«Αυτό για το οποίο μετανόησα είναι ότι δεν έκανα τις εκλογές το 1992» δήλωνε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης στις 5 Μαΐου του 1999 σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στην εφημερίδα τα «ΝΕΑ». Και αυτό διότι η με μια ψήφο κυβέρνηση που αναδείχθηκε τον Απρίλιο του 1990 δεν πρόλαβε να θέσει τις βάσεις για τις απαιτούμενες για τη χώρα μεταρρυθμίσεις με όλες τις γνωστές πλέον συνέπειες.
Το ΠΑΣΟΚ διά του Νούμερο 2 στελέχους του, τον Μένιο Κουτσόγιωργα, είχε αλλάξει τον εκλογικό νόμο με στόχο να μην καταστεί εφικτή η αυτοδυναμία για τη Ν.Δ. του Κωνσταντινου Μητσοτάκη που βρέθηκε με ποσοστά που έφταναν και ξεπερνούσαν το 45% να αδυνατεί να λάβει αυτοδυναμία.
Και ο τελευταίος, αν και είχε τη δυνατότητα να αλλάξει τον εκλογικό νόμο και να προχωρήσει άμεσα σε μια εκλογική μάχη το απέφυγε. Αποτέλεσμα, επαναφορά του Ανδρέα Παπανδρέου και μια περίοδος διακυβέρνησης της χώρας που έβαλε τέλος στο όποιο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα είχε θέσει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης συνεπικουρούμενος από στελέχη όπως ο Στέφανος Μάνος, με γνώμονα την ανάταξη της χώρας.
Το πάθημα του τέως πρωθυπουργού επανέρχεται στο προσκήνιο εξ αιτίας κυρίως μιας ενέργειας του Αλέξη Τσίπρα. Της αλλαγής του εκλογικού νόμου και της εφαρμογής της απλής αναλογικής, δηλαδή του συστήματος το οποίο θα ισχύσει στις επόμενες εκλογές.
Ένα σύστημα που δεν οδηγεί στη δημιουργία κυβέρνησης ικανής να βγάλει τη χώρα από τη νέα κρίση, αυτήν που η πανδημία φέρνει στην οικονομία και η οποία αποτελεί την νέα μείζονος σημασίας πρόκληση για τα προσεχή χρόνια.
Ο Αλέξης Τσίπρας έφερε την απλή αναλογική για να παρεμποδίσει την άνοδο του Κυριάκου Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία και τη διακυβέρνηση της χώρας απο τη ΝΔ. Και μπορεί να απέτυχε ως προς την εφαρμογή του συστήματος το 2019, στις εκλογές του Ιουλίου, εν τούτοις οι επόμενες εκλογές θα οδηγήσουν σε ακυβερνησία απαιτώντας την διενέργεια δεύτερων εκλογών.
Το ερώτημα είναι αν και κατά πόσο η χώρα θα οδηγηθεί σε πρόωρες εκλογές και αν ο ανασχηματισμός που ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε με την έναρξη του νέου έτους είναι εκλογικός. Οι αναλυτές υποστηρίζουν πως έχει εκλογική βάση, εντούτοις διευκρινίζουν στο σύνολό τους ότι όλα εξαρτώνται από την πορεία της πανδημίας. Δηλαδή από την εξέλιξη της νόσου σε συνδυασμό με την επιτυχή έκβαση του σχεδίου εμβολιασμού του γενικού πληθυσμού που ξεκινά στις 20 Ιανουαρίου.
Και το ερώτημα που τίθεται είναι αν υπάρχει λόγος για πρόωρες εκλογές με την απάντηση να συνδέεται και πάλι με την πανδημία. Την καθυστέρηση που αυτή έχει προκαλέσει στην εφαρμογή του μεταρρυθμιστικού προγράμματος και τη διακοπή που επέβαλε σε μια σειρά αλλαγών που είχαν ήδη ξεκινήσει με στόχο την ανάταξη της οικονομίας και της χώρας.
Η ύφεση είναι δεδομένη και όσο περισσότερο πίσω μένει μια τέτοια απόφαση, τόσο το θέμα των διπλών εκλογών που φέρνει η απλή αναλογική του Αλέξη Τσίπρα καθίσταται επικίνδυνο για την ίδια τη χώρα και την τύχη των πολιτών.
Η πολιτική κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι δεδομένη, όπως και η διείσδυσή του στο κέντρο. Από την άλλη πλευρά δεν υπάρχει αντίπαλος ικανός να εισέλθει σε αυτό το χώρο. Υπάρχει όμως ένας αντίπαλος που έχει επιλέξει τον πετροπόλεμο και την «αντίσταση των κινημάτων» που επιδιώκει να ξαναχτίσει στη μορφή των αγανακτισμένων της περιόδου των μνημονίων.
Η διμέτωπη μάχη θα φέρει νέα προβλήματα και καθυστερήσεις. Πολύ δε περισσότερο όταν η λεγόμενη λαική δεξιά δείχνει πολλές φορές να κλείνει το μάτι στην λογική της κρατικής παρεμβατικότητας, της επιδοματικής πολιτικής και τους χαϊδέματος των αυτιών.
Οι επόμενοι μήνες θα είναι δύσκολοι. Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να αποτελέσουν την αιχμή του δόρατος και η συμμετοχή των πολιτών θεωρείται απαραίτητη χωρίς δικαιολογίες περί άγνοιας των πραγματικών δεδομένων.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης τυγχάνει της εμπιστοσύνης των πολιτών. Αυτό δείχνουν οι δημοσκοπήσεις και είναι προς το παρόν διάχυτο. Την εμπιστοσύνη αυτή επιχειρεί να κλονίσει με κάθε τρόπο, βάζοντας προμετωπίδα στην αντιπολιτευτική του τακτική την “κορονοκαπηλεία”, ο Αλέξης Τσίπρας.
Στο πλαίσιο αυτό η εν τη γενέσει ακύρωση του ανταρτοπόλεμου που σχεδιάζεται σε συνδυασμό με ένα πρόγραμμα επικαιροποιημένο με βάση τις μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη σχεδιαστεί, δύναται να οδηγήσει σε μια αλλαγή των δεδομένων στην ελληνική κοινωνία και οικονομία.
Σε κάθε περίπτωση το συνολικό πάζλ βρίσκεται πάντα στα χέρια του εκάστοτε πρωθυπουργού που λαμβάνει και τις αποφάσεις. Τα παθήματα του παρελθόντος αποτελούν πάντα μαθήματα, αλλά λαμβάνονται υπόψη και τα δεδομένα των διαφορετικών χρονικών συγκυριών.
Οι όποιες παρεμβολές προέρχονται από εκπροσώπους του επιχειρηματικού κόσμου, οι οποίοι δεν μπορούν ακόμη να αποδεχθούν την ήττα του Αλέξη Τσίπρα, δεν δύνανται να αλλάξουν τα δεδομένα. Όπως και αυτές μερίδας των συνδικαλιστών που από την πρώτη στιγμή επιχείρησαν να δημιουργήσουν συνθήκες συνδιοίκησης, όπως έπρατταν στο παρελθόν.
Σήμερα υπάρχει η δυνατότητα και μιας ιδεολογικής νίκης των μεταρρυθμιστικών φιλελεύθερων δυνάμεων που επι σειρά ετών έχαναν τη μάχη πριν μάλιστα δοθεί καν σε όλους τους τομείς. Από τα Πανεπιστήμια και τους κοινωνικούς χώρους μέχρι τα ίδια τα Μέσα Ενημέρωσης.
Και αυτό βρίσκεται στα χέρια του Πρωθυπουργού, τον οποίο οι πολίτες εξακολουθούν να θεωρούν ως τον καταλληλότερο για να βγάλει τη χώρα από την κρίση.