύμφωνης με τις πραγματικές ανάγκες της χώρας.
Η Ν.Δ παραμένει ένας δύσκαμπτος συντηρητικός μηχανισμός που πολύ εύκολα εγκλωβίζεται σε διχαστικές πολιτικές αντιπαραθέσεις που αφορούν το παρελθόν και δοκιμάστηκαν σε αυτό. Η αντιπαράθεση «φωτός και σκότους», η σύγκρουση για τον Στάλιν, τον κομμουνισμό και το ναζισμό είναι τα στοιχεία της ατζέντας εγκλωβισμού που διαμορφώνει κάθε τόσο η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα και την οποία πολύ εύκολα υιοθετεί η ΝΔ, παρά τις προσπάθειες του αρχηγού της να προωθήσει έναν σύγχρονο, έστω ατελή, μεταρρυθμιστικό διάλογο.
Ενώ όλοι γνωρίζουν ότι η πορεία προς το κοντινό μέλλον είναι ναρκοθετημένη από όσα ήδη υπέγραψαν και νομοθέτησαν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, στον δημόσιο διάλογο όλοι αποφεύγουν να μιλήσουν για την «ταμπακιέρα».
Έτσι, το πολιτικό κενό διευρύνεται και η πολιτική κρίση εκπροσώπησης μεγαλώνει. Για την παράταξη του ενδιάμεσου χώρου παρουσιάζεται μια μεγάλη ευκαιρία. Η ευκαιρία να δείξει ότι υπάρχει ζωτικός πολιτικός χώρος, τον οποίο θέλει να εκφράσει ουσιαστικά και αυθεντικά. Αυτό, όμως, σημαίνει την κατάθεση μιας άλλης πρότασης για μια διαφορετική πορεία της μετα-μνημονιακής Ελλάδας. Ένα ολοκληρωμένο σχέδιο που θα περιγράφει την ανατροπή και το πέρασμα από τον συντηρητισμό και τον λαϊκισμό στον σύγχρονο μεταρρυθμισμό που οδηγεί σε μια νέα παραγωγική Ελλάδα. Και, ταυτόχρονα, δεν θα διστάζει να περιγράψει την κυβερνητική προοπτική της χώρας που θα έχει τη σφραγίδα του προοδευτικού-μεταρρυθμιστικού χώρου.
Μόνον έτσι, άλλωστε, θα είχε ιδεολογικό και πολιτικό νόημα το εγχείρημα της εκλογής αρχηγού, έστω σε άγνωστο, για την ώρα, φορέα.
Όμως, τα πρώτα μηνύματα αυτής της διαδικασίας δεν δείχνουν προσανατολισμό προς το μεγάλο πολιτικό κάδρο. Οι συντελεστές του εγχειρήματος αποφεύγουν να τοποθετηθούν στα μείζονα και κρίσιμα πολιτικά ζητήματα και μοιάζουν να ξορκίζουν τελείως την προοδευτική κυβερνητική προοπτική. Αντίθετα, φαίνεται να κυριαρχεί η πολιτική εσωστρέφεια και η περιχαράκωση, με κυρίαρχα τα φθοροποιά διαδικαστικά θέματα.
Ωστόσο η πολιτική πραγματικότητα είναι «ξεροκέφαλη» και δεν μπορεί να αγνοηθεί. Τα ρεύματα του κρατικίστικου λαϊκισμού και του προοδευτικού μεταρρυθμισμού στον ενδιάμεσο πολιτικό χώρο είναι υπαρκτά και παρόντα. Μια καθαρή αντιπαράθεσή τους θα μπορούσε να προκαλέσει, ενδεχομένως, το ενδιαφέρον των προοδευτικών πολιτών. Αντίθετα, η φοβική συγκάλυψή τους με γενικόλογες και ανούσιες διατυπώσεις, θα οδηγήσει σε μία από τα ίδια ή και χειρότερα.